Όταν οι Iron Maiden μπήκαν στα Kingsway Studios του Λονδίνου τον Ιανουάριο του 1980, δεν θεωρούνταν το μέλλον του heavy metal. Ήταν πέντε παιδιά της εργατικής τάξης του Λονδίνο, με περιορισμένο χρόνο ηχογράφησης, έναν αδιάφορο παραγωγό και μια DIY μασκότ φτιαγμένη από χαρτί. Το ομώνυμο ντεμπούτο του συγκροτήματος κυκλοφόρησε τρεις μήνες αργότερα, στις 14 Απριλίου, και δεν εγκαινίασε απλώς μια καριέρα. Αντιθέτως, γκρέμισε τα θεμέλια του πώς φαινόταν, ακουγόταν και συμπεριφερόταν η σκληρή μουσική.
Και κανείς δεν εξεπλάγη περισσότερο από τους ίδιους. Ο Steve Harris, τότε μόλις 23 ετών, είχε σχηματίσει το συγκρότημα ανήμερα Χριστουγέννων του 1975. Οι Iron Maiden δεν έγιναν επιτυχία από τη μια στιγμή στην άλλη· ήταν μάλλον βετεράνοι κάθε μουσικής τρύπας στο Λονδίνο μέχρι να τους υπογράψει η EMI, βασιζόμενη στη δυναμική του “The Soundhouse Tapes”. Ποια ήταν η ανταμοιβή τους; Δεκατρείς ημέρες για να ολοκληρώσουν ένα άλμπουμ!

«Ξέραμε ότι αυτό που είχαμε ήταν μοναδικό σε σχέση με κάθε άλλη μπάντα εκείνης της εποχής», θα έλεγε αργότερα ο Paul Di’Anno. Μοναδικό, ναι· γυαλισμένο, όχι και τόσο. Η εταιρεία είχε κλείσει τον Will Malone για την παραγωγή, όμως κανείς από το συγκρότημα δεν φαίνεται να θυμάται πώς ή γιατί. Ο Malone, που είχε περισσότερη εμπειρία με ορχηστρικές ενορχηστρώσεις παρά με σκληρό ήχο, περνούσε το μεγαλύτερο μέρος των ηχογραφήσεων διαβάζοντας Country Life και καπνίζοντας πούρα. «Δεν έκανε τίποτα άλλο», θυμάται χαρακτηριστικά ο Harris.
Χωρίς καμία ουσιαστική καθοδήγηση από τον Malone, η μπάντα βασίστηκε στο ένστικτο της. Ο ηχολήπτης Martin Levan, με εμπειρία κυρίως σε κλασικές ηχογραφήσεις και όχι σε heavy metal, βρέθηκε αντιμέτωπος με μια πραγματική δοκιμασία. Τους βοήθησε να προσανατολιστούν στις τοποθετήσεις μικροφώνων και στις αποφάσεις μίξης, καθώς το συγκρότημα έπαιζε μέχρι εξάντλησης. Ήταν ωμό. Ήταν χαοτικό. Όμως αυτό ακριβώς ήταν το ζητούμενο· αποτύπωνε την ίδια ενέργεια που εξαπέλυαν κάθε βράδυ στη σκηνή.
Το ντεμπούτο των Iron Maiden ήταν ένα κράμα από punk αγριότητα, prog μυαλό και καμία υποταγή στους κανόνες κανενός
Δεν ηχογράφησαν απλώς το άλμπουμ· το συναρμολόγησαν σαν πανκ φανζίν με power chords. Το ντεμπούτο των Iron Maiden δεν συστήθηκε με λεπτότητα. Από τη στιγμή που το “Prowler” ξεκινά με ένα στακάτο riff είναι σαφές πως αυτή η μπάντα δεν ήρθε για να υποταχθεί στους κανόνες. Παρά τη γενική περιφρόνηση του Harris προς το punk, η επιθετικότητα του είδους διαπερνά σχεδόν κάθε κομμάτι. Ο Di’Anno, με το skinhead-punk μειδίαμά του και την άρνησή του να ντυθεί σαν τυπικός metal τραγουδιστής, έδωσε στα τραγούδια αίσθηση απειλής δρόμου.
Το “Running Free” καθιερώθηκε ως το πιο επαναστατικό κομμάτι του άλμπουμ· ένας ύμνος για το ότι είσαι απένταρος, τσαντισμένος και περήφανος γι’ αυτό. Ο Di’Anno υποστηρίζει ότι δεν είχε καμία σχέση με κάποιο υποτιθέμενο skinhead παρελθόν. «Όλα αυτά είναι μ@λακίες», είπε αργότερα. «Αλλά είναι ένα επαναστατικό τραγούδι, έτσι δεν είναι; Είναι “άντε γ@μήσου, δεν θα κάνω αυτό που θες”».
