Το 1992, ο Bernard Rose έφερε στις οθόνες το(ν) “Candyman”, μια ταινία που ξεκίνησε σαν ιστορία για έναν αστικό θρύλο και κατέληξε να γίνει κομμάτι της ίδιας της ποπ κουλτούρας. Με τη Virginia Madsen στον ρόλο της Helen Lyle και τον Tony Todd να δίνει ζωή σε έναν από τους πιο εμβληματικούς χαρακτήρες τρόμου, η ταινία πήρε μία προφορική παράδοση και τη μεταμόρφωσε σε σχόλιο πάνω στον φόβο, την πίστη και την κοινωνική παρακμή.

Με φόντο τα ερειπωμένα κτίρια του Cabrini-Green στο Σικάγο, το “Candyman” κάνει τη φήμη μύθο και τον μύθο απεικόνιση των φόβων της Αμερικής. Η Helen Lyle, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, ξεκινά να γράφει τη διατριβή της για τους αστικούς θρύλους. Η έρευνά της την οδηγεί στον μύθο του Candyman, ενός εκδικητικού πνεύματος που λένε πως εμφανίζεται όταν κάποιος πει το όνομά του πέντε φορές μπροστά σε έναν καθρέφτη. Σύντομα, η έρευνά της αρχίζει να γίνεται εμμονή και ο κόσμος της αρχίζει να καταρρέει καθώς μπλέκει σε μια σειρά δολοφονιών όπου το υπερφυσικό και η κοινωνική πραγματικότητα μπλέκουν σε έναν κόμπο σχεδόν αδύνατο να λυθεί.

Candyman: Πίσω από τον καθρέφτη του φόβου

Η διασκευή του Bernard Rose βασίζεται στο διήγημα του Clive BarkerThe Forbidden”, που αρχικά διαδραματιζόταν στο Λίβερπουλ και εστίαζε στις ταξικές ανισότητες. Ο Rose μέτεφερε την ιστορία στο Σικάγο, όπου τα συγκροτήματα κατοικιών είχαν συνδεθεί με τον διαχωρισμό και τον φόβο. Συγκεκριμένα επέλεξε το Cabrini-Green, ένα μέρος τόσο στιγματισμένο που ακόμα και το να περάσει κανείς από εκεί έκανε πολλούς κατοίκους της πόλης να αισθάνονται άβολα. Σε συνεντεύξεις, ο Rose έχει πει πως όταν εξερεύνησε το πραγματικό Cabrini-Green ένιωσε έναν έντονο, σχεδόν απτό φόβο. Για να μπορέσει να γυρίσει εκεί, η παραγωγή χρειάστηκε να έρθει σε συμφωνία με τους αρχηγούς των τοπικών συμμοριών, μερικοί από τους οποίους εμφανίστηκαν μάλιστα ως κομπάρσοι, ώστε να εξασφαλιστεί η ασφάλεια του συνεργείου. Παρ’ όλα αυτά, την τελευταία μέρα των γυρισμάτων, μια σφαίρα από ελεύθερο σκοπευτή χτύπησε ένα φορτηγό της παραγωγής, χωρίς ευτυχώς να τραυματιστεί κανείς.

Ο ίδιος ο Candyman είναι μια τραγική φιγούρα. Κάποτε ήταν ο μορφωμένος γιος ενός απελευθερωμένου σκλάβου και αργότερα έγινε καλλιτέχνης, αναλαμβάνοντας να ζωγραφίσει την κόρη ενός λευκού γαιοκτήμονα. Ο έρωτάς τους είχε φριχτό τέλος, καθώς τον βασάνισαν: του έκοψαν το χέρι, άλειψαν το σώμα του με μέλι και τον άφησαν να πεθάνει από τα τσιμπήματα ενός σμήνους μελισσών. Οι στάχτες του σκορπίστηκαν στο σημείο όπου αργότερα χτίστηκε το Cabrini-Green. Η ιστορία του χαρακτήρα δεν προήλθε αποκλειστικά από τον Barker, αφού ο Tony Todd την εμπλούτισε στις πρόβες, δίνοντάς του μάλιστα ένα πλήρες όνομα, Granville T. Candyman. Στη συνέχεια, ο ήρωας μετονομάστηκε σε Daniel Robitaille, αλλά η ουσία του μύθου έμεινε η ίδια, μια ιστορία βίας γεννημένης από τον έρωτα και τον ρατσισμό, θαμμένη κάτω από γενιές φόβου.

