Η αίσθηση ψύχους και ερημιάς παραμένει ζωντανή στο black metal. Παρά τις δεκαετίες που πέρασαν από τις απαρχές του — με την παγανιστική του αύρα, τα βαμμένα πρόσωπα και τη σκοτεινή φήμη του — ο ήχος του παραμένει σκληρός, μοναχικός, ανυπότακτος. Όταν εμφανίστηκαν οι Blackbraid, φάνηκαν να ξεπροβάλλουν από το πουθενά, με καπνό από πεύκο και μελωδίες από φλάουτο, μέσα από τα βουνά Adirondack. Η πρώτη αντίδραση ήταν αναμενόμενη: άλλη μια περίεργη προσθήκη. Μια αισθητική πρόταση. Ένα ακόμη υποείδος σχεδιασμένο για hashtags.
Ύστερα, ο κόσμος άκουσε πραγματικά — τη δομή, τη σύνθεση, την παραγωγή και το συναισθηματικό τους βάθος. Ξεχώρισαν τη βίαιη κομψότητα του “The River of Time Flows Through Me“, τη μελαγχολική καθαρότητα των περασμάτων με φλάουτο και την ειλικρίνεια που διαπερνά κάθε riff. Δεν προσπέρασαν απλώς με scrolling. Δεν έκαναν σελιδοδείκτες για αργότερα. Άκουσαν την ατμόσφαιρα, τη μανία, τη θλίψη, τη μελωδία και τη συνοχή. Και τότε, κάτι μέσα τους άνοιξε. «Σχεδόν όλα όσα γράφω προέρχονται από τη φύση», δηλώνει ο Sgah’gahsowáh. «Θέλω να πάρω αυτή τη σχέση και να τη μεταφέρω με κάποιον τρόπο στη μουσική μου».
Και πώς να γίνει αλλιώς, αφού τα Adirondack είναι ένα σύμπαν από μόνο του. Περισσότερες από 100 κορυφές, 3.000 λίμνες, 1.200 μίλια ποταμών και αρχαία πετρώματα που γεννήθηκαν πριν από ένα δισεκατομμύριο χρόνια συνθέτουν ένα τοπίο που διαμορφώνει τη μουσική. Το ίδιο το έδαφος αντηχεί με ανάσες εποχών και μετεωρισμούς γεωλογικών αιώνων. Όταν ο ήχος γίνεται απόκοσμος ή όταν μια μελωδία χάνεται στη σιωπή, είναι ο αντίλαλος ενός τόπου που ποτέ δεν έπαψε να μιλά.
Οι Blackbraid θα μπορούσαν εύκολα να είχαν βασιστεί αποκλειστικά στην αισθητική τους
Μέσα σε αυτή την ακατέργαστη ομορφιά, ο(ι) Blackbraid βρήκε τον δικό του(ς) παλμό. Αποδεικνύεται πως ο Blackbraid δεν εμφανίστηκε για να προσθέσει θεματικά ιθαγενή στοιχεία πάνω στο black metal, σαν διακοσμητικό πολεμικό σύμβολο. Ούτε αποτέλεσε μουσείο πόνου ή τελετουργικό επίδειξης πολιτιστικής μνήμης. Αυτό που πέτυχε ήταν κάτι πολύ πιο βαθύ: υπενθύμισε στο black metal πώς είναι να έχει σφυγμό.
Πίσω από το project βρίσκεται ο Sgah’gahsowáh, γνωστός εκτός σκηνής ως Jon Krieger, ένας πολυοργανίστας που γράφει, ηχογραφεί και παίζει ολόκληρη τη μουσική των Blackbraid, με εξαίρεση τα τύμπανα που αναλαμβάνει ο στενός του συνεργάτης, Neil Schneider. Το ότι πρόκειται για προσωπικό εγχείρημα έχει σημασία. Οι Blackbraid δεν ακούγονται σαν μπάντα. Ο ήχος μοιάζει με όνειρο που έρχεται από τα βάθη του δάσους — μια φωνή μοναχική, που δεν περιμένει απάντηση, γιατί δεν έμαθε ποτέ να περιμένει.

Σε συνεντεύξεις, ο Sgah’gahsowáh μιλάει με σαφήνεια και ταπεινότητα για τη δημιουργική του διαδικασία. Δεν υιοθετεί ρόλο προβοκάτορα. Ούτε επιδιώκει να σταθεί ως καθηγητής στις σπουδές ιθαγενών. Εκφράζει απλώς την επιθυμία να στραφούμε προς τη φύση. Η μουσική του λειτουργεί λιγότερο ως μάθημα και περισσότερο ως υπενθύμιση· ένας ψίθυρος που λέει: «Έι, θυμάσαι τα ποτάμια;».