Ωστόσο, το άλμπουμ δεν βασιζόταν μόνο στην αντίδραση. Οι progressive επιρροές του Harris αναδύονται στο “Phantom of the Opera”, μια πολυμερής σύνθεση που προηγήθηκε της εμμονής του metal με τα λογοτεχνικά έπη. Το τραγούδι χτίζεται σε στρώματα: απόκοσμες μελωδίες, καλπάζοντες ρυθμοί και συνεχείς αλλαγές τέμπο. Κομμάτια όπως τα “Strange World” και “Remember Tomorrow” δείχνουν αυτοσυγκράτηση και ευαισθησία, ενώ το “Transylvania” υπάρχει καθαρά για να αναδείξει τις μουσικές ικανότητες της μπάντας. Αν το ντεμπούτο των Iron Maiden έχει μια δήλωση, τότε είναι αυτή: punk αγριότητα, prog μυαλό και καμία υποταγή στους κανόνες κανενός.
Η μουσική δεν ήταν η μόνη δήλωση που έκαναν οι Maiden. Το εξώφυλλο του ντεμπούτου τους σύστησε στον κόσμο τον Eddie –κάτω από μια λάμπα δρόμου– ο οποίος θα γινόταν η πιο αναγνωρίσιμη μασκότ του metal. Ο καλλιτέχνης Derek Riggs, άνεργος ζωγράφος με εμμονή στον Lovecraft και την παρακμή του Λονδίνου, δημιούργησε την αρχική εικόνα που απορρίφθηκε από όλα τα καλλιτεχνικά γραφεία.
Το κεφάλι του Eddie ήταν εφοδιασμένο με σωλήνες ενυδρείου για να εκτοξεύει ψεύτικο αίμα στο φινάλε του “Iron Maiden”
Ο Riggs δεν είχε ιδέα ότι δημιουργούσε το πιο διαχρονικό είδωλο του metal. Η έμπνευσή του προήλθε από φεγγαρόφωτους περιπάτους στο Finsbury Park, όπου η αντίθεση των κίτρινων φανών του δρόμου και του απόκοσμου μπλε φωτός του φεγγαριού σημάδεψε το μυαλό του. Ο Eddie ήταν καθρέφτης της εποχής: εν μέρει καρτούν, εν μέρει πτώμα, εν μέρει διαμαρτυρία. Οι Iron Maiden δεν έβαλαν απλώς έναν σκελετό στο εξώφυλλο· ξεκίνησαν μια οπτική μυθολογία που εξελισσόταν με κάθε άλμπουμ.
Ο μάνατζερ Rod Smallwood είδε τον πίνακα, “Electric Matthew Says Hello”, ζήτησε από τον Riggs να του προσθέσει «περισσότερα μαλλιά» και η ιστορία σφραγίστηκε. Ο Eddie απέκτησε ένα mullet, και το συγκρότημα απέκτησε ένα πρόσωπο που θα στοίχειωνε μπλουζάκια, αφίσες περιοδειών και εφηβικά υπνοδωμάτια για δεκαετίες. Κατά τη διάρκεια των ζωντανών εμφανίσεων, το κεφάλι του Eddie ήταν εφοδιασμένο με σωλήνες ενυδρείου για να εκτοξεύει ψεύτικο αίμα στο φινάλε του “Iron Maiden”. Το κοινό το λάτρευε. Αντίθετα, το τότε κατεστημένο δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί.

Μέχρι τις αρχές του 1980, η ενέργεια των Iron Maiden είχε αρχίσει να τραβά την προσοχή του mainstream. Όταν η μπάντα εξασφάλισε μια θέση στο “Top of the Pops”, τους ζήτησαν να παίξουν playback το “Running Free” – όπως όριζε το καθιερωμένο πρωτόκολλο. Όμως αρνήθηκαν. Αντ’ αυτού, έπαιξαν ζωντανά, περιτριγυρισμένοι από μπερδεμένους οπαδούς της ποπ που δεν ήξεραν πώς να λικνιστούν στους δίδυμους κιθαριστικούς ρυθμούς.
Ήταν η πρώτη φορά που μια metal μπάντα επέμενε να παίξει ζωντανά στο σόου. Οι παραγωγοί του BBC πανικοβλήθηκαν, καθώς δεν ήξεραν πώς να ρυθμίσουν σωστά το μικρόφωνο του συγκροτήματος. Η εμφάνιση ήταν εκρηκτική, αμήχανη και εντελώς αξέχαστη. Οι τηλεθεατές, που συντονίστηκαν περιμένοντας μια ντίσκο φιλική προς τα charts, δέχτηκαν το “Running Free” στην πιο άγρια μορφή του. Οι Maiden κατέλαβαν έναν mainstream θεσμό και τον έκαναν δικό τους για τρία λεπτά.