Η ερμηνεία του Τονυ Todd έκανε τον Candyman αξέχαστο. Με ύψος σχεδόν δύο μέτρα, η παρουσία του ήταν από μόνη της εντυπωσιακή, όμως η πραγματική του δύναμη κρυβόταν στη φωνή του, μια βαθιά και επιβλητική βαρύτονη με ρυθμό που θύμιζε κήρυγμα. Ο Bernard Rose ήθελε ο Candyman να έχει κάτι σαγηνευτικό, μια ρομαντική αύρα όπως οι ήρωες του Edgar Allan Poe. Ο Todd παρομοίασε τον ρόλο με το Φάντασμα της Όπερας και τον Καμπούρη της Παναγίας των Παρισίων. Μαζί με τη Madsen παρακολούθησαν μαθήματα χορού για να χτίσουν αυτή τη περίεργη οικειότητα που φαίνεται στην οθόνη, τον αργό και σχεδόν υπνωτικό ρυθμό ανάμεσα στο θύμα και τον μύθο.

Η ερμηνεία της Virginia Madsen αποδίδει τέλεια αυτή τη μετάβαση της ηρωίδας από ερευνήτρια σε πιστή και είναι τόσο αληθοφανής, γιατί η ίδια βρέθηκε κυριολεκτικά σε κατάσταση ύπνωσης σε ορισμένες σκηνές. Ο Rose είχε προσλάβει έναν ειδικό για να τη βάζει σε ύπνωση κατά τη διάρκεια των βασικών σκηνών με τον Todd. Αργότερα, η Madsen τού ζήτησε να σταματήσει, καθώς είχε αρχίσει να αισθάνεται άβολα, όμως το αποτέλεσμα έδωσε στην ταινία μια αίσθηση πραγματικής αλλόκοτης έντασης. Όταν κοιτάζει τον Candyman, η έκφρασή της δείχνει μια παράξενη μορφή παράδοσης.

Αν οι ερμηνείες χρειάζονταν θάρρος, η παραγωγή άγγιζε τα όρια της τρέλας. Οι πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας έγιναν με 200.000 αληθινές μέλισσες. Και οι δύο πρωταγωνιστές φορούσαν ειδικές στολές με φερομόνες, ενώ οι μέλισσες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν μόλις δώδεκα ωρών, αρκετά ώριμες για να φαίνονται εντυπωσιακές στην κάμερα αλλά πολύ νεαρές για να προκαλέσουν σοβαρό τσίμπημα. Παρ’ όλα αυτά, ο Tony Todd δέχτηκε 26 τσιμπήματα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της τριλογίας, και αργότερα αρνήθηκε τη φήμη πως πληρωνόταν επιπλέον για το καθένα. Η Madsen, που είχε αλλεργία στις σφήκες, έκανε ειδικές εξετάσεις πριν ξεκινήσει τα γυρίσματα και είχε γιατρό σε επιφυλακή στο πλατό. Για να απομακρύνουν τις μέλισσες μετά από κάθε σκηνή, το συνεργείο χρησιμοποιούσε μια ειδική “σκούπα μελισσών”, μια συσκευή ήπιας αναρρόφησης που τις επέστρεφε με ασφάλεια στην κυψέλη. Ο Todd έχει πει πως η εμπειρία ήταν σχεδόν εκστατική, ενώ η Madsen τη θυμάται σαν «σαν να περπατούσαν απαλά πάνω μου μικρές, ζωντανές βούρτσες».

