Καλοκαίρι του 2014 και εν μέσω ξέγνοιαστων διακοπών στο εξοχικό, άκουγα μουσική από ένα τοπικό κανάλι -Άστρος Κυνουρίας γαρ. Φυσικά έπαιζε σε λούπα τα ίδια 15 κομμάτια ανά τακτά διαστήματα (και γιατί όχι, θα μου πείτε).  Μέχρι που την προσοχή μου κέντρισε ένα video clip που είχε πολύ έντονη χρωματική παλέτα. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά το γαλάζιο της πισίνας και το κόκκινο κρέας στο τηγάνι. Ωστόσο, δεν είχα ιδέα για τον τίτλο του κομματιού.

Fast forward, γύρω στο εξάμηνο και στο ραδιόφωνο παίζει το Do I Wanna Know? των Arctic Monkeys. Τεράστια επιτυχία, ακούγεται σε όλους τους σταθμούς, τις καφετέριες. Τους ψάχνω, μ’ αρέσουν και ανακαλύπτω πως όχι μόνο έχουν πορεία χρόνων, αλλά και πως το τραγούδι που απολάμβανα στο εξοχικό ήταν δικό τους. Το Snap Out Of It. Κι εγώ είχα μείνει ήδη μια (δισκογραφική) δεκαετία πίσω.

Εδώ και εννιά συναπτά έτη, είμαι χωρίς φόβο και με πολύ πάθος φαν των Arctic Monkeys. Τους ανακάλυψα στην κορύφωσή τους, ωστόσο, φρόντισα να μάθω πολλά πράγματα γι’ αυτούς. Από την αρχή της καριέρας τους το 2002, μέχρι και σήμερα. Τους εκτίμησα, τους αγάπησα. Kατάφεραν με τα κομμάτια τους να μπουν στα σπίτια πολλών. Σε κάθε πάρτυ, σε κάθε μεθύσι, σε κάθε χαρά μα και στενοχώρια. Η δισκογραφία τους αποτελεί ένα ταξίδι και σκοπεύω να σας πάρω μαζί μου σ’ αυτό.

Kατάφεραν με τα κομμάτια τους να μπουν στα σπίτια πολλών. Σε κάθε πάρτυ, σε κάθε μεθύσι, σε κάθε χαρά μα και στενοχώρια

H δεκαετία του ’00 ήταν αυτή που έκανε την alternative rock σκηνή να μεσουρανήσει. Υπήρξε έντονη επιρροή από τις προηγούμενες δεκαετίες, λόγω των μεγάλων ονομάτων που είχαν ανοίξει τον δρόμο (Radiohead, Muse, Gorillaz, κ.ά). Με λίγα λόγια, ‘80s – ‘90s walked, so ‘00s could run. To 2002, λοιπόν, στην περιοχή Sheffield της Μεγάλης Βρετανίας, δημιουργήθηκε ένα συγκρότημα που θα άλλαζε την εναλλακτική σκηνή μια για πάντα. Το όνομα αυτών: Arctic Monkeys. Βασικά τους μέλη είναι οι Alex Turner (frontman), Matt Helders (drums), Jamie Cook (κιθάρα) και Nick OMalley (μπάσο).

Είναι γνωστό (και απολύτως λογικό, αν με ρωτάτε) πως η καριέρα των Arctic Monkeys εκτοξεύτηκε με τον πέμπτο τους δίσκο, ΑΜ. Ωστόσο, το συγκρότημα είχε κάνει σχεδόν από την αρχή θετική εντύπωση στο κοινό του alternative rock μουσικού στερεώματος. Kι επειδή μια αγάπη για τον Quentin Tarantino την έχω, θα αναλύσουμε τον κάθε δίσκο ανά chapters.