«Θέλω οι Blackbraid να ξυπνούν αισθήσεις και σκέψεις που οι άνθρωποι δεν φέρνουν συχνά στην επιφάνεια», εξηγεί. «Η σύνδεση υπάρχει ήδη· απλώς πολλοί την παραμερίζουν συνειδητά». Αυτό το μήνυμα είναι ενσωματωμένο στο DNA των τραγουδιών· στον τρόπο με τον οποίο τα riffs οδηγούν σε μελωδίες φλάουτου, και στον τρόπο που οι στίχοι περνούν από την προγονική θλίψη σε εικόνες τοπίων βγαλμένων από σιωπηλές, νυχτερινές διαδρομές μέσα στο δάσος. Η αίσθηση του βάρους είναι αληθινή· γιατί για τους Blackbraid, η φύση δεν είναι αφηρημένο πεδίο σύγκρουσης. Είναι πατρίδα.
Αυτό που κάνει τους Blackbraid να ξεχωρίζουν δεν είναι η ταυτότητά τους ως Indigenous black metal project
Ας πιάσουμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο: Οι Blackbraid θα μπορούσαν εύκολα να είχαν βασιστεί αποκλειστικά στην αισθητική τους. Native American καλλιτέχνης. Πολεμική μπογιά. Παραδοσιακά όργανα. Ένα μουσικό είδος με προβληματικό παρελθόν όσον αφορά την ενσωμάτωση. Το αφήγημα ήταν έτοιμο. Όμως η μουσική το ξεπέρασε. Τα “Blackbraid I” (2022) και “Blackbraid II” (2023) είναι άλμπουμ με ισχυρή καλλιτεχνική παρουσία. Το πρώτο είναι λιτό και συναισθηματικά έντονο. Το δεύτερο, πιο εκτενές και σίγουρο, αναπτύσσει πιο σταθερά την ταυτότητα του σχήματος. Η εξέλιξη είναι αισθητή, χωρίς να βασίζεται σε τεχνάσματα. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει — η μουσική επικεντρώνεται στην ουσία.
Από το εναρκτήριο “The River of Time Flows Through Me” μέχρι το καυστικό “The Spirit Returns” και το θρηνητικό “Sadness and the Passage of Time and Memory“, το project αναπλάθει τα όριά του black metal με ειλικρίνεια και δεξιοτεχνία. Η διασκευή στο “A Fine Day to Die” των Bathory, που κλείνει το “Blackbraid II”, λειτουργεί σαν διάλογος με το παρελθόν.
Είναι εύκολο να διαβαστούν οι Blackbraid ως απάντηση στον ρατσισμό που διέπει ιστορικά το είδος, στον φετιχισμό της σκανδιναβικής μυθολογίας ή στον ελιτισμό της κοινότητάς του. Αυτή η ανάγνωση, ωστόσο, περιγράφει μόνο μια πλευρά. Οι Blackbraid δεν στέκονται απλώς απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα. Προχωρούν πιο πέρα: γεννούν έναν νέο χώρο, λειτουργούν με δικούς τους ρυθμούς και αφήνουν το υπόλοιπο είδος να δοκιμάσει αν μπορεί να τους φτάσει.
Οι Blackbraid είναι ένα σχήμα που δεν επιδιώκει να αποδείξει ότι είναι «trve»
Αυτό που κάνει τους Blackbraid να ξεχωρίζουν δεν είναι η ταυτότητά τους ως Indigenous black metal project — δηλαδή ως εγχείρημα που προέρχεται από αυτόχθονες κοινότητες των ΗΠΑ. Είναι ο τρόπος που ενσωματώνουν την πολιτισμική τους κληρονομιά. Εκεί όπου άλλα project παγιδεύονται στην ιστορική αναπαράσταση, οι Blackbraid κινούνται στο παρόν, με τα πόδια στο χώμα. Η γη δεν περιγράφεται σαν απώλεια, αλλά σαν ζωντανή παρουσία. Οι στίχοι δεν φτιάχνουν μύθο· διασώζουν μνήμη.
«Ξεκίνησα τους Blackbraid για να βγάλω την τέχνη μου προς τα έξω», θυμάται ο Sgah’gahsowáh. «Ένιωθα ότι είχα μερικά καλά τραγούδια και ήθελα να τα μοιραστώ». Ακόμα και η χρήση παραδοσιακών οργάνων στο project αποφεύγει τη θεατρικότητα. Τα φλάουτα αποτελούν οργανικό τους στοιχείο. Τα ακουστικά interludes δημιουργούν το συναισθηματικό πλαίσιο. Τραγούδια όπως το “Moss Covered Bones on the Altar of the Moon” αξιοποιούν την κληρονομιά ως συνθετική έλξη, συγκρατώντας ετερόκλητες επιρροές σε ενιαία τροχιά.
Σε ένα είδος που συχνά δίνει προτεραιότητα στην εικόνα αντί της μουσικής, το πρώτο «παράπτωμα» των Blackbraid ήταν η υπερβολικά καλή ποιότητα του ήχου. Και τα δύο άλμπουμ διαθέτουν εξαιρετική παραγωγή, προσεγμένη ενορχήστρωση και πολυεπίπεδη δυναμική. Αλλά το κλειδί του ήχου τους είναι η ισορροπία. Τα άλμπουμ ακούγονται «πιασάρικα» χωρίς να θυσιάζουν το βάθος και διατηρούν την ωμότητα χωρίς να τη διαύγεια.
