Ο Damien Chazelle είναι από αυτές τις περιπτώσεις auteur που έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια στο Hollywood. Θα τον συνέκρινα με τον Robert Eggers, παρόλο που κάνουν εντελώς διαφορετικές ταινίες για διαφορετικά κοινά αλλά ταιριάζουν οι πορείες τους. Λίγες ταινίες, με αρκετές επιτυχίες και σκάσανε σαν βόμβα στα πρώτα τους σημαντικά βήματα.
Με το Whiplash μας έκανε όλους να δώσουμε την προσοχή μας, καθώς η ταινία κέρδισε τρία Όσκαρ αλλά ήταν και υποψήφια γι’ αυτό της Καλύτερης Ταινίας και Σεναρίου. Εκτόξευσε και την καριέρα του πρωταγωνιστή της Miles Teller.
Στην επόμενη του προσπάθεια, La La Land, κερδίζει το Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας με ένα γράμμα αγάπης προς την καλλιτεχνική σκηνή του Los Angeles κι έφτασε πολύ κοντά στο να κερδίσει κι αυτό της Καλύτερης ταινίας, αν θυμάστε την «πατάτα» με τον φάκελο στην τελετή.
Συνεχίζει με το First Man για τη ζωή του Neil Armstrong, το οποίο δεν έγραψε ο ίδιος και δεν είχε τόση επιτυχία αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έπεσε το σκηνοθετικό του επίπεδο. Φτάνουμε λοιπόν στο τελευταίο του πόνημα, το Babylon. Εδώ μας ταξιδεύει στην ασυδοσία του πρώιμου, βωβού ακόμα Hollywood κι αποτελεί με έναν τρόπο την αντίστροφη στην ζαχαρένια πατίνα του La La Land. Με έναν άλλον τρόπο, κουβαλάνε αρκετές ομοιότητες στην καρδιά τους.
Σύντομα θα «κρασάρει» το πάρτι η Nellie LaRoy (Margot Robbie) μια άσημη αλλά πανέμορφη κι όπως θα αποδειχθεί, θεότρελη κοπέλα με μεγάλα όνειρα. Αφού την βοηθήσει να περάσει το προσωπικό ασφαλείας της βίλλας, θα της δείξει το δωμάτιο των ναρκωτικών, οπού θα μοιραστούν μια γερή δόση κοκαΐνης αλλά και τα όνειρα τους. Να είναι μέρος της κινηματογραφικής βιομηχανίας και μέσα σ’ αυτή να κάνουν σπουδαία πράγματα.
Βλέποντας τον Brad Pitt, την Margot Robbie και τον Diego Calva στην πρώτη σκηνή, τρόπον τινά, έχεις δει όλο το Babylon
Αυτό θα το καταφέρουν γρηγορότερα απ’ όσο περιμένουν, ευλογία και κατάρα μαζί. Στο πάρτι παρευρίσκεται και ο Jack Conrad (Brad Pitt), ο μεγαλύτερος αστέρας της εποχής που θα δώσει και στον Manny την πρώτη του ευκαιρία, ακριβώς την επόμενη μέρα, αφού ο δεύτερος θα τον οδηγήσει επειδή μέθυσε στο σπίτι του.
Η Nellie θα έχει την ίδια μέρα τη δική της ευκαιρία ως αντικαταστάτρια μιας ηθοποιού που βρέθηκε στο νοσοκομείο. Το πρώτο από τα αρκετά θύματα της βιομηχανίας που θα δούμε στην ταινία. Σ’ αυτή την εναρκτήρια σεκάνς ανθολογίας (όπως κι οι περισσότερες που θα ακολουθήσουν) θα γνωρίσουμε και τους υπόλοιπους βασικούς χαρακτήρες μας.
