**Η παρακάτω κριτική δεν περιλαμβάνει spoilers**
Το πιο ενδιαφέρον πράγμα όταν αναμένεις ένα νέο φιλμ του James Cameron, είναι τα στοιχήματα που φαίνεται να βάζει στον εαυτό του ο Καναδός σκηνοθέτης. Μεγάλα μπάτζετ, φιλόδοξα εγχειρήματα, μαζική απήχηση. Το 2009, 12 χρόνια μετά τον εμπορικό θρίαμβο του Τιτανικού, θα γύριζε στο σινεμά και μάλιστα, για να πειραματιστεί με το 3D. Είχε περάσει το μεγαλύτερο κομμάτι της δεκαετίας γυρίζοντας ντοκιμαντέρ για τη μεγάλη του αγάπη, τον βυθό. Και μαζί μ’ αυτό, διατηρήθηκε στην πρώτη γραμμή της κινηματογραφικής τεχνολογίας. Η αλήθεια είναι ότι το Terminator 2, ήταν και παραμένει -δικαίως- ψηλά στις λίστες με τα πιο άρτια κατασκευασμένων μπλοκμπάστερ. Ο Τιτανικός επίσης, άρα τι άλλο θα μπορούσε να φέρει στο τραπέζι ο Κάμερον; Εδώ έρχεται το Avatar.
Μια αρχετυπική ιστορία ιθαγενών απέναντι σε σύγχρονους καουμπόηδες, ένα περιβαλλοντικό καμπανάκι. Μα πάνω απ’ όλα ένα υπερθέαμα που κρούει ένα άλλο καμπανάκι: Την επιβίωση της κινηματογραφικής αίθουσας. Το ενδιαφέρον με το Avatar 2 είναι ότι δε δημιούργησε φανατικούς οπαδούς όπως τα προηγούμενα δύο μπλοκμπάστερ του Κάμερον, αλλά έστειλε πολλούς στις κινηματογραφικές αίθουσες. Κι ο κόσμος της Pandora, πανέμορφος οπτικά και γεμάτος τοπιογραφικά πλάνα. Αρκετά εξωγήινος και συνάμα εκπληκτικά γήινος, θα γίνει το υπόβαθρο για να φτιάξει τουλάχιστον τέσσερις ταινίες (έχει πει ότι θέλει πέντε).
Έτσι λοιπόν, κι ενώ σε διάφορες γωνιές του Ίντερνετ ψιλομουρμούραγε ο κόσμος “μα γιατί να δούμε κι άλλο Avatar”, όταν και το πρώτο δεν ήταν ακριβώς πρωτοποριακό -σεναριακά- έχουμε το Avatar: The Way of Water. Και, όπως συμβαίνει συνήθως, το στοίχημα φαίνεται να βγάζει κέρδος. Ήδη στέκεται στην κορυφή του box office, έχει βγάλει περίπου 1.5 δις εκατομμύρια δολάρια και κάπως όλοι ψάχνουμε να βρούμε τα αιωνίως μυστήρια αίτια του “τι πιάνει στην τέχνη και τι όχι”. Ίσως τελικά να μην έχουμε κορεστεί από τις αρχετυπικές ιστορίες, ή τουλάχιστον όχι τόσο όσο νομίζαμε.
Avatar: The Way of Water | Αγνή απόδραση από τη μονοτονία της καθημερινότητας
Διότι, αυτό είναι εν τέλει και το πρώτο και το δεύτερο Avatar. Αρχετυπικές ιστορίες, με ψήγματα κλασικών μύθων, πράγματα που ξέρεις πια σαν δεύτερη φύση σου. Ωστόσο, το πλαίσιο που ο Κάμερον βάζει, η ομορφιά του τοπίου -έστω και του 3D, θα επιστρέψω σε αυτό- αποτελεί την ουσιαστική διαφορά. Κατά άλλους δεν είναι αρκετή. Θα ταχθώ με την πλευρά των υποστηρικτών, καθώς το φιλμ διατηρεί ατόφια μια βασική παράμετρο του κινηματογράφου. Τη νοητική εκτροπή από τη μπαναλιτέ της καθημερινότητας. Επί 192 λεπτά, ο Κάμερον θέλει να φτιάξει ένα ντοκιμαντερ-μπλοκμπάστερ. Παρουσιάζει την Πανδώρα ως ένα σχεδόν υπαρκτό μέρος, τα πλάσματά της, τους κατοίκους της και βέβαια όσους επιβουλεύονται το φυσικό της πλούτο.
