Η σύγχρονη indie θλίψη έχει πολλά διαφορετικά πρόσωπα. Από τον κυνισμό μέχρι τον άμεσο σπαραγμό κι από τα σύνθετα ηχητικά μονοπάτια μέχρι τη μουσική ευθύτητα. Ένας συνδυασμός των δύο όψεων συγκεντρώνεται στη μορφή της Anna B Savage. Μια καλλιτέχνις που με δύο full length κυκλοφορίες έχει αρχίσει να συσπειρώνει τα βλέμματα πάνω της.
Κόρη δύο ατόμων με χρόνια εμπειρίας στο κλασικό τραγούδι, η Anna ουδέποτε στερήθηκε επαφής με την τέχνη της μουσικής. Ανήκωντας, ωστόσο, σε μια μεταμοντέρνα γενιά, μεγαλώνοντας λίγο θα ενδιαφερόταν για κάτι το κλασικότροπο. Θα ανέπτυσσε ένα σκοτεινό στυλ το οποίο θα την καθοδηγούσε στη μουσική και την τέχνη. Με μια φωνή που πατά σε τζαζ θεμέλια αλλά τα μετουσιώνει σε κάτι πιο συναισθηματικά θεατρικό ως βασικό εφόδιο θα δημιουργούσε την αρχή για ένα σήμα-κατατεθέν.
Η αρχή της δισκογραφικής της πορείας το 2015 θα κάνει όσους έρθουν σε επαφή με το πρώτο της δείγμα γραφής να σηκώσουν το φρύδι απορημένοι. Το EP της μπορεί να μην τύχει ευρύτατης υποδοχής αλλά σίγουρα θα κερδίσει τα εύσημα του Father John Misty και της Jenny Hval. Εντυπωσιασμένοι από την εκφραστικότητά της και το ειλικρινές άλγος των στίχων της, θα της ζητήσουν να τους ακολουθήσει στις τουρνέ τους. Και έτσι το όνομά της θα αρχίσει να μεγαλώνει.
Το 2021 και αφού πλέον έχει συγκεντρώσει την απαιτούμενη σιγουριά στα βήματά της, κυκλοφορεί το ντεμπούτο της. Το “A Common Turn” κάθε άλλο παρά σύνηθες είναι. Από την απόκοσμη εισαγωγή του μέχρι τη στιγμή που θα ακουστεί για πρώτη φορά η ακουστική της κιθάρα αρπάζει τον θεατή και απαιτεί τη σιωπή του. Και το καταφέρνει. Γιατί κάθε στίχος της Anna B Savage, κάθε μικρό γύρισμα της φωνής της, κάθε sample που ντύνει το background μαγνητίζει. Μια ερμηνεία γυμνή από προσποιήσεις. Ποιητική μα άμεση. Χαμογελαστή αλλά στα πρόθυρα της ψυχικής κατάρρευσης. Και μια στοιχειωμένη ατμόσφαιρα που δε δημιουργείται από φαντάσματα και μεταφυσικές οντότητες.
Αντιθέτως, πηγή τους είναι ο πόνος του ζωντανού ανθρώπου. Ανατριχίλες σε κομμάτια όπως το “Bed Stuy” διαδέχονται τα μικρά φωτεινά χάδια κομματιών όπως το “Baby Grand”. Το δε “Corncrakes” που κυκλοφορεί ως single είναι απλά ένα απειροελάχιστο δείγμα του τι μπορεί να συναντήσει κανείς σε αυτό το δημιούργημα. Το σίγουρο είναι πως το τέλος της ακρόασής του θα βρει τον ακροατή αλλαγμένο και ένδεο.
Η μετακόμισή της στο Δουβλίνο θα την ποτίσει με έμπνευση. Έμπνευση η οποία θα ανθίσει στη μορφή του δεύτερου δίσκου της. Το “in|Flux” φανερώνει πως η Anna Savage δεν ήταν απλώς ένα πυροτέχνημα που χάθηκε στο νυχτερινό ουρανό. Αντιθέτως επιζεί σα μια μικρή μπλε φωτιά απροσδιορίστου προέλευσης μέσα στα στενά της πόλης. Η ατμόσφαιρα εξακολουθεί να έχει τον πρώτο λόγο. Η φωνή της παρακαλά «Stop Haunting Me Please» στο εναρκτήριο “The Ghost”, φανερώνοντας πως εξακολουθεί να παλεύει με το παρελθόν της.
Σχεδόν μινιμαλιστικά οι συνθέσεις μετατρέπονται σε αφηγήσεις που έχουν ως κέντρο τους τον πόνο. Το παρελθόν και οι αναμνήσεις όπως αυτές ενσαρκώνονται στο παρόν. Tο “I Can Hear The Birds Now” ακούγεται φωτεινό και παγωμένο. Το “Crown Shyness” δείχνει εξωστρεφές αλλά δεν παραλείπει να παραδεχθεί πως υποφέρει. Το ομώνυμο κομμάτι ακούγεται σχεδόν κωμικό με το μαύρο του χιούμορ και τις industrial απολήξεις του. Και αυτά είναι μόνο ελάχιστα από τα δείγματα μιας πληθωρικής δισκογραφικής κυκλοφορίας που ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της εξακολουθεί να εντυπωσιάζει με την πληθωρικότητά του.
Η Anna B Savage με μόλις δύο δίσκους στο ενεργητικό της έχει καταφέρει να αποδείξει γιατί είναι το επόμενο μεγάλο όνομα της σύγχρονης εναλλακτικής μουσικής. Και ο χρόνος θα το αποδείξει. Όπως και η επερχόμενη συναυλία της.