Το 1997, οι Dimmu Borgir κυκλοφόρησαν το “Enthrone Darkness Triumphant”, ένα άλμπουμ που σημάδεψε την πορεία τους και άφησε ισχυρό αποτύπωμα στο είδος. Άλλωστε, ένας black metal δίσκος με αυτόν τον τίτλο, γίνεται να μην είναι διαμάντι; Την ίδια εποχή, η σκηνή προσπαθούσε να αποτινάξει τις τοπικές της ρίζες και τη φήμη που τη βάραινε λόγω εμπρησμών εκκλησιών και άλλων εγκληματικών ενεργειών. Οι Dimmu Borgir επέλεξαν συνειδητά μια διαφορετική διαδρομή. Το “Enthrone Darkness Triumphant” δεν ήταν αποτέλεσμα τύχης ούτε στιγμιαίας έμπνευσης. Ήταν μια υπολογισμένη απόφαση που άλλαξε τόσο την ταυτότητα της μπάντας όσο και την εξέλιξη του είδους.
Μέχρι τότε, οι Dimmu Borgir ήταν ένα τυπικό συγκρότημα της underground σκηνής. Τα πρώτα τους άλμπουμ, “For All Tid” και “Stormblåst”, είχαν ατμόσφαιρα, σκληρό ήχο και ηχογραφήθηκαν σε συνθήκες που ταίριαζαν στο «απόκληρο» πνεύμα τους. Ωστόσο, ακόμη και μέσα σε αυτό το πρωτόγονο πλαίσιο, φαινόταν η φιλοδοξία τους, κυρίως μέσα από τη χρήση πλήκτρων. Αυτή υπέδειχνε μια πιο ανοιχτή προσέγγιση από εκείνη που συχνά ανεχόταν το είδος. Η προοπτική αυτή πήρε μορφή με το “Enthrone Darkness Triumphant”, και η χρονική συγκυρία ήταν καθοριστική.
Οι Dimmu Borgir πήραν δύο βασικές αποφάσεις που καθόρισαν τον χαρακτήρα του άλμπουμ. Πρώτα, άφησαν τη μικρή βρετανική εταιρεία Cacophonous Records και συνεργάστηκαν με τη Nuclear Blast. Έπειτα, επέλεξαν να ηχογραφήσουν στο Abyss Studio στη Σουηδία, με τον Peter Tägtgren να αναλαμβάνει την παραγωγή. Αυτές οι κινήσεις εξέφραζαν μια συνειδητή αλλαγή πορείας. Η μπάντα απομακρύνθηκε από την lo-fi προσέγγιση και προτίμησε έναν πιο καθαρό και επιβλητικό ήχο.
Ηχητική μετάβαση και παραγωγή: το νέο πρόσωπο των Dimmu Borgir
Από άποψη παραγωγής, το “Enthrone Darkness Triumphant” αποτέλεσε τεράστια πρόοδο για τους Dimmu Borgir. Ο ήχος ήταν καθαρός, πολυεπίπεδος και τα πλήκτρα είχαν κυρίαρχο ρόλο. Αυτό το στοιχείο θα χαρακτήριζε στο εξής τον ήχο τους, αλλά θα γινόταν και σημείο έντονης συζήτησης. Κάποιοι θεώρησαν πως το συγκρότημα απομακρύνθηκε από την ακατέργαστη φύση του black metal. Άλλοι, όμως, είδαν μια φυσική εξέλιξη προς έναν πιο ώριμο και έντονο ήχο. Σε κάθε περίπτωση, τα πλήκτρα απέκτησαν δομικό και συνθετικό ρόλο. Κομμάτια όπως τα “Mourning Palace” και “Spellbound (By the Devil)” είναι παραδείγματα του που ακούγεται ένα black metal κομμάτι που είναι βασισμένο στα πλήκτρα.
