Οι Covenant δεν ξεκίνησαν με στόχο να γίνουν «μεγάλο όνομα», πιθανώς να μην πίστευαν ότι αυτή η κολόνια θα κρατούσε για τόσο πολλά χρόνια. Όταν ο Eskil Simonsson και ο Joakim Montelius αντάλλασσαν synth patches και πειραματίζονταν με ήχους στα τέλη της δεκαετίας του ’80, αυτό που ήθελαν ήταν απλό: να κυκλοφορήσουν έναν δίσκο, ίσως να μπουν σε κάποια συλλογή. Δεκαετίες μετά, έχουν δημιουργήσει κάτι πολύ πιο σημαντικό: ένα συγκρότημα που επηρέασε καθοριστικά την πορεία της ηλεκτρονικής μουσικής, συνδύασε διαφορετικά μουσικά ρεύματα και κατάφερε να μείνει ενεργό σε έναν χώρο που αλλάζει διαρκώς.

Αν και σπάνια τραβούν την προσοχή έξω από την εναλλακτική ηλεκτρονική σκηνή, η επιρροή των Covenant είναι αισθητή παντού. Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο συνδυάζουν ψυχρούς συνθεσάιζερ ήχους, ρομποτικούς ρυθμούς και πιασάρικες μελωδίες, επηρέασε μια ολόκληρη γενιά της ηλεκτρονικής μουσικής, ακόμα κι αν τα mainstream μέσα συνεχίζουν να μπερδεύονται με την ορθογραφία του ονόματός τους.

Ένα συγκρότημα που δεν ταίριαξε ποτέ σε κανένα καλούπι

Οι Covenant ξεκίνησαν στο Helsingborg της Σουηδίας στα τέλη της δεκαετίας του ’80, σε μια μικρή πόλη που έκρυβε κάμποση δημιουργικότητα. Την εποχή που η σουηδική ηλεκτρονική σκηνή ήταν κολλημένη στους Depeche Mode, αυτοί περνούσαν τον χρόνο τους σε έναν αυτοδιαχειριζόμενο χώρο πάνω από έναν παλιό κινηματογράφο, μαζί με DJs, μουσικούς και άλλους καλλιτέχνες. Μέσα από αυτή την καθημερινή τριβή, άρχισαν να επηρεάζονται από ήχους όπως το gabber, το Eurodance και τη σκοτεινή, μινιμαλιστική techno που τότε ανέβαινε.

«Είχαμε κουραστεί με τη synthpop», λέει ο Montelius. «Εκείνη την περίοδο κάναμε πολύ παρέα με techno DJs και αρχίσαμε να παίρνουμε ιδέες από τον ήχο τους. Ήταν πιο γρήγορος, πιο άμεσος, είχε μεγαλύτερη ενέργεια. Αυτή η μίξη σκέψης και επιρροών τελικά διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μας στα πρώτα μας βήματα».

Covenant: H τέχνη του να μην ταιριάζεις

Το πρώτο τους άλμπουμ, “Dreams of a Cryotank”, κυκλοφόρησε το 1994. Παρότι δεν έκανα κάποιο εμπορικό «μπαμ», ξεκαθάρισε από την αρχή τις προθέσεις τους: αυτό που έκαναν δεν είχε σχέση με το συνηθισμένο synthpop. Ο ήχος ήταν πιο σκληρός, πιο ψυχρός και είχε κάτι το ιδιαίτερα εθιστικό. Κομμάτια όπως τα “Theremin” και “Void” έδειξαν έναν νέο δρόμο με μια μουσική που μπορούσε να παιχτεί σε clubs χωρίς να χάνει το βάθος της.

Αυτή η διαφορετικότητα του ήχου τους οδήγησε σε ένα από τα θέματα που εμφανίζονται ξανά και ξανά στην πορεία των Covenant, η δυσκολία του να ταιριάξεις κάπου. Ακόμα κι όταν βρέθηκαν στο σωστό περιβάλλον, όπως οι πρώτες τους εμφανίσεις στη Γερμανία, τον βασικό πυρήνα της EBM σκηνής. «Ερχόταν κόσμος και μας έλεγε: “Αυτό θυμίζει techno. Αυτή η σκηνή δεν είναι για τέτοια”», θυμάται ο Montelius γελώντας. «Το αστείο είναι ότι έναν χρόνο μετά, όλοι είχαν στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση».