Για το πρώτο μισό της ταινίας, η δομή της ακολουθεί μια λογική που θυμίζει μικρού μήκους ταινίες δομημένες γύρω από κάποιο επικό set-piece. Με ασταμάτητο ρυθμό και πολύ ακραία συμβάντα. Έτσι, έχουμε τους χαρακτήρες να τρέχουν σαν κοτόπουλα χωρίς κεφάλι για να υπηρετήσουν το θέαμα.
Είναι ένα σταθερό μοτίβο, είτε μας δείχνει γύρισμα, είτε πάρτι, είτε παίρνει και καμιά μικρή ανάσα ανάμεσα τους με άλματα στον χρόνο.
Όλες αυτές οι σεκάνς καταλήγουν σε κάποιο μεγάλο συναίσθημα. Είτε ερωτικό, είτε εκστατικό, είτε θλιβερό .Πάντως ,σίγουρα η μανία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας συντηρείται κατά τη διάρκεια και ξεφουσκώνει στο φινάλε τους.
Μαεστρικά ο Damien Chazelle μετατρέπει το Babylon σε οπτικοακουστικό υπεθέαμα
Έτσι δημιουργείται η αίσθηση του μεγάλου πάρτι, με τα πάνω και τα κάτω. Mια συνθήκη όπου οι ήρωες μας λειτουργούν κυρίως ενστικτωδώς μπλεγμένοι στα πάθη τους. Στις ουσίες και στο διαρκές κυνήγι της δόξας. Φυσικά, όπως κάθε τέτοιο πάρτι, οφείλει να έχει και την επόμενη μέρα του που αρχίζει να ξεδιπλώνεται από τη μέση της ταινίας και ύστερα.
Τα χρόνια προχωράνε, οι συνθήκες αλλάζουν κι όπως έχουμε μάθει το νόμο του Hollywood πλέον, καμία μόδα δεν κρατά και τίποτα δεν μένει ίδιο. Το αγενές ξύπνημα για τους ήρωες μας είναι σταδιακό αλλά εμείς το νιώθουμε στην οπτικοακουστική εμπειρία του Damien Chazelle. Δεν κινούνται πια σαν καλοκουρδισμένα λαγουδάκια γλυτώνοντας θριαμβευτικά από κάθε κατάσταση όσο ακραία κι αν είναι.
Η ασχήμια της πτώσης ξεπροβάλει κι η βιωματική μανιέρα τους δεν χωράει στον νέο ηθικοπλαστικό κόσμο του κώδικα Hayes για το Hollywood. Με αυτή την κατασκευή, η ταινία κάνει συνέχεια κύκλους που είναι σαν να μικραίνουν κάθε φορά. Έτσι, η κάθε, πιο, σύντομη και εξίσου δυνατή έκρηξη οδηγεί τους ήρωες σ’ ένα τέλος που μοιραία πάντα βλέπαμε να έρχεται.
Παρόλα αυτά, μέχρι εκεί, έχουμε γελάσει με την ψυχή μας, έχουμε ανατριχιάσει, όσο προχωράμε. Aρχίζουμε να μελαγχολούμε και να συγκινούμαστε μέχρι την καταληκτική ανασκόπηση/έκρηξη του φινάλε. Εκεί όπου περικλείονται όλα αυτά στην πιο σπαρακτικά θριαμβευτική δήλωση υπέρ της μαγείας του κινηματογράφου.
Η αναρχία των γεγονότων και των χαρακτήρων του σεναρίου του Damien Chazelle μας έχει οδηγήσει σε μια αναρχία συναισθημάτων μέσα μας αλλά τελικά στην απόλυτη λύτρωση. Συγγραφικά όπως και σκηνοθετικά, όμως, δεν ξεφεύγει ποτέ εντελώς. Είναι σαν να μας τραβάει λίγο πέρα από το όριο διαρκώς αλλά ποτέ να μην σχίζει το πλέγμα του.