Η μεταμόρφωση αυτή δεν ήρθε «αναίμακτα». Ο πληκτράς Stian Aarstad, αν και συνέβαλε σε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία του άλμπουμ, φαίνεται πως απουσίασε από μια σημαντική live εμφάνιση λίγο πριν την κυκλοφορία. Η μπάντα αναγκάστηκε να προσαρμοστεί άμεσα, κάτι που αντικατοπτρίζει τη σύγκρουση ανάμεσα στις underground ρίζες τους και την προσπάθεια για επαγγελματική συνέπεια. Παράλληλα, το συγκρότημα αναδιαμόρφωνε και τους εσωτερικούς του ρόλους. Ο Shagrath άρχισε να απομακρύνεται από τις κλασικές black metal κραυγές και να υιοθετεί έναν πιο βραχνό και αφηγηματικό ύφος. Αυτό έκανε τους στίχους πιο κατανοητούς, αν και ομολογουμένως, αφαιρούσε μέρος της έντασης.
Η αντίδραση της δισκογραφικής εταιρείας στο άλμπουμ ήταν άμεση και δυναμική. Ο Markus Staiger, κουμάντο της Nuclear Blast, λέγεται πως ενθουσιάστηκε από τα πρώτα λεπταά ακρόασης. Έδωσε αμέσως προτεραιότητα στους Dimmu Borgir σε σχέση με άλλους καλλιτέχνες της εταιρείας. Στο άλμπουμ αναγνώρισε όχι μόνο ποιότητα, αλλά και δυναμική για ευρύτερη απήχηση. Σε έναν τόσο κλειστό χώρο όσο το black metal, αυτή η σκέψη φαινόταν σχεδόν αιρετική. Παρ’ όλα αυτά, ο Staiger αποδείχθηκε σωστός. Ενώ οι προηγούμενοι δίσκοι των Dimmu είχαν φτάσει μερικές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα, το “Enthrone Darkness Triumphant” ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Οι πωλήσεις έφτασαν τις εκατοντάδες χιλιάδες, κάτι μοναδικό για το είδος εκείνη την εποχή.
Το άλμπουμ που έφερε το black metal σε νέο ακροατήριο
Τα επακόλουθα ήταν άμεσα και προκάλεσαν συζητήσεις. Στο εσωτερικό της σκηνής, η μπάντα δέχτηκε κριτική από μερίδα Νορβηγών συναδέλφων τους. Κάποιοι πίστευαν πως η επιτυχία του άλμπουμ ήρθε εις βάρος της αυθεντικότητας. Εκτός Νορβηγίας όμως, κυρίως στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, το “Enthrone Darkness Triumphant” καθιερώθηκε ως σημείο αναφοράς. Για πολλούς ήταν η πρώτη τους επαφή με το είδος. Ο λόγος ήταν η καθαρή παραγωγή και οι πιο προσιτές ενορχηστρώσεις. Σε αντίθεση με τα σκοτεινά και χαμηλής ποιότητας έργα των πρώτων συγκροτημάτων, αυτός ο δίσκος ακουγόταν καθαρά. Λειτουργούσε ακόμα και σε απλά στερεοφωνικά ή σε soundcheck μεγάλων φεστιβάλ.
Τα τραγούδια δεν ακολουθούν μία και μόνο φόρμα. Αυτή είναι μία από τις πιο συχνά υποτιμημένες πλευρές του δίσκου. Παρότι συχνά αναφέρεται για τη συμφωνική του συνοχή, στην πραγματικότητα υπάρχει συνειδητή ποικιλία σε ρυθμό και δομή. Το “In Death’s Embrace” βασίζεται κυρίως στη μελωδία και την ατμόσφαιρα. Αντίθετα, το “Tormentor of Christian Souls” εκφράζει ένταση με σφιχτά riff και blast beats. Ακόμη και το “A Succubus in Rapture”, που είναι πιο αργό και μελαγχολικό, δείχνει τη σταθερή προσήλωση της μπάντας στη μουσική δυναμική.