Η συμβολή των Covenant στη διαμόρφωση μιας ολόκληρης σκηνής

Αυτό ήταν κάτι που έμελλε να ξαναδούν πολλές φορές. Παρότι οι Covenant δεν είχαν σκοπό να δημιουργήσουν ένα νέο υποείδος, δεν είναι λίγοι αυτοί που ονόμασαν τους πειραματισμούς τους ως futurepop, ένα μείγμα από EBM, trance και synthpop που κυριάρχησε στις αρχές των 2000s. Μαζί με συγκροτήματα όπως οι VNV Nation και οι Apoptygma Berzerk, οι Covenant συνέβαλαν στη διαμόρφωση αυτής της αισθητικής. Ποτέ όμως δεν μπήκαν στη διαδικασία να υιοθετήσουν τον χαρακτηρισμό επίσημα. «Είχε πλάκα», λέει ο Montelius. «Μας έβαζαν την ταμπέλα του futurepop, αλλά δεν είχαμε ιδέα τι σημαίνει. Εμείς απλώς φτιάχναμε τη μουσική που μας άρεσε να ακούμε».

Με τα χρόνια, οι Covenant εξελίχθηκαν, χωρίς όμως να επηρεάζονται από τις αλλαγές γύρω τους. Ο βασικός τους ήχος (προσεγμένη ηλεκτρονική παραγωγή, στίχοι με υπαρξιακές ανησυχίες και η χαρακτηριστική φωνή του Simonsson) έμεινε σταθερός, αλλά με κάθε άλμπουμ άνοιγαν νέους δρόμους. Η δεύτερη δουλειά τους, “Sequencer”, πήρε τις ιδέες του πρώτου άλμπουμ και τις μετέτρεψε σε πιο δυναμικά τραγούδια. Ενώ το “United States of Mind” έδωσε έμφαση στη μελωδία, χαρίζοντάς τους μερικά από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια τους.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, είχαν ήδη αποκτήσει σημαντικό κοινό σε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Και ήξεραν πώς να σταθούν στη σκηνή. Ο Eskil Simonsson, που στο στούντιο ήταν πάντα ήρεμος και συγκεντρωμένος, στα live μεταμορφωνόταν με έντονη παρουσία, θεατρικότητα και μια σχεδόν απόκοσμη ενέργεια. «Πάντα έβλεπα τις ζωντανές εμφανίσεις σαν μια τελετουργία», περιγράφει ο Simonsson. «Για ενενήντα λεπτά, βάζεις το κοινό στον δικό σου κόσμο. Δεν γίνεται να το κάνεις αυτό προσποιούμενος».

Αποχωρήσεις, νέες προσθήκες και η σταθερά Simonsson

Αλλά η επιτυχία δεν ήρθε χωρίς δυσκολίες. Η προσπάθεια των Covenant να φτάσουν σε ένα πιο ευρύ κοινό, ειδικά την περίοδο του “Northern Light”, όταν και υπέγραψαν με μεγάλη δισκογραφική, σταμάτησε από ένα απρόσμενο περιστατικό που είχε να κάνει με τους άγραφους κανόνες της μουσικής σκηνής. «Είχαμε ετοιμάσει δύο βίντεο που θα προβάλλονταν στο Viva Zwei (ένα γνωστό γερμανικό κανάλι για εναλλακτική μουσική)», θυμάται ο Montelius. «Όταν όμως έμαθαν ότι προερχόμασταν από τη synth σκηνή, τα απέσυραν. Εκεί τελείωσε. Είπαν ξεκάθαρα ότι δεν μπορούν να προβάλουν συγκρότημα από αυτόν τον χώρο».

Αυτό οδήγησε σε αλλαγές, οι οποίες δεν ήρθαν απότομα, αλλά έγιναν σταδιακά. Ο Clas Nachmanson, μέλος από την αρχή, αποχώρησε το 2007. Στη θέση του μπήκε ο Daniel Myer, προσθέτοντας έναν πιο τεχνικό και πειραματικό χαρακτήρα στον ήχο της μπάντας. Κάποια στιγμή έφυγε κι αυτός. Κάποιοι άλλοι μπήκαν, κάποιοι έφυγαν. Ο Montelius, που τότε είχε στραφεί περισσότερο στην οικογενειακή του ζωή, σταμάτησε να περιοδεύει. Παρά τις αλλαγές, ο Simonsson έμεινε το σταθερό σημείο αναφοράς σε ένα συγκρότημα που δεν έμενε ποτέ το ίδιο.

