Conan the Barbarian: Η Κιμμέρια καρδιά της φαντασίας

Οι αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν μια εποχή όπου κυριαρχούσαν blockbusters επιστημονικής φαντασίας όπως το “Star Wars” και τα πρώτα slasher φιλμ τρόμου είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το “Conan the Barbarian” ήρθε ως μια εντελώς διαφορετική πρόταση. Εμφανίστηκε σε μια περίοδο όπου το κοινό ζητούσε εντυπωσιακά εφέ, ήρωες-poster boys και ιστορίες βασισμένες σε γνωστές φόρμουλες. Ωστόσο, η ταινία ακολούθησε έναν πιο σκοτεινό και μυθολογικά φορτισμένο δρόμο, που δεν θύμιζε ούτε τον αισιόδοξο φουτουρισμό του “E.T.” ούτε την προσεγμένη περιπέτεια του “Raiders of the Lost Ark”.

Η σκηνοθεσία του John Milius και το σενάριο του Oliver Stone επανεξέτασαν το υλικό των pulp ιστοριών για ένα νέο κοινό της μεγάλης οθόνης. Το “Conan the Barbarian” χτίστηκε πάνω σε αντιθέσεις. Χρησιμοποίησε μυθολογική βαρύτητα με αισθητική κόμικς, έδειξε σκληρή σωματική βία μέσα από καλλιτεχνική ματιά, και στήριξε την αφήγηση σε μια ερμηνεία του Arnold Schwarzenegger που βασίστηκε περισσότερο στη σιωπή και την παρουσία του, παρά στον λόγο.

Τέσσερις δεκαετίες μετά, η ταινία εξακολουθεί να γεννά συζητήσεις. Όχι επειδή παρερμηνεύτηκε, αλλά επειδή αρνείται να χωρέσει σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Ήταν επικίνδυνα ηρωοκεντρική; “Camp”; Σατιρική ή μυθική; Ή μήπως κατάφερνε να σχολιάζει τον ηρωισμό την ώρα που τον αποθέωνε; Αντί να ξεκαθαρίσει τη θέση της, παραμένει σε μια περιοχή ασάφειας. Και αυτή η ασάφεια είναι τελικά το στοιχείο που της προσδίδει σημασία.

Ο Conan ως σύμβολο ηρωισμού

Όταν ο Schwarzenegger πήρε τον ρόλο του Conan, δεν είχε γίνει ακόμη σταρ του κινηματογράφου. Ήταν, στην καλύτερη περίπτωση ένας bodybuilder με βαριά προφορά. Η επιλογή του θεωρήθηκε ρίσκο, όμως αποδείχτηκε επιτυχής. Όχι για αυτά που έλεγε, αλλά για όσα δεν έλεγε. Ο στωικισμός του Conan δεν προέκυψε από κακή γραφή ή έλλειψη υποκριτικού ταλέντου. Ήταν μια συνειδητή επιλογή. Την ίδια ώρα, ο Clint Eastwood είχε ήδη εδραιώσει ένα παρόμοιο ύφος στις ταινίες του, ενώ ο Stallone με το “Rocky” και το “First Blood” παρουσίαζε ήρωες με συναισθηματικό βάθος πίσω από τη μυϊκή τους δύναμη.

Conan the Barbarian: Η Κιμμέρια καρδιά της φαντασίας

Ο Conan του Schwarzenegger, όμως, έφτασε τη σιωπή σε σχεδόν μυθικό επίπεδο. Δεν ήταν απλώς μέρος της προσωπικότητάς του. Ήταν ο πυρήνας του. Ο ήρωας δεν είχε ανάγκη από εξήγηση· έπαιρνε μορφή μόνο μέσα από τη θέληση. Αυτό τον έκανε να ξεχωρίζει από τους άλλους ήρωες της εποχής. Εκείνοι, παρότι σκληροί, διατηρούσαν συναισθηματική εμπλοκή με την πλοκή. Ο Conan, αντίθετα, κινούνταν έξω από αυτά. Έμοιαζε περισσότερο με σύμβολο παρά με χαρακτήρα. Η δράση του βασιζόταν στο σώμα του. Οι χειρονομίες του λειτουργούσαν σαν διάλογος και η σωματική του παρουσία υποκαθιστούσε κάθε παρελθοντική αφήγηση. Σε μια εποχή όπου οι πρωταγωνιστές ήταν είτε πονηροί αντιήρωες είτε ευγενείς πολεμιστές, ο Conan του Schwarzenegger πρότεινε μια τρίτη εκδοχή. Ήταν μια φυσική θεομηνία.