Ο Damien Chazelle μας παρασύρει σε όλο το εύρος των συναισθημάτων
Κάθε εκφραστικό μέσο με το οποίου παλεύει ο Damien Chazelle, κάνει την ταινία τον οπτικοακουστικό θρίαμβο που είναι. Η κάμερα σπάνια σταματάει να κινείται και συνήθως για κάποιο απότομο κατ του αεροστεγούς μοντάζ. Δεν θα μπορούσε και να γίνει αλλιώς καθώς τα δρώμενα είναι σαν να βλέπουμε αυτοσχεδιαστική τζαζ. Ερμηνείες και κινήσεις των ηθοποιών που κάποιες φορές θα είναι είτε πολύ ψηλά στην κλίμακα της έντασης. Άλλες πάλι θα βρίσκονται είτε πολύ χαμηλά, σαν αντίστιξη αυτής.
Το αριστοτεχνικό μουσικό σκορ του Justin Hurwitz για το οποίο η ταινία έχει κερδίσει και τα περισσότερα βραβεία της μέχρι στιγμής, δίνει τον ρυθμό. Αυτό το πετυχαίνει κυρίως μέσω του βασικού μουσικού θέματος του.
Αυτού που εμφανίζεται στο πάρτι της αρχής και διασκευάζεται για όλη την ταινία ακόμα και στις πιο γλυκά μελαγχολικές στιγμές της πτώσης. Περιττό να σας πω, ότι είναι κολλημένο στο κεφάλι μου τις τελευταίες ημέρες, από όταν είδα την ταινία.
Παράλληλα, ο συνδυασμός φωτογραφίας, κοστουμιών και σκηνικών, φτιάχνει έναν κόσμο τόσο ανάγλυφο, τόσο οικείο και τόσο ξένο ταυτόχρονα. Ενώ εννοείται πως η αναπαράσταση της εποχής είναι ακριβέστατη, στο συνδυασμό της με την ποιότητα της εικόνας. Tης δράσης και των επιλογών του Damien Chazelle στην κάμερα φτιάχνουν ένα σύνολο τόσο πιστό στην εποχή αλλά και τόσο σύγχρονο που η εμπειρία καταλήγει άχρονη. Θα έλεγε κανείς ότι μοιάζει σαν να συμβαίνει σε ένα παράλληλο σύμπαν.
Όλα είναι μεγαλύτερα στο Hollywood του Damien Chazelle, ο οποίος δείχνει εκ νέου πόσο δυνατός είναι στο casting. Σαν να έχει διαλέξει ηθοποιούς για μια ταινία της εποχής. Τα αρχέτυπα που ξυπνάνε οι φυσιογνωμίες τους παίρνουν τον πρώτο λόγο.
Στο Babylon συναντούμε ένα cast ηθοποιών αντάξιο του όλου εγχειρήματος
Άμα δεις τους τρεις πρωταγωνιστές στην πρώτη σκηνή, έχεις δει μόνο από τα πρόσωπα τους την υπόλοιπη ταινία. Φυσικά, το εύρος των συναισθημάτων που θα αποτυπώσουν έχει ανάγκη και τα μεγάλα υποκριτικά ταλέντα τους. Είναι όμως σαν να συμβαίνει το καλύτερο typecasting που έχουμε δει ποτέ.
Σίγουρα, η Margot Robbie παίζει για άλλη μια φορά μια απόχρωση της Harley Quinn. Όμως, αυτόν τον ρόλο δεν θα μπορούσε να τον ερμηνεύσει καμία άλλη καλύτερα. Το μοτίβο του καρατερίστικου ταιριάσματος με το ρόλο αλλά και της υποκριτικής δεινότητας, ακολουθούν κι οι άλλοι τρεις ηθοποιοί με τους μικρότερους βασικούς ρόλους που ανέφερα στην περιγραφή της πλοκής. Δηλαδή, η Jean Smart, η Li Jun Li και ο Jovan Adepo.
Αυτοί μάλιστα, λόγω της χαμηλότερης υπόστασης τους στη σκάλα της δόξας έχουν την ευκαιρία να εξερευνήσουν ένα διαφορετικό, πιο υποτονισμένο φάσμα συναισθημάτων. Ένα φάσμα που προκύπτει από τον καταπιεσμένο πυρήνα που επιβάλει το χαμηλότερο στάτους τους.
Όλοι λειτουργούν εξαιρετικά όπως και οι ακόμα μικρότεροι ρόλοι. Το μωσαϊκό της ανθρωπότητας που έχει κατασκευάσει ο Damien Chazelle λειτουργεί σαν οργανικό μέρος ενός αδιάκοπα κινούμενου καμβά.
Θεοί και Δαίμονες αλλά τελικά, απλά και μόνο άνθρωποι
Αυτής της ανθρωπότητας που είναι βία και της τέχνης της που είναι αποτύπωση, αντίδραση σε αλλά και εξύψωση από αυτή τη βία. Σαν δράση ανθρώπων, όμως, είναι ξεκάθαρα κι αυτή σε μεγάλο βαθμό βία. Ο Damien Chazelle είναι στοργικά αδυσώπητος σε αυτό που θέλει να πει. Ο κόσμος είναι βρώμικος κι εμείς είμαστε πάντα διατεθειμένοι να χαθούμε στα πάθη. Nα κυλιστούμε στα κόπρανα άμα η ματιά μας είναι σε έναν χρυσαφένιο ορίζοντα.
Οι άνθρωποι είναι θνητά κι αδύναμα πλάσματα αλλά χτίζουν Θεϊκά και αθάνατα μνημεία. Η τιθασευμένη απόλυτη αναρχία που βλέπουμε σε όλη τη διάρκεια της ταινίας αντικατοπτρίζει με τον πιο υπερβολικό τρόπο. Αυτόν τον απλό νόμο της ανθρώπινης φύσης. Αλήθεια πού θα ήταν αυτό πιο έκδηλο από τη βιομηχανία των ονείρων του Hollywood. Όλοι και όλα θα χαθούν μια μέρα, θα είναι σαν να μην έχουν υπάρξει. Παρόλα αυτά, όσο υπάρχει μνήμη η τέχνη θα μένει όπως έμειναν και οι πυραμίδες.
Κάποιος θα ανασύρει τα καρέ κι ό,τι αποτυπώνεται εκεί θα ζει πάλι. Το προαναφερθέν φινάλε βρίσκει τον Manny σ’ ένα σινεμά κι εμάς να βιώνουμε ένα ψυχεδελικό μοντάζ σινεφιλικών εκρήξεων. Το κάθε βήμα έχει σημασία. Αξία έχει το και το κάθε λάθος που θα κάνεις. Φυσικά, και η επιτυχία, και ακόμα κι οι θάνατοι.
Το Baylon κάνει σμπαράλια τον mainstream καθωσπρεπισμό
Ο Damien Chazelle λατρεύει το σινεμά σαν κάτι μεγαλύτερο απ’ τη ζωή την ίδια. Είναι ένας αυθεντικά τρελός δημιουργός, όπως είναι κι ο Takashi Miike ή ο Alejandro Jodorowsky. Φαίνεται κι από τη συνέπεια των αναφορών του μέσα στην ταινία.
Γνωρίζει ό,τι έχει προϋπάρξει και θέλει να αφήσει το δικό του στίγμα, ακριβώς όπως κι οι ήρωες του χωρίς να τον νοιάζουν καθόλου οι προσδοκίες της βιομηχανίας από αυτόν. Μας δίνει αυθεντικό ελεύθερο κινηματογράφο που δεν συνάδει με την αποστείρωση του σύγχρονου Hollywood.
Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως ήξερε από την πρώτη στιγμή πως θα διχάσει με αυτό που πήγαινε να κάνει. Αλλά το έκανε όπως και να ‘χει. Η ταινία όντως διχάζει πλέον σε παγκόσμια κριτική και κοινό αλλά, επιτρέψτε μου να πω κάτι.