Η 1η Ιουλίου 1974 δεν προμήνυε τίποτα ιδιαίτερο. Στη Νέα Υόρκη, προβλήθηκε για πρώτη φορά μια μικρή ταινία τρόμου που έμοιαζε με πείραμα. Κανείς δεν είχε ακούσει τον τίτλο της. Δεν υπήρχε αστέρι στο καστ. Οι ηθοποιοί ήταν άγνωστοι. Ο σκηνοθέτης, ένας εικοσιεννιάχρονος από το Τέξας. Το κοινό βγήκε από την αίθουσα τρομοκρατημένο. Δεν ήξερε αν είχε δει ταινία ή κάποιο είδος ντοκιμαντέρ του τρόμου. Έτσι ξεκίνησε ο μύθος του Texas Chainsaw Massacre.
Θεωρείται μία από τις πιο αιματηρές παραγωγές όλων των εποχών. Και όμως, σχεδόν δεν έχει αίμα.
Η πλοκή είναι εξαιρετικά λιτή. Μια ομάδα νεαρών ταξιδεύει μέσα στο Τέξας. Στο δρόμο, κάνουν το λάθος να σταματήσουν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Εκεί θα έρθουν αντιμέτωποι με μια οικογένεια φονιάδων, της οποίας αρχηγός είναι ο Leatherface, ένας γιγαντόσωμος άνδρας που φοράει ανθρώπινο δέρμα στο πρόσωπο και κυνηγά τα θύματά του με αλυσοπρίονο. Η ταινία ακολουθεί την πορεία τους μέσα στον τρόμο, χωρίς ηθική ή αφηγηματική παρηγοριά, μέχρι να απομείνει μόνο μία.
Η ιστορία του The Texas Chainsaw Massacre αντλεί έμπνευση από την αρρωστημένη φιγούρα του Ed Gein, ενός δολοφόνου που συνελήφθη το 1957 στο Ουισκόνσιν. Ο Gein δεν ήταν κατά συρροή δολοφόνος, αλλά είχε προκαλέσει φρίκη επειδή κατασκεύαζε μάσκες, ρούχα και έπιπλα από ανθρώπινο δέρμα. Ο Tobe Hooper εμπνεύστηκε από αυτή τη διαστροφή, μεταφέροντας την αισθητικά στο χαρακτήρα του Leatherface και το φρικιαστικό του νοικοκυριό. Η πρόθεση δεν ήταν η ιστορική ακρίβεια, αλλά η αίσθηση ενός ρεαλιστικού, σχεδόν ντοκιμαντερίστικου εφιάλτη που θα μπορούσε να έχει συμβεί κάπου, κάποτε.

Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της ταινίας είναι η φήμη της. Θεωρείται μία από τις πιο αιματηρές παραγωγές όλων των εποχών. Και όμως, σχεδόν δεν έχει αίμα. Ο Hooper, σε μια προσπάθεια να περάσει την ταινία με χαμηλότερη λογοκρισία, απέφυγε τα gore πλάνα. Το μυαλό του θεατή κάνει τη δουλειά. Ό,τι τρομάζει, συμβαίνει εκτός κάδρου. Ή στη σκιά. Αυτή η απουσία, αντί να αποδυναμώσει την ένταση, την ενίσχυσε. Οι θεατές ένιωθαν ότι παρακολουθούσαν κάτι απαγορευμένο. Το σασπένς δεν ερχόταν από την αποκάλυψη, αλλά από την αναμονή. Και όταν ερχόταν, δεν έδινε λύτρωση.
Δεν υπάρχει μελωδία, ούτε ρυθμός. Υπάρχουν μόνο ήχοι: μετάλλου, ζώων, κραυγών.
Το φιλμ, τραβηγμένο με 16mm, έχει υφή σχεδόν νοσηρή. Η φωτογραφία είναι καμένη, γεμάτη κόκκους, σκοτεινές σκιές και ιδρώτα. Το τελικό αποτέλεσμα δεν μοιάζει με σκηνοθετημένο έργο. Μοιάζει με υλικό που βρέθηκε κάπου ξεχασμένο. Σαν κάποιος να ανακάλυψε κασέτες από ένα χαμένο έγκλημα. Η κάμερα δεν λειτουργεί ως παρατηρητής. Εισχωρεί. Τρέμει. Κλείνει τις αποστάσεις. Δημιουργεί δυσφορία. Ο θεατής δεν νιώθει ασφαλής. Και αυτό ήταν επιλογή.
Η ταινία δεν έχει παραδοσιακό soundtrack. Δεν υπάρχει μελωδία, ούτε ρυθμός. Υπάρχουν μόνο ήχοι: μετάλλου, ζώων, κραυγών. Η σιωπή, όταν εμφανίζεται, είναι απειλητική. Δεν ηρεμεί. Προειδοποιεί. Αυτή η επιλογή αφαιρεί από τον θεατή την αίσθηση ότι βλέπει “ταινία”. Τον ρίχνει σε μια κατάσταση όπου όλα μοιάζουν ωμά. Χωρίς δομή. Χωρίς λύση.
Ο Leatherface δεν μιλά. Δεν σκέφτεται. Δεν έχει προσωπικότητα. Είναι σώμα. Μάσκα. Δεν είναι τέρας. Είναι άνθρωπος χωρίς πρόσωπο. Ή μάλλον, με πολλά πρόσωπα. Ο Hooper, δεν ήθελε να δείξει απλώς έναν ψυχάκια. Ήθελε να μιλήσει για κάτι ευρύτερο: για τον μεταπολεμικό τρόμο της αγροτικής Αμερικής. Για τις οικογένειες που κατέρρευσαν, τους εργάτες που έμειναν πίσω, την παρακμή της αμερικανικής υπαίθρου. Η οικογένεια του Leatherface δεν είναι απλώς φονιάδες. Είναι κατάλοιπα ενός χαμένου κόσμου. Τρώνε ό,τι βρουν. Κρατούν αρχαία έπιπλα. Δεν έχουν ρεύμα. Η βία δεν είναι πράξη· είναι τρόπος επιβίωσης.