Η βία και η αισθητική του σκοτεινού φανταστικού

Μέχρι τότε, οι ταινίες του είδους έμοιαζαν συχνά με παιδικά παραμύθια. Ο Milius όμως, μαζί με τον σκηνογράφο Ron Cobb, ανέτρεψαν κάθε προσδοκία. Ο κόσμος τους δεν είχε τίποτα το λαμπερό ή ονειρικό. Ήταν ωμός, βίαιος και γεμάτος σκληρές λεπτομέρειες. Τα γυαλιστερά κράνη και οι καθαρές μονομαχίες ανήκαν στο παρελθόν. Εδώ υπήρχαν λάσπη, σκουριά, αίμα και ιδρώτας. Μια μυθολογία χωρίς σύμβολα ή τελετουργίες· ξεγυμνωμένη, ριγμένη στο χώμα και έτοιμη να δοκιμαστεί στη μάχη.

Ακόμα πιο καθοριστικό ήταν ότι το “Conan the Barbarian” διαμόρφωσε την αισθητική που κυριάρχησε στο dark fantasy για δεκαετίες. Το οπτικό του στίγμα φαίνεται ξεκάθαρα σε ταινίες όπως “The 13th Warrior”, “300” και “The Northman”. Το ίδιο ισχύει και για video games όπως “Dark Souls”, “God of War” και “Skyrim”. Ακόμα και σειρές όπως το “Game of Thrones” δανείστηκαν την ατμόσφαιρά του. Η ταινία έδωσε έμφαση στο φυσικό περιβάλλον, τα πρακτικά εφέ και τη μυθική βία. Έτσι, διαμόρφωσε ένα πρότυπο σκληρής φαντασίας που προτιμούσε το απτό θέαμα από την αφηγηματική γυαλάδα. Δεν πρότεινε τη φαντασία ως μέσο απόδρασης, αλλά ως σύγκρουση με τη θνητότητα, τον πόνο και τα όρια της αντοχής. Εκεί βρίσκεται η ουσία της κληρονομιάς του.

Ο Thulsa Doom και ο φόβος της εξουσίας

Ο Thulsa Doom, όπως τον υποδύεται ο James Earl Jones, δεν είναι απλώς ο κακός της ταινίας. Αντικατοπτρίζει φόβους που κυριαρχούσαν στην αμερικανική κοινωνία των ’80s. Συνδυάζει αρχετυπικά στοιχεία εξουσίας, τόσο από τον θρησκευτικό όσο και από τον πολιτισμικό χώρο. Το χάρισμά του θυμίζει αληθινούς ηγέτες λατρειών, όπως ο Jim Jones. Παράλληλα, αποτυπώνει τον κίνδυνο να παραμεριστεί η προσωπική κρίση όταν κανείς έλκεται από μια χαρισματική μορφή. Ο Thulsa Doom παρουσιάζεται ως φορέας ενός ολοκληρωμένου, αλλά παραπλανητικού συστήματος. Ο Conan, επομένως, δεν αναζητά μόνο εκδίκηση. Αντιστέκεται στην επιρροή. Προστατεύει τη βούλησή του.

Μουσική αφήγηση με την υπογραφή του Βασίλη Πολυδούρη

Η μουσική του “Conan the Barbarian”, σε σύνθεση του Βασίλη Πολυδούρη, είναι εξίσου καθοριστικό με τις εικόνες του. Δεν συνοδεύει απλώς τη δράση, τη χτίζει. Από την εναρκτήρια σκηνή μέχρι τη μάχη στο τέλος, η μουσική κινείται σαν ξεχωριστός αφηγητής. Οι συνθέσεις του Πολυδούρη αντλούν έμπνευση από την όπερα, την αρχαία τραγωδία και τα πολεμικά εμβατήρια, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που θυμίζει τελετουργία. Μελωδίες όπως το “Anvil of Crom” έγιναν σύμβολα του χαρακτήρα. Η μουσική προσδίδει βάρος σε κάθε σιωπή και δίνει ψυχή σε κάθε μάχη. Ο Conan δεν μιλά πολύ, αλλά το soundtrack μιλά στη θέση του. Και αυτός ο διάλογος με τον θεατή παραμένει μοναδικός μέχρι σήμερα.