Ο ρεαλισμός της παραγωγής δεν περιοριζόταν στις μέλισσες. Η ταινία ξεκινά με μια εντυπωσιακή αεροφωτογραφία του Σικάγο, τραβηγμένη με μια τότε καινοτόμα Skycam, ικανή να σταθεροποιεί φακό 500 mm χωρίς κραδασμούς, κάτι ιδιαίτερα σπάνιο στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Παράλληλα, η ανακάλυψη της Helen πως τα διαμερίσματα συνδέονταν μέσω ενός κούφιου τοίχου πίσω από τα ντουλάπια, απ’ όπου μπορούσαν να μπουν εισβολείς, βασίστηκε σε αληθινά γεγονότα. Ο Rose είχε διαβάσει για πραγματικές δολοφονίες που είχαν γίνει με αυτόν τον τρόπο στο Σικάγο, ανάμεσά τους και ο φόνος της Ruthie Mae McCoy, όπου ο δράστης μπήκε στο σπίτι της μέσα από ένα τέτοιο άνοιγμα.

Πολλές από τις σκηνές της ταινίας έχουν δύναμη επειδή στηρίχθηκαν σε πραγματικό κίνδυνο. Η κορύφωση της ιστορίας, η σκηνή με τη φωτιά, γυρίστηκε σε ένα άδειο οικόπεδο στο Σικάγο, χρησιμοποιώντας 1.500 γαλόνια προπανίου, υπό την επίβλεψη της ίδιας ομάδας ειδικών εφέ που είχε δουλέψει στο Backdraft. Η Madsen επέμεινε να κάνει η ίδια μέρος του επικίνδυνου γυρίσματος, αφήνοντας το χέρι της να τυλιχθεί στις φλόγες κατά τη διάρκεια της σκηνής. Η αφοσίωση και των δύο πρωταγωνιστών, με τον Todd να αποπνέει επιβλητικότητα και τη Madsen να αποδίδει αληθινή ευάλωτη, ανέβασε την ταινία σε ένα επίπεδο σχεδόν μυθικό.

Η μουσική του Philip Glass ενίσχυσε αυτή τη ατμόσφαιρα του “Candyman”. Ο συνθέτης περίμενε μια πιο καλλιτεχνική προσέγγιση και αρχικά απογοητεύτηκε όταν είδε ότι το φιλμ προωθήθηκε ως ταινία τρόμου. Παρ’ όλα αυτά, οι συνθέσεις του χάρισαν στην ταινία τη σκοτεινή της μεγαλοπρέπεια. Με τον καιρό, ο Glass άλλαξε γνώμη, παραδεχόμενος πως η επιτυχία της ταινίας κράτησε ζωντανή και τη μουσική του.

Παρά τη σκοτεινή της ατμόσφαιρα, το “Candyman” είναι και μια ταινία για την πίστη. Ο Candyman υπάρχει μόνο όσο οι άνθρωποι πιστεύουν σε αυτόν, όσο ο φόβος του επαναλαμβάνεται και αποκτά σχήμα. Η δυσπιστία της Helen απειλεί την ύπαρξή του, γι’ αυτό και η αμφιβολία της γίνεται πρόκληση. Όταν λέει σε ένα μικρό αγόρι από το Cabrini-Green «Ο Candyman δεν είναι αληθινός», ο μύθος παίρνει εκδίκηση. Η ταινία δείχνει πως η δεισιδαιμονία μπορεί να γίνει πραγματικότητα, αφού η άρνηση ενός μύθου είναι αρκετή για να σε καταπιεί.