Chapter 1: Whatever People Say I Am, That’s What I’m Not (2006)

Η αρχή των πάντων έγινε με το Whatever People Say I Am, That’s What I’m Not. O συγκεκριμένος τίτλος τους εκφράζει στο μέγιστο, αν αναλογιστεί κανείς την ποικιλομορφία στο μουσικό τους ύφος, από την αρχή της καριέρας τους, μέχρι και σήμερα. Ό,τι και να πιστεύει ο κόσμος για τη μουσική τους, εκείνοι θα φροντίσουν να αποδείξουν πως μπορούν να κάνουν και κάτι ακόμα, μακριά από τις στερεοτυπικές προσδοκίες για το ιδίωμα που πρεσβεύουν. Αυτό θα φανεί άλλωστε και 12 χρόνια αργότερα -θα φτάσουμε κι εκεί.

Aν και βρίσκονταν σε πρωτόλειο στάδιο, οι Arctic Monkeys φανέρωναν με το ταλέντο τους και τα μετέπειτα βραβεία τους, πως το μέλλον τους θα είναι λαμπρό

Το 2006, λοιπόν, το βρετανικό συγκρότημα έκανε το ντεμπούτο του με επιτυχίες, όπως το I Bet That You Look Good On The Dancefloor, Mardy Bum και Fake Tales Of San Francisco. Μάλιστα, το Whatever People Say I Am, Thats What Im Not κατάφερε να μπει στο ρεκόρ Guinness, ως το ντεμπούτο με τις ταχύτερες πωλήσεις στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου. Ξεπέρασε το, μέχρι τότε, πρώτο Definitely, Maybe των Oasis.  Aν και βρίσκονταν σε πρωτόλειο στάδιο, οι Arctic Monkeys φανέρωναν με το ταλέντο τους και τα μετέπειτα βραβεία τους, πως το μέλλον τους θα είναι λαμπρό.

Chapter 2: Favorite Worst Nightmare (2007)

Ίσως ο αγαπημένος δίσκος των περισσότερων φανς. To album που περιέχει το πιο όμορφο ερωτικό κομμάτι που θα μπορούσε να γραφτεί από τους Βρετανούς. Το 505. Ο Turner αγαπάει τον κινηματογράφο και φροντίζει να το υπενθυμίζει με κάθε τρόπο στο κοινό. Έτσι, τα πρώτα δευτερόλεπτα του κομματιού είναι παρμένα από μια μελωδία του Ennio Morricone, η οποία αποτέλεσε μέρος της ταινίας The Good, The Bad And The Ugly. Μάλιστα την ακούμε λίγο πριν την έναρξη της τελικής μάχης, με την είσοδο του Angel Eyes.

Το Favorite Worst Nightmare, πέραν του 505 περιέχει το Brianstorm, το οποίο ανοίγει τις συναυλίες στην πλειοψηφία των στάσεων της φετινής τους περιοδείας. Επίσης, η ιστορία του κομματιού όχι μόνο είναι αληθινή αλλά έδωσε και το όνομά του σε μια ανεμοθύελλα που έπληξε την Αγγλία το 2017. Διακρίνεται πιο έντονα η garage rock αισθητική, συγκριτικά με το πρώτο album. Ήταν η αρχή της σταδιακής αλλαγής του μουσικού ύφους των Arctic Monkeys. Highlight του δίσκου αποτελούν με διαφορά τα drums του Matt Helders.

Chapter 3: Humbug (2009)

Humbug. O δίσκος που εντάσσει πιο έντονα το ψυχεδελικό pop στο ύφος του βρετανικού συγκροτήματος. Βασική επιρροή υπήρξε ο Josh Homme, frontman των Queens of the Stone Age. Ουσιαστικά άνοιξε το δρόμο για τους επερχόμενους δίσκους Suck It And See και ΑΜ – κυρίως για τον τελευταίο.

Πολλοί ισχυρίστηκαν πως ήταν ο πιο αδύναμος δίσκος τους, ωστόσο περιείχε επιτυχίες που καθόρισαν το συγκρότημα, όπως το Crying Lightning και το Cornerstone. Το Humbug θα μπορούσε να είναι το album που γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ της παλιάς φάσης και της νέας εποχής των Arctic Monkeys.

Chapter 4: Suck It and See (2011)

Περνώντας στο τέταρτο κατά σειρά album τους, το Suck It And See αποτελεί το μεταίχμιο ανάμεσα στην αισθητική του ψυχεδελικού pop που προηγήθηκε και στην indie rock που θα ερχόταν. Η φράση Suck It And See στα βρετανικά σημαίνει «δώσε μία προσπάθεια». Οι Arctic Monkeys θεωρούν πως είναι ο πιο minimal δίσκος τους και φροντίζουν να το καταστήσουν σαφές από το εξώφυλλο του δίσκου. O Turner είχε δηλώσει μάλιστα πως η γραμματοσειρά κατέληξε να είναι ιδανική μαζί με το υπόλοιπο concept του δίσκου.

Το Suck It And See αποτελεί το μεταίχμιο ανάμεσα στην αισθητική του ψυχεδελικού pop που προηγήθηκε και στην indie rock που θα ερχόταν

Κομμάτια που πλαισιώνουν το Suck It And See είναι τα: Brick By Brick, Shes Thunderstorms, Dont Sit Down, Cause I Moved Your Chair (συμπεριλαμβάνεται και στη setlist της περιοδείας τους), καθώς επίσης και το Piledriver Waltz που αποτελεί το ένα από τα έξι κομμάτια του πρώτου ΕΡ του Turner, με τίτλο Submarine

Chapter 5: AM (2013)

Για το ΑΜ δεν ξέρω αν χρειάζεται να πω πολλά. Είναι ο εμπορικότερος δίσκος, ο πιο πολυπαιγμένος στα media και ο λόγος που ξέρουν πλέον οι πάντες τους Arctic Monkeys. Η σχέση με αυτό το album είναι love it or hate it. Είτε θα τους αγαπήσεις περισσότερο, είτε θα τους μισήσεις παράφορα που έχουν καταντήσει mainstream μέσα στο διάστημα που κυκλοφόρησε ο δίσκος. Ωστόσο, κατάφεραν να αφήσουν ένα πολύ γερό αποτύπωμα στην alternative rock σκηνή κι αυτό είναι κάτι που αναγνωρίζεται από όλους.

Η αισθητική του ΑΜ βγάζει ένα sexiness. Δεν νομίζω πως μπορώ να βρω καλύτερο προσδιορισμό. Ο ερωτισμός που υπάρχει πάνω στον συνδυασμό των riffs της ηλεκτρικής κιθάρας και των drums του Matt Helders, χτυπάει κόκκινο. Από το κλασικό πια Do I Wanna Know, μέχρι το One For The Road και το Knee Socks, βρίσκεις ψήγματα αισθησιασμού.

Οι Arctic Monkeys φαίνεται να επηρεάστηκαν από την Hip Hop και R’n’B σκηνή και καλλιτέχνες όπως η Aaliyah και οι Οutkast. H metal, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, επηρέασε εξίσου το συγκρότημα με τους Black Sabbath να είναι η κύρια πηγή έμπνευσης. Μάλιστα το κομμάτι των Sabbath, War Pigs, αποτελεί το outro του Arabella στις περιοδείες των ΑΜ.

Chapter 6: Tranquility Base Hotel & Casino (2018)

Ο δίσκος που δίχασε τους φανς των Arctic Monkeys, περισσότερο κι από το ποια σχέση του Turner ήταν η καλύτερη (Alexa Chung μόνο). H περίοδος του ΑΜ πέρασε ανεπιστρεπτί και οι Arctic Monkeys φρόντισαν να το κάνουν ξεκάθαρο, με το Tranquility Base Hotel & Casino. Μια ειδική μνεία στον Βρετανό σκηνοθέτη Stanley Kubrick και τη φιλμογραφία του. Από τίτλους κομματιών (One Point Perspective), μέχρι ξεκάθαρες κινηματογραφικές αναφορές σε video clip (Four Out Of Five). Δεν θα έλεγα πως είναι από τους αγαπημένους μου δίσκους, ωστόσο τον εκτίμησα αρκετά με το πέρασμα των χρόνων. Τόσο για την προσπάθεια για μια μουσική στροφή στην πορεία τους, όσο και για τον σεβασμό που έδειξαν στην ανάδειξη του έργου του Kubrick.