Βρισκόμαστε λίγα χρόνια μετά το τέλος του πρώτου φιλμ. Οι Να’βι έχουν ξεπεράσει το σοκ της εισβολής από τους ανθρώπους, φτιάχνουν οικογένειες και ο πρωταγωνιστής μας, πρώην πεζοναύτης, έχει πια αφομοιωθεί πλήρως στην κουλτούρα των ιθαγενών. Ο Jake Sully (Sam Worthington) έχει φτιάξει οικογένεια με την Neytiri (Zoe Saldana), με δύο γιους το Neteyam (Jamie Flatters) και Lo’ak (Britain Dalton), μια μικρή κόρη, την Tuk (Trinity Jo-Li Bliss), ενώ προστατεύουν την κόρη της Grace Augustine, Kiri (και στους δύο ρόλους η Sigourney Weaver). Μέχρις ότου, η απειλή επιστρέψει με τη μορφή της παλιάς νέμεσις του Sully, συνταγματάρχη Miles Quaritch (Stephen Lang). Μία απειλή που θα τους αναγκάσει σε εξορία για προστασία των ίδιων και της φυλής. Εκεί θα συναντήσουν την υποβρύχια ζωή της Πανδώρα.
Avatar: The Way of Water | Το ντοκιμαντέρ συναντά τον κινηματογράφο
Και εδώ είναι η κίνηση-ματ του Κάμερον. Η ένωση του σινεμά με το ντοκιμαντέρ. Όχι με το ζόρι, το κάνει οργανικά σε όλο το δεύτερο μέρος του φιλμ. Αφήνει χώρο και χρόνο στο οπτικοακουστικό θέαμα και προσπαθεί να μαγέψει το θεατή στηριζόμενος σε δύο από τα πιο βασικά όπλα του σινεμά. Τη δύναμη της εικόνας και του ήχου. Ομολογουμένως, πάντα το ανθρώπινο μάτι ξεχωρίζει τα ψηφιακά εφέ. Του φαίνονται αρκετά ξένα, ωστόσο εδώ ο Κάμερον πλησιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο σ’ έναν τρόπον τινά φωτορεαλισμό. Η σύνδεση με τη φύση επιτυγχάνεται μέσω της τεχνολογίας κι αυτό είναι παράδοξο μεν, αλλά πολύ ενδιαφέρον δε. Καλό είναι να βλέπουμε τις ταινίες στις αίθουσες ει δυνατόν, αλλά για το συγκεκριμένο φιλμ είναι σχεδόν απαραίτητη προϋπόθεση και δη, στο υπέροχο 3D. Είναι από τα λίγα φιλμ που δικαιολογούν το πείραμα μ’ αυτή την τεχνολογία.
Και για το σενάριο που τόσα έχουν ακουστεί. Σαφέστατα δε διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας όπως προαναφέραμε, αλλά σίγουρα είναι εδώ να μας θυμίσει πόσο οικεία νιώθουμε με κάποιες κλασικές ιστορίες. Το Avatar: Way of Water θυμίζει λίγο Moby Dick. Θυμίζει λίγο ανεστραμμένο Aliens, με τους πεζοναύτες να είναι οι ανταγωνιστές αυτή τη φορά (όπως και στο πρώτο), φέρνει στο νού την Άβυσσο, μα πάνω απ’ όλα είναι ο Τζέιμς Κάμερον στα καλύτερά του. Δεν ξέρω αν εμείς έχουμε χορτάσει από θέαμα, αλλά σίγουρα υπάρχει απλόχερα εδώ.