Παρά τις συνεχείς αλλαγές, οι Covenant δεν κατέβασαν ποτέ στροφές. Αντίθετα, έγιναν πιο απρόβλεπτοι. Άλμπουμ όπως τα “Modern Ruin” και “The Blinding Dark” τους βρήκαν να πειραματίζονται με ambient ατμόσφαιρες και πιο αφαιρετικές δομές στα κομμάτια τους. Κάποια tracks δεν έμοιαζαν καν με τραγούδια, έμοιαζαν περισσότερο με «ηχητικά δοκίμια», μακριά από τη συνηθισμένη φόρμα. «Η λογική του “κάνουμε απλώς περισσότερα από τα ίδια” ποτέ δεν μας ταίριαξε», λέει ο Simonsson. «Έχουμε δύο βασικούς κανόνες: να μη μένουμε στάσιμοι και να μη δίνουμε βάση στο τι περιμένει ο κόσμος». Αυτή η στάση τούς έχει βοηθήσει να αποφύγουν την επανάληψη, και αν κάποιες φορές μας αφήνουν με ερωτηματικά, δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα. «Υπάρχουν φορές που κάποιοι fans εκνευρίζονται επειδή δεν παίζουμε τα γνωστά κομμάτια. Οι περισσότεροι όμως το καταλαβαίνουν. Δεν γίνεται να προκαλέσεις έκπληξη όταν δίνεις συνέχεια αυτό που περιμένουν».

Ρυθμισμένοι στο beat της δικής τους διαδρομής

Και φτάνουμε στο 2019 και την κυκλοφορία του “Fieldworks: Exkursion EP”, την ίσως πιο ασυνήθιστη δουλειά τους μέχρι σήμερα. Δεν θυμίζει ακριβώς άλμπουμ, περισσότερο μοιάζει με ένα ημερολόγιο, φτιαγμένο από ηχογραφήσεις που συνέλεξαν στις περιοδείες τους και τις έντυσαν με μινιμαλιστικούς ρυθμούς. Αυτό δεν έγινε τυχαία, είναι συνειδητή επιλογή. «Μας απασχολεί το πώς το περιβάλλον επηρεάζει τον ήχο», λέει ο Simonsson. «Πόλεις, γλώσσες, κίνηση, αρχιτεκτονική, όλα αυτά παράγουν ήχους. Οπότε γιατί να μη τα δούμε σαν μουσικά όργανα

Ίσως αυτό το mindset είναι και ο καταλύτης ώστε οι Covenant να αντέξουν στην εποχή των CD, τα χρόνια των MP3, το streaming του σήμερα και την πανδημία. Ακόμα και όταν η αμερικανική industrial σκηνή δεν τους έδωσε σημασία, βρήκαν τον δρόμο τους και έκαναν πετυχημένες περιοδείες στις ΗΠΑ. «Ποτέ δεν είχαμε κάποιο μεγάλο σχέδιο», εξομολογείται ο Montelius. «Απλώς λέγαμε “ναι” σε ό,τι μας φαινόταν ενδιαφέρον, δουλεύαμε όσο πιο σοβαρά μπορούσαμε και συνεχίζαμε. Τόσο απλό».

Αυτός ο τρόπος σκέψης και η διαρκής ισορροπία ανάμεσα στο γνώριμο και στο άγνωστο είναι που τους δίνει ώθηση, ακόμα και όταν δεν υπάρχει ξεκάθαρο πλάνο. Δεν ακολούθησαν τάσεις, δεν μπήκαν σε καλούπια και συνέχισαν να προχωρούν, ρυθμισμένοι σε κάθε beat με ακρίβεια. Και σκοπεύουν να το συνεχίσουν, είτε βρίσκονται στο προσκήνιο είτε όχι. «Είναι εθιστικό», λέει ο Montelius. «Μετά από τόσα χρόνια, δεν σταματάς έτσι απλά. Είναι πλέον κομμάτι του ποιοι είμαστε».