Το ίδιο το Cabrini-Green λειτουργεί σαν o δεύτερος «κακός» της ιστορίας. Ο φόβος για τον τόπο, αυτός ο «παράλογος τρόμος» όπως τον αποκαλούσε ο Rose, δείχνει μια βαθιά κοινωνική παθολογία. Ο μύθος του κινδύνου γύρω από τέτοιες γειτονιές δικαιολογούσε την εγκατάλειψή τους, δημιουργώντας έναν ατέλειωτο κύκλο φτώχειας και δαιμονοποίησης. Ο Rose δέχτηκε κριτική για τη χρήση φυλετικών στερεοτύπων, όμως υπερασπίστηκε την πρόθεσή του, λέγοντας πως ο πραγματικός «αστικός μύθος» ήταν η πεποίθηση της μεσαίας τάξης ότι ορισμένες περιοχές δεν μπορούσαν να σωθούν. Ο Tony Todd αναγνώρισε αργότερα ότι το “Candyman” άνοιξε συζητήσεις για το πώς απεικονίζονται οι Αφροαμερικανοί στον κινηματογραφικό τρόμο, ακόμα κι αν δεν έδωσε οριστικές απαντήσεις. Το 1992, ήταν ουσιαστικά η μόνη slasher ταινία που παρουσίαζε έναν Αφροαμερικανό κακό, τρομακτικό αλλά και βαθιά ανθρώπινο.

Το ερώτημα, όμως, παραμένει. Είναι ο Candyman φάντασμα, σύμβολο κοινωνικής εγκατάλειψης ή ενσάρκωση ενοχής και πίστης; Η ταινία αφήνει το ερώτημα ανοιχτό. Ο Bernard Rose είχε χαρακτηρίσει τον Candyman «ρομαντικό φάντασμα», μια φιγούρα ταυτόχρονα τρομακτική και θλιμμένη. Λίγες ταινίες τρόμου έχουν αφήσει τόσο πολύπλοκη κληρονομιά. Το “Candyman” ενέπνευσε συνέχειες, ακαδημαϊκές αναλύσεις και ακόμα και συζητήσεις με την NAACP πριν καν κυκλοφορήσει.

Άνοιξε νέους δρόμους για το είδος, αγγίζοντας θέματα όπως η αστική παρακμή, οι φυλετικές διακρίσεις, οι ταξικές ανισότητες και ο τρόπος που λέγονται οι ιστορίες, χωρίς να χάσει τη δύναμή του να τρομάζει. Η Virginia Madsen είπε αργότερα πως ο κόσμος τη θυμόταν περισσότερο από αυτή την ταινία. Ο Tony Todd, από την πλευρά του, την έχει χαρακτηρίσει ως την αγαπημένη του ταινία, έναν ρόλο που καθόρισε την καριέρα του και τον καθιέρωσε ως τον “μαύρο Δράκουλα” του κινηματογραφικού τρόμου. Και ο μύθος επιβιώνει γιατί αντικατοπτρίζει τους φόβους που εξακολουθούμε να ψιθυρίζουμε μεταξύ μας και μπορεί για να τον καλέσεις να αρκεί να πεις το όνομά του πέντε φορές, για να τον κρατήσεις ζωντανό όμως, φτάνει να συνεχίσεις να πιστεύεις στην ύπαρξή του.

Artist: Morrissey

Album: I Am Not a Dog on a Chain

Label: BMG

Release Date: 20/03/2020

Genre: Indie Rock

Movie: Candyman

Year: 1992

Duration: 99′

Genre(s): Thriller, Horror

Director: Bernard Rose

Virginia Madsen, Tony Todd, Xander Berkeley, Kasi Lemmons

Share.
Χρησιμοποιούμε cookies για να εξατομικεύουμε το περιεχόμενο και τις διαφημίσεις, να παρέχουμε λειτουργίες κοινωνικών μέσων και να αναλύουμε την επισκεψιμότητά μας. Μοιραζόμαστε επίσης πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του ιστότοπού μας με συνεργάτες μας στα κοινωνικά μέσα, τη διαφήμιση και την ανάλυση δεδομένων. View more
Cookies settings
Αποδοχή
Απόρριψη
Πολιτική Απορρήτου
Privacy & Cookies policy
Cookie name Active

Όροι Χρήσης

Η εταιρεία DEPART (εφεξής «Εταιρεία»), ιδιοκτήτρια του παρόντος διαδικτυακού τόπου (εφεξής «Διαδικτυακός Τόπος»), προσφέρει τις υπηρεσίες της υπό τους κάτωθι όρους χρήσης. Η Εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα να ενημερώνει ή να τροποποιεί τους όρους χρήσης οποτεδήποτε χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση. Παρακαλείστε να ελέγχετε τακτικά τους όρους χρήσης για τυχόν αλλαγές. Η χρήση του Διαδικτυακού Τόπου συνιστά αποδοχή των παρακάτω όρων.