Η κληρονομιά και το τίμημα του μύθου

Το πιο ριζοσπαστικό στοιχείο του “Conan the Barbarian” είναι ίσως ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται να ακολουθεί τα κλισέ, αλλά τα διαβρώνει εκ των έσω. Ο ήρωας πετυχαίνει την εκδίκησή του, όμως αυτό συνεπάγεται ανεπανόρθωτη προσωπική απώλεια. Νικά στη μάχη, αλλά η νίκη δεν έχει αντίκρισμα. Η εξουσία δεν τον λυτρώνει. Τον απομονώνει. Το φινάλε δεν προσφέρει θρίαμβο. Αφήνει μια σκιά αμφιβολίας. Ο Conan κάθεται σε έναν θρόνο που κέρδισε, χωρίς να τον διεκδικεί πια.

Υπάρχει και η περίπτωση της Valeria (Sandahl Bergman), μιας από τις λίγες ηρωίδες φαντασίας εκείνης της εποχής που δεν περιορίζεται σε ρομαντικό ρόλο. Είναι πολεμίστρια και, σε πολλά σημεία, δείχνει περισσότερη συναισθηματική ωριμότητα από τον ίδιο τον Conan. Ο θάνατός της δεν λειτουργεί ως τυπική απώλεια. Σηματοδοτεί μια στροφή στην πλοκή. Από εκείνο το σημείο, η πορεία του Conan γίνεται πιο σκληρή. Όχι σε δύναμη, αλλά σε αποξένωση. Το τίμημα της εκδίκησης γίνεται, πια, ξεκάθαρο.

Ο ήρωας που άλλαξε το σινεμά δράσης

Είναι εύκολο να πει κανείς πως το “Conan the Barbarian” έκανε τον Schwarzenegger σταρ. Τον καθόρισε όμως και με τρόπο που σημάδεψε ολόκληρο το σινεμά των ’80s. Από εκεί και μετά, οι ήρωες δράσης έμοιαζαν όλο και περισσότερο με το ίδιο πρότυπο: σιωπηλοί, βίαιοι, αποτελεσματικοί και συναισθηματικά κλειστοί. Ο Sylvester Stallone έγραψε το “Rocky”, αλλά ο Schwarzenegger διαμόρφωσε τον μοντέρνο action πρωταγωνιστή. Λιγότερες ατάκες, περισσότερες ουλές.

Οι μεταγενέστερες ταινίες του χρησιμοποίησαν αυτό το πρότυπο με διαφορετικούς τρόπους. Το “The Terminator” τον παρουσίασε ως κυριολεκτική μηχανή. Το “Predator” τον έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με τη φύση. Τα “Twins” και “Kindergarten Cop” σατίρισαν τον ίδιο τον μύθο του Schwarzenegger. Ωστόσο, η βάση παρέμεινε πάντα o Conan. Χωρίς αυτό, το είδος της δράσης όπως το ξέρουμε σήμερα δεν θα υπήρχε. Θα έλειπε εκείνο το σημείο όπου τα μούσκουλα συναντούν τον μύθο.

Το “Conan the Barbarian” ξεκίνησε ένα κύμα ταινιών sword and sorcery, αν και οι περισσότερες δεν είχαν τη συνοχή ή τη φιλοδοξία του. Τίτλοι όπως “Krull”, “The Beastmaster” και “Ladyhawke” δανείστηκαν την αισθητική, χωρίς όμως να μεταφέρουν το ίδιο βάθος. Ακόμα και η επίσημη συνέχεια, το “Conan the Destroyer” δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε να κερδίσει μεγαλύτερο κοινό, αλλά έχασε τη σκληρότητα που έδινε στο πρωτότυπο τη δύναμή του. Αυτό που έλειπε από τις «απομιμήσεις» ήταν κάτι βασικό: ο Conan δεν προσπαθούσε να δείξει κουλ. Δεν συμμετείχε σε κανένα αστείο. Ήταν απόλυτα σοβαρός — ίσως υπερβολικά — αλλά αυτή η ειλικρίνεια του έδινε δύναμη.