To TBH+C ξένισε, όπως προαναφέραμε, γιατί δεν είναι ΑΜ. Είναι πιο «κουλτουριάρικος» δίσκος. Θα παίξει σε wine bars και σε βιβλιοκαφέ. Κι αυτό γιατί έχει ένα βασικό μουσικό όργανο που η απουσία του ήταν αισθητή από την υπόλοιπη δισκογραφία, το πιάνο. Σίγουρα έχει ένα ενδιαφέρον, μα όταν ένας καλλιτέχνης πάει μουσικά από το 0 στο 100, λογικό και επόμενο είναι να μην προσεγγίσει τους πάντες. Κοπανιόσουν με το R U Mine? και φώναζες το Arabella; Τώρα απλά θα πίνεις κρασάκι ακούγοντας το ομώνυμο κομμάτι. Not bad, απλά η ταπεινή μου γνώμη είναι πως ίσως μια ομαλή μετάβαση θα ήταν καλύτερη.

Chapter 7: The Car (2022)

Η ομαλή μετάβαση που ανέφερα στο TBH+C ήρθε με το Τhe Car. Στον έβδομο δίσκο τους, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβριο, βλέπουμε πως διατήρησαν μουσικά – και όχι μόνο-  ιδιώματα του προηγούμενου album. Ωστόσο, ενσωμάτωσαν και στοιχεία από το ΑΜ και γίνεται κάπως αντιληπτό σε κάποια κομμάτια (Hello You).  

Τα timetables των δύο ημερών του Release Athens 2023 με headliners τους Arctic Monkeys

Oι επιρροές του Turner είναι εμφανείς και σε αυτόν τον δίσκο, Όπως είπαμε αγαπάει πολύ τόσο τη μουσική, όσο και τον κινηματογράφο και δεν χάνει την ευκαιρία να προσεγγίσει με σεβασμό τις τέχνες αυτές, H ποικιλομορφία του album κάνει τον δίσκο ακόμα πιο αξιόλογο, με κομμάτια που θα μπορούσαν να είναι soundtrack κάποιας εκ των ταινιών James Bond (Sculptures Of Anything Goes / Big Ideas). Εξίσου χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Body Paint, που ουσιαστικά αποτίει φόρο τιμής στον μοναδικό David Bowie.

Η ομαλή μετάβαση που ανέφερα στο TBH+C ήρθε με το Τhe Car. Στον έβδομο δίσκο τους, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβριο

Ο δίσκος αυτός ξεχειλίζει νοσταλγία. Αν υπήρχε ύμνος γι’ αυτήν, θα ήταν σίγουρα το Thered Better Be A Mirrorball. Το πρώτο single του δίσκου ταξιδεύει τον ακροατή από την πρώτη στιγμή. Τόσο ακουστικά, όσο και οπτικά -η θάλασσα βοηθάει λίγο παραπάνω.

Fun Fact: Η φωτογραφία του δίσκου τραβήχτηκε από τον Matt Helders, χρησιμοποιώντας μια κάμερα Leica M6 και το αμάξι ήταν παρκαρισμένο σε μια ταράτσα ενός parking στο Λος Άντζελες.

Στις 18 και στις 19 Ιουλίου, θα έρθουν για δύο συνεχόμενες βραδιές στην Πλατεία Νερού, μαζί με τους The Hives και τον Willie J Healey. Τους περιμένω τουλάχιστον μία πενταετία, την τελευταία φορά, λόγω ανωτέρας βίας, δεν τους είδα από κοντά. Ανυπομονώ απίστευτα και δεν είμαι η μόνη, αν κρίνω από το sold out της 19ης και την ένταξη της 18ης του μήνα.

Artist: Morrissey

Album: I Am Not a Dog on a Chain

Label: BMG

Release Date: 20/03/2020

Genre: Indie Rock

Share.
Exit mobile version