Το ντεμπούτο των Iron Maiden ακούγεται σαν μια μπάντα που μαθαίνει να βρυχάται σε πραγματικό χρόνο
Ενώ η μουσική ήταν ενιαία, η μπάντα δεν ήταν. Οι punk επιρροές και η συμπεριφορά του Di’Anno άρχισαν να φθείρουν τις ισορροπίες. Ένα βράδυ φόρεσε ένα καπέλο με χοιρινή πίτα στη σκηνή, μόνο και μόνο για να ενοχλήσει τον Harris. Είχε βαρεθεί τα μεγάλα σόλο και τον ελιτισμό του metal. «Συνήθιζα να απολαμβάνω να εκνευρίζω τον Steve και το κοινό», παραδέχτηκε. Οι εντάσεις κλιμακώθηκαν όταν ο Di’Anno προσπάθησε να παραλείψει μια συναυλία λόγω πονόλαιμου. Ο Harris πήρε τη θέση του και τραγούδησε ο ίδιος. Ο Di’Anno παρακολουθούσε από τα παρασκήνια, εξαγριωμένος.
Μέχρι τη στιγμή που η μπάντα άρχισε να δουλεύει πάνω στο “Killers”, ήταν σαφές ότι ο Di’Anno δεν θα έμενε για πολύ ακόμα. Ο Dennis Stratton επίσης αντικαταστάθηκε – εν μέρει λόγω της αγάπης του για συγκροτήματα όπως οι Eagles και της προτίμησής του να περνά χρόνο με το road crew. Τη θέση του πήρε ο Adrian Smith, η αρχική τους επιλογή για κιθαρίστας, και μέχρι το 1981 είχε προσχωρήσει ο Bruce Dickinson, εκτοξεύοντας τους Iron Maiden στην αρένα.
Παρόλα αυτά, ο Di’Anno και ο Stratton αναπολούν το άλμπουμ με υπερηφάνεια. «Αυτά τα δύο άλμπουμ ήταν καθοριστικά», θα έλεγε αργότερα ο Di’Anno. «Όταν γνώρισα τους Metallica, Pantera, Sepultura, μου είπαν ότι αυτοί οι δίσκοι τούς ώθησαν να ασχοληθούν με τη μουσική».
Ναι, η παραγωγή είναι τραχιά. Ναι, δεν έχει το γυάλισμα των μεταγενέστερων δίσκων. Όμως, το ντεμπούτο των Iron Maiden αντέχει λόγω των ατελειών του. Ακούγεται σαν αυτό που είναι: μια μπάντα που μαθαίνει να βρυχάται σε πραγματικό χρόνο. Ο υβριδισμός punk-metal, οι proto-prog δομές τραγουδιών και η αφιλτράριστη αγωνία συγκλίνουν σε μια τέλεια καταιγίδα νεανικής δημιουργίας.
Εκ των υστέρων, το “Iron Maiden” είναι ένα προσχέδιο επαναστατικότητας μεταμφιεσμένο σε heavy metal δίσκο
Ακόμα και σήμερα, περισσότερα από 40 χρόνια μετά, το άλμπουμ παπραμένιο ζωντανό. Μετά τον θάνατο του Di’Anno, οι οπαδοί επέστρεψαν στο άλμπουμ όχι μόνο από νοσταλγία αλλά και από ευλάβεια. Εισήλθε ξανά στα UK Rock & Metal Charts και ανέβηκε στο Official Downloads Chart – ένα κατόρθωμα σχεδόν ανήκουστο για έναν δίσκο 43 ετών. Για μια γενιά που δεν είδε ποτέ τους Maiden σε κάποιο κλαμπ, ήταν μια εκ νέου ανακάλυψη κάτι αρχέγονου: μιας μπάντας πριν από τις αρένες, πριν από το αεροπλάνο, πριν από τη μυθολογία – τότε που η μουσική ήταν το μόνο που είχαν.
Εκ των υστέρων, το “Iron Maiden” δεν είναι απλώς ένα πρώτο άλμπουμ. Είναι ένα προσχέδιο επαναστατικότητας μεταμφιεσμένο σε ροκ δίσκο. Γι’ αυτό έχει ακόμα σημασία. Όχι επειδή είναι τέλειο – αλλά επειδή ποτέ δεν ήθελε να γίνει τέτοιο. Όπως δεν ήθελε να είναι απαρχή μίας τεράστιας αλλαγής στη μουσική. Αλλά είναι.