Artist: Sober On Tuxedos

Album: Good Intentions

Label: Heaven Music

Release Date: 11/12/2020

Genre: Nu Metal, Metalcore

Share.
Χρησιμοποιούμε cookies για να εξατομικεύουμε το περιεχόμενο και τις διαφημίσεις, να παρέχουμε λειτουργίες κοινωνικών μέσων και να αναλύουμε την επισκεψιμότητά μας. Μοιραζόμαστε επίσης πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του ιστότοπού μας με συνεργάτες μας στα κοινωνικά μέσα, τη διαφήμιση και την ανάλυση δεδομένων. View more
Cookies settings
Αποδοχή
Απόρριψη
Πολιτική Απορρήτου
Privacy & Cookies policy
Cookie name Active

Όροι Χρήσης

Η εταιρεία DEPART (εφεξής «Εταιρεία»), ιδιοκτήτρια του παρόντος διαδικτυακού τόπου (εφεξής «Διαδικτυακός Τόπος»), προσφέρει τις υπηρεσίες της υπό τους κάτωθι όρους χρήσης. Η Εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα να ενημερώνει ή να τροποποιεί τους όρους χρήσης οποτεδήποτε χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση. Παρακαλείστε να ελέγχετε τακτικά τους όρους χρήσης για τυχόν αλλαγές. Η χρήση του Διαδικτυακού Τόπου συνιστά αποδοχή των παρακάτω όρων.

1. Χρήση του Διαδικτυακού Τόπου

Η πρόσβαση και η χρήση του Διαδικτυακού Τόπου υπόκεινται στους παρόντες όρους χρήσης. Οι χρήστες οφείλουν να διαβάσουν προσεκτικά τους όρους αυτούς. Σε περίπτωση που δεν συμφωνούν, καλούνται να μην κάνουν χρήση των υπηρεσιών ή του περιεχομένου του Διαδικτυακού Τόπου.

2. Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας

Όλο το περιεχόμενο του Διαδικτυακού Τόπου, συμπεριλαμβανομένων κειμένων, γραφικών, εικόνων και αρχείων, αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του DEPART και προστατεύεται από την ελληνική και διεθνή νομοθεσία. Η αναπαραγωγή, διανομή, τροποποίηση ή χρήση του περιεχομένου για εμπορικούς σκοπούς απαγορεύεται χωρίς την έγγραφη άδεια της Εταιρείας. Επιτρέπεται η αποθήκευση και χρήση τμημάτων του περιεχομένου αποκλειστικά για προσωπική και μη εμπορική χρήση, υπό την προϋπόθεση ότι διατηρείται η ένδειξη προέλευσης από τον Διαδικτυακό Τόπο.

3. Ευθύνη Χρήστη

Οι χρήστες φέρουν την ευθύνη για οποιαδήποτε ζημία προκαλείται στον Διαδικτυακό Τόπο ή στην Εταιρεία λόγω αθέμιτης ή κακής χρήσης του περιεχομένου ή των υπηρεσιών του.

4. Περιορισμός Ευθύνης

To DEPART δεν φέρει ευθύνη για οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση ζημία προκύψει από τη χρήση του Διαδικτυακού Τόπου. Το περιεχόμενο παρέχεται «ως έχει» και χωρίς εγγύηση ως προς την ακρίβεια, την πληρότητα ή τη διαθεσιμότητά του. Η Εταιρεία δεν εγγυάται ότι οι υπηρεσίες θα παρέχονται αδιάλειπτα ή χωρίς σφάλματα.

5. Υπερσύνδεσμοι (Links)

Ο Διαδικτυακός Τόπος ενδέχεται να περιέχει συνδέσμους προς άλλους ιστότοπους. Το DEPART δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο, τις υπηρεσίες ή την πολιτική προστασίας προσωπικών δεδομένων των ιστότοπων αυτών. Ο χρήστης έχει την ευθύνη να ενημερώνεται για τους όρους χρήσης των εν λόγω ιστότοπων.

6. Cookies

Ο Διαδικτυακός Τόπος ενδέχεται να χρησιμοποιεί cookies για τη βελτίωση της εμπειρίας πλοήγησης. Ο χρήστης μπορεί να ρυθμίσει τον περιηγητή του ώστε να απορρίπτει τα cookies ή να ειδοποιείται για τη χρήση τους. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε στο privacy@depart.gr.

7. Εφαρμοστέο Δίκαιο και Δικαιοδοσία

Οι παρόντες όροι διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Οποιαδήποτε διαφορά προκύψει από τη χρήση του Διαδικτυακού Τόπου, αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Αθήνας.

Επικοινωνία

Για οποιαδήποτε ερώτηση ή ζήτημα που άπτεται νομικών ή ηθικών θεμάτων, μπορείτε να επικοινωνήσετε με την Εταιρεία μέσω email στο privacy@depart.gr.
Save settings
Cookies settings
Exit mobile version