Μύθος χωρίς εξήγηση, τέλος χωρίς κάθαρση

Αυτό που μένει ξεκάθαρο είναι ότι το “Conan the Barbarian” επιτρέπει πολλαπλές αναγνώσεις, κάτι που σπάνια συναντάμε σε ταινίες του είδους. Κοινό από διαφορετικές εποχές έχει δώσει στη συγκεκριμένη ιστορία εντελώς διαφορετικό νόημα. Για κάποιους, είναι ένας ύμνος στη δύναμη της θέλησης. Για άλλους, μια αφήγηση για την απομόνωση που φέρνει η υπερβολική ισχύς. Ερευνητές έχουν αναλύσει τη μυθική της δομή, συγκρίνοντάς την με το “ταξίδι του ήρωα” του Joseph Campbell. Αυτή η ποικιλία ερμηνειών δεν προκύπτει από ασάφεια. Αντίθετα, δείχνει μια αφήγηση που μένει ανοιχτή σε ερμηνείες. Έτσι, η ταινία λειτουργεί σαν καθρέφτης. Δεν προσπαθεί να εξηγήσει τον εαυτό της. Αφήνει τον θεατή να το κάνει. Κι αυτό, τελικά, είναι δύναμή της.

Υπάρχει μια σκηνή προς το τέλος της ταινίας όπου ο Conan προσεύχεται. Όχι για να σωθεί, αλλά για να ακουστεί. Η στιγμή θυμίζει ανάλογες σκηνές σε άλλες μυθικές ιστορίες. Όπως τη σιωπηλή έκκληση του Maximus στους προγόνους του στο “Gladiator”. Ή τη μοναχική σύγκρουση του Aragorn με την καταγωγή του στο “The Lord of the Rings:. Όμως, η προσευχή του Conan δεν έχει ούτε ελπίδα ούτε δέος. Είναι πρόκληση. Όχι ικεσία.

Τα λόγια του προς τον Crom έχουν τον ίδιο τόνο που βλέπουμε στον Roy Batty στο “Blade Runner”. Δεν απευθύνεται στους θεούς με ταπεινότητα, αλλά με οργή. Ο Conan του Schwarzenegger δεν γονατίζει. Στέκεται. Και απαιτεί να τον προσέξουν, έστω κι από ένα σύμπαν που τον αγνοεί. «Και αν δεν με ακούσεις, τότε άντε στο διάολο», λέει. Ίσως το λέει στον Crom. Ίσως το λέει σε εμάς. Αυτή η σκηνή συνοψίζει ολόκληρη την ταινία. Είναι στιγμές σαν αυτή που την κάνουν προκλητική, αυτάρκη και εντελώς αδιάφορη για την έγκριση των άλλων.

Το “Conan the Barbarian” δεν ήταν τέλειο. Ήταν ατημέλητο, γεμάτο αντιφάσεις και, κάποιες φορές, ασύνδετο. Όμως, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της γλώσσας της κινηματογραφικής φαντασίας. Δοκίμασε τα όρια της δράσης. Και μας έδωσε έναν ήρωα που δεν απλώς κούνησε ένα σπαθί, αλλά σήκωσε το βάρος του μύθου με τα δυο του χέρια. Παρά τη βία του, το “Conan the Barbarian” είναι μια ταινία για το τίμημα της επιβίωσης. Όχι σε χρήματα ή σώματα, αλλά σε ταυτότητα. Κι αυτό είναι που τον ξεχωρίζει από τις μιμήσεις: γνώριζε πως για να γίνεις θρύλος, πρέπει να χάσεις ένα κομμάτι του εαυτού σου στην πορεία.

Artist: Morrissey

Album: I Am Not a Dog on a Chain

Label: BMG

Release Date: 20/03/2020

Genre: Indie Rock

Movie: Conan the Barbarian

Duration: 129′

Year: 1982

Genre: Adventure, Fantasy, Sword & Sorcery, 

Director: John Milius

Arnold Schwarzenegger, James Earl Jones, Sandahl Bergman, Ben Davidson, Cassandra Gaviola, Gerry Lopez, Mako, Valerie Quennessen, William Smith, Max von Sydow

Share.
Exit mobile version