Από εμπορική και επικοινωνιακή άποψη, η μπάντα αντιλήφθηκε τη σημασία της εικόνας. Το εξώφυλλο από μόνο του έδειχνε αλλαγή πορείας. Αντί για αφηρημένα φυσικά τοπία, επέλεξαν μια εμβληματική και μυστηριώδη φιγούρα: έναν καλυμμένο ιερέα που κοιτάζει ευθέως τον ακροατή, χωρίς ίχνος ειρωνείας. Το λογότυπο έγινε πιο καθαρό και λιτό. Η digipak έκδοση είχε μια αίσθηση πολυτέλειας. Όλα αυτά έδειχναν ότι υπήρχε πρόθεση όχι μόνο για ποιοτικό ήχο, αλλά και για προσεγμένη συνολική παρουσία.
Τομή στην ιστορία του είδους και αρχή μιας νέας εποχής
Αξίζει να αναφερθεί πως αυτό ήταν το πρώτο άλμπουμ των Dimmu Borgir που ηχογραφήθηκε εξ ολοκλήρου στα αγγλικά. Η επιλογή αυτή ήταν μια στρατηγική απόφαση. Η μπάντα ήθελε να γίνει κατανοητή, τόσο κυριολεκτικά όσο και σε επίπεδο νοήματος, από περισσότερο κόσμο. Έτσι, άνοιξε τον δρόμο για τις επόμενες δουλειές να απευθυνθούν σε ακόμη μεγαλύτερο ακροατήριο. Δίσκοι όπως τα “Spiritual Black Dimensions” και “Puritanical Euphoric Misanthropia” ανέβασαν και την πολυπλοκότητα και τη θεατρικότητα. Πλήρεις ορχήστρες, καλεσμένοι τραγουδιστές και ολοένα πιο εντυπωσιακές περιοδείες. Τίποτα από αυτά δεν θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς το “Enthrone Darkness Triumphant” να ανοίξει πρώτα αυτό το μονοπάτι.
Ειρωνικά, η επιτυχία του άλμπουμ με τα χρόνια έχει κρύψει κάποιες από τις λεπτομέρειές του. Συνήθως το θυμόμαστε ως τον δίσκο με τον πιο καθαρό ήχο από τη μπάντα. Όμως, σπάνια μιλάμε για τις συνθετικές επιλογές του ή τον τρόπο που άλλαξε την αντίληψη γύρω από το black metal. Σίγουρα, τα επόμενα άλμπουμ – “Death Cult Armageddon”, “In Sorte Diaboli” – ανέπτυξαν αυτή τη φόρμα και την εξέλιξαν τεχνικά. Κατά τη γνώμη μου, όμως, σε επίπεδο έμπνευσης δεν έφτασαν ποτέ το ίδιο ύψος. Έτσι, το “Enthrone Darkness Triumphant” παραμένει το σημείο όπου όλα λειτούργησαν όπως έπρεπε.
Εκ των υστέρων, αυτό που κάνει αυτό το άλμπουμ σημαντικό δεν είναι αν ήταν η καλύτερη black metal κυκλοφορία εκείνης της χρονιάς. Η σχετική κουβέντα, άλλωστε, συνεχίζεται ακόμα ανάμεσα στους πιο αυστηρούς οπαδούς του είδους. Η σημασία του βρίσκεται αλλού. Το άλμπουμ λειτουργεί σαν σημείο καμπής – όχι προς τα πίσω, αλλά προς τα εμπρός, ανοίγοντας νέους δρόμους. Έθεσε δύσκολα ερωτήματα για την παραγωγή, την εικόνα και το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Και είχε το θάρρος να τα απαντήσει χωρίς περιστροφές. Για όσους θέλουν να καταλάβουν πώς το black metal βγήκε από τα υπόγεια και έφτασε στη μεγάλη σκηνή, αυτός ο δίσκος είναι κομβικός. Από τις πρόχειρες κασέτες που άλλαζαν χέρια χέρι με χέρι, μέχρι τα μεγάλα φεστιβάλ, το “Enthrone Darkness Triumphant” είναι το σημείο όπου η τροχιά του είδους άλλαξε κατεύθυνση.