Αυτό είναι το είδος του black metal που δεν επιδιώκει να αποδείξει ότι είναι «trve» — επιδιώκει να γίνει αισθητό. Και όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία: πρόκειται για τέχνη ιθαγενών. Ακόμη κι αν οι στίχοι σπάνια μένουν στην καταγγελία, και παρόλο που τα τραγούδια δεν λειτουργούν ως κραυγές διαμαρτυρίας, η παρουσία των Blackbraid είναι από μόνη της πολιτική πράξη. Όχι επειδή υψώνει συνθήματα, αλλά επειδή καταλαμβάνει χώρο σε ένα είδος που για χρόνια στηρίχθηκε στον αποκλεισμό.
Το μεγαλύτερο «τρικ» των Blackbraid είναι ο τρόπος με τον οποίο κάνουν το black metal να μοιάζει ξανά αρχέγονο
«Είμαι κατά του ρατσισμού», δήλωσε ο Sgah’gahsowáh. «Αλλά δεν θέλω οι Blackbraid να θεωρηθούν ένα σχήμα που κινείται πρωτίστως πολιτικά. Για μένα, η πραγματική πράξη αντίστασης είναι η επιστροφή στη φύση. Θέλω οι άνθρωποι να θυμηθούν ότι συνδέονται με τη γη — κι αυτό από μόνο του είναι αρκετά πολιτικό».
Δεν μπορείς να αντιγράψεις τους Blackbraid, γιατί οι Blackbraid δεν είναι απλώς ένας ήχος. Δεν είναι καν ένα project. Είναι μια προοπτική — με ρίζες στη βιωμένη εμπειρία, την καλλιτεχνική αυτονομία και μια κοσμοθεωρία που έχει διαμορφωθεί από την άγρια φύση των Adirondack. Δεν πρόκειται για branding ή εννοιολογικό τέχνασμα. Είναι ένας τρόπος να βλέπεις και να αισθάνεσαι, όπου η μουσική συνεχίζει τη γη και η σκηνική παρουσία αποκτά χαρακτήρα τελετουργίας.
Ο Sgah’gahsowáh ενσαρκώνει τη φύση και εκτός μουσικής. Από παιδί έγδερνε δέρματα, ψάρευε και περπατούσε στα ίδια μονοπάτια με τους προγόνους του. Η πολεμική του μπογιά δεν αντλείται από κάποια σκηνική παράδοση του Oslo, αλλά έχει ρίζες στην οικογένεια, τη γη και τη μνήμη του αίματος.
Αυτός είναι ο λόγος που αυτά τα άλμπουμ λειτουργούν. Γι’ αυτό μοιάζουν αναπόφευκτα. Το ακούς στην ομαλή μετάβαση από την ακουστική γαλήνη στη σκληρότητα του “Moss Covered Bones on the Altar of the Moon”. Το νιώθεις στην υποχώρηση του “Sadness and the Passage of Time and Memory”. Πρόκειται για στιγμές που γεννήθηκαν μέσα από αναγκαιότητα. Οι Blackbraid εισέρχονται σε έναν χώρο χτισμένο αλλού και προχωρούν χωρίς να εξηγούν. Απλώς λένε ένα: Ήμασταν εδώ από την αρχή.
Η διαδρομή τους επανασυνδέει το είδος με κάτι αρχέγονο και απρόβλεπτα οικείο
Το μεγαλύτερο «τρικ» των Blackbraid είναι ο τρόπος με τον οποίο κάνουν το black metal να μοιάζει ξανά αρχέγονο. Και το κάνουν μέσα από στιγμές όπως οι πένθιμοι ήχοι φλάουτου στο “Warm Wind Whispering Softly Through Hemlock at Dusk” ή οι επαναλαμβανόμενες επικλήσεις στο “Sacandaga”, που θυμίζουν τελετουργικά περισσότερο παρά στίχους. Αυτές οι λεπτομέρειες ανοίγουν περάσματα. Υπενθυμίζουν ότι το είδος κάποτε επιδίωκε να γεννά δέος — όχι απλώς να στέκεται μέσα στο σκοτάδι.
Εκεί όπου η περισσότερη ακραία μουσική υψώνει τη φωνή της για να ακουστεί, οι Blackbraid χαμηλώνουν τον τόνο. Κι όμως, ο χαμηλόφωνος λόγος τους αντηχεί. Κάτω από το ουρλιαχτό των κιθάρων, ακούγεται μια φωνή που υπενθυμίζει: «Απλά πρέπει να ανοίξεις τα μάτια σου. Είσαι ήδη συνδεδεμένος. Απλώς το έχεις ξεχάσει».