Η ταινία έγινε cult, όχι μέσω μάρκετινγκ, αλλά στόμα με στόμα.
Τα γυρίσματα κράτησαν λίγες εβδομάδες. Έγιναν σε αφόρητες θερμοκρασίες στο Τέξας. Οι ηθοποιοί φορούσαν τα ίδια ρούχα κάθε μέρα. Δεν υπήρχε κλιματισμός. Τα ζώα, το αίμα, τα κόκαλα που χρησιμοποιήθηκαν, ήταν αληθινά. Η μυρωδιά στα γυρίσματα ήταν ανυπόφορη. Ο Gunnar Hansen, που υποδύθηκε τον Leatherface, κινδύνεψε αρκετές φορές. Το αλυσοπρίονο δεν ήταν ψεύτικο. Οι σκηνές κυνηγητού γυρίστηκαν με πραγματικό φόβο. Δεν υπήρχαν stunt doubles. Η Teri McMinn, που κρεμιέται στο γάντζο, έμεινε σε εκείνη τη θέση επί ώρες. Ο Tobe Hooper ήθελε ρεαλισμό. Και τον πήρε με κάθε κόστος.
Η ταινία απαγορεύτηκε σε πολλές χώρες. Στη Μεγάλη Βρετανία, δεν προβλήθηκε για δεκαετίες. Οι φήμες φούντωναν. “Είναι snuff film”, έλεγαν. “Σκοτώθηκαν πραγματικά άτομα”. Οι φήμες δεν διαψεύστηκαν εύκολα. Ο ίδιος ο Hooper δεν τις ενίσχυσε, αλλά ούτε τις κατέστειλε. Αυτή η θολή περιοχή μεταξύ φαντασίας και ντοκουμέντου ενίσχυσε τον θρύλο. Η ταινία έγινε cult, όχι μέσω μάρκετινγκ, αλλά στόμα με στόμα. Πέρασε από VHS σε bootlegs. Κάθε νέα γενιά την ανακάλυπτε με τον δικό της τρόμο.
Πριν το Texas Chainsaw, ο τρόμος είχε στοιχεία θεάματος. Υπήρχαν τέρατα, υπερφυσικές δυνάμεις, gothic σκηνικά. Η ταινία του Hooper έφερε τη βία στο τώρα, στο εδώ. Δεν υπήρχε μαγεία. Υπήρχε σήψη, φτώχεια, υπερένταση. Το αποτέλεσμα άλλαξε τα δεδομένα. Το “Halloween” ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα. Ακολούθησαν τα “Friday the 13th”, “Nightmare on Elm Street” και τόσα άλλα. Αλλά κανένα δεν είχε αυτή την πρωτογενή ωμότητα.
Η Sally Hardesty, το “τελευταίο κορίτσι” της ταινίας, δεν μοιάζει με άλλες ηρωίδες τρόμου. Δεν θριαμβεύει. Δεν επιβιώνει με σχέδιο. Επιβιώνει τυχαία. Τρέχει, ουρλιάζει, καταρρέει. Και τελικά, γλιτώνει όχι επειδή είναι δυνατή, αλλά επειδή ήταν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Η τελική της κραυγή δεν θυμίζει νίκη. Θυμίζει ψυχωτικό σπάσιμο. Η ταινία τελειώνει χωρίς κάθαρση. Ο θεατής δεν ξεσπά. Φεύγει μουδιασμένος. Και αυτό είναι το πιο τρομακτικό.
Το Texas Chainsaw Massacre παραμένει τρομακτικό, γιατί παραμένει αληθινό.
Ο Leatherface έγινε εμβληματικός κακός. Όμως δεν εντάσσεται εύκολα σε λίστες. Δεν έχει ατάκες. Δεν έχει μοτίβα. Είναι απρόβλεπτος. Δεν υπάρχει μοτίβο. Δεν υπάρχει “why”. Η ταινία επηρέασε μουσική, τέχνη, λογοτεχνία. Οι White Zombie, οι Slipknot και δεκάδες horrorcore συγκροτήματα ανέφεραν την ταινία ως έμπνευση. Ο Gaspar Noé, ο Lars von Trier, ακόμα και ο David Lynch μίλησαν για τον εφιάλτη της.
Το Texas Chainsaw Massacre παραμένει τρομακτικό, γιατί παραμένει αληθινό. Η κάμερα τρέμει όπως το στομάχι μας. Η σκόνη κολλά στα ρούχα μας. Η αλυσίδα ακούγεται σαν να είναι δίπλα στο αυτί μας. Και πάνω απ’ όλα, τίποτα δεν είναι ασφαλές. Το Texas Chainsaw Massacre δεν ήταν απλώς μια low-budget ταινία τρόμου. Ήταν ψυχική επίθεση. Μία υπενθύμιση πως ο τρόμος δεν χρειάζεται τέρατα για να υπάρξει. Μπορεί να φορά πρόσωπο από δέρμα. Μπορεί να έχει τη φωνή ενός εργαλείου. Μπορεί να σε περιμένει στην εξοχή. Και μόλις σβήσουν τα φώτα, θα έρθει να σε βρει.