1. Χρήση του Διαδικτυακού Τόπου

Η πρόσβαση και η χρήση του Διαδικτυακού Τόπου υπόκεινται στους παρόντες όρους χρήσης. Οι χρήστες οφείλουν να διαβάσουν προσεκτικά τους όρους αυτούς. Σε περίπτωση που δεν συμφωνούν, καλούνται να μην κάνουν χρήση των υπηρεσιών ή του περιεχομένου του Διαδικτυακού Τόπου.

2. Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας

Όλο το περιεχόμενο του Διαδικτυακού Τόπου, συμπεριλαμβανομένων κειμένων, γραφικών, εικόνων και αρχείων, αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του DEPART και προστατεύεται από την ελληνική και διεθνή νομοθεσία. Η αναπαραγωγή, διανομή, τροποποίηση ή χρήση του περιεχομένου για εμπορικούς σκοπούς απαγορεύεται χωρίς την έγγραφη άδεια της Εταιρείας. Επιτρέπεται η αποθήκευση και χρήση τμημάτων του περιεχομένου αποκλειστικά για προσωπική και μη εμπορική χρήση, υπό την προϋπόθεση ότι διατηρείται η ένδειξη προέλευσης από τον Διαδικτυακό Τόπο.

3. Ευθύνη Χρήστη

Οι χρήστες φέρουν την ευθύνη για οποιαδήποτε ζημία προκαλείται στον Διαδικτυακό Τόπο ή στην Εταιρεία λόγω αθέμιτης ή κακής χρήσης του περιεχομένου ή των υπηρεσιών του.

4. Περιορισμός Ευθύνης

To DEPART δεν φέρει ευθύνη για οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση ζημία προκύψει από τη χρήση του Διαδικτυακού Τόπου. Το περιεχόμενο παρέχεται «ως έχει» και χωρίς εγγύηση ως προς την ακρίβεια, την πληρότητα ή τη διαθεσιμότητά του. Η Εταιρεία δεν εγγυάται ότι οι υπηρεσίες θα παρέχονται αδιάλειπτα ή χωρίς σφάλματα.

5. Υπερσύνδεσμοι (Links)

Ο Διαδικτυακός Τόπος ενδέχεται να περιέχει συνδέσμους προς άλλους ιστότοπους. Το DEPART δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο, τις υπηρεσίες ή την πολιτική προστασίας προσωπικών δεδομένων των ιστότοπων αυτών. Ο χρήστης έχει την ευθύνη να ενημερώνεται για τους όρους χρήσης των εν λόγω ιστότοπων.

6. Cookies

Ο Διαδικτυακός Τόπος ενδέχεται να χρησιμοποιεί cookies για τη βελτίωση της εμπειρίας πλοήγησης. Ο χρήστης μπορεί να ρυθμίσει τον περιηγητή του ώστε να απορρίπτει τα cookies ή να ειδοποιείται για τη χρήση τους. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε στο privacy@depart.gr.

7. Εφαρμοστέο Δίκαιο και Δικαιοδοσία

Οι παρόντες όροι διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Οποιαδήποτε διαφορά προκύψει από τη χρήση του Διαδικτυακού Τόπου, αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Αθήνας.

Επικοινωνία

Για οποιαδήποτε ερώτηση ή ζήτημα που άπτεται νομικών ή ηθικών θεμάτων, μπορείτε να επικοινωνήσετε με την Εταιρεία μέσω email στο privacy@depart.gr.
Save settings
Cookies settings
Exit mobile version