Λίγο πριν τελειώσει το 1991, οι Entombed ετοιμάζονταν να κυκλοφορήσουν το “Clandestine“, ένα άλμπουμ που τελικά θα γινόταν σημείο αναφοράς για το σουηδικό death metal. Η μπάντα τότε περνούσε μια περίοδο γεμάτη αλλαγές και αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον της. Παρόλα αυτά, μπήκαν στο στούντιο και άφησαν στην άκρη ό,τι τους απασχολούσε για να φτιάξουν έναν δίσκο που ακόμα και σήμερα συζητιέται από όσους αγαπούν αυτό το είδος.
Όταν οι Entombed μπήκαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το “Clandestine”, η μπάντα περνούσε ήδη μια φάση αλλαγών. Το πρώτο τους άλμπουμ, “Left Hand Path“, είχε κάνει το σουηδικό death metal γνωστό σε όλο τον κόσμο, όμως μέσα στο συγκρότημα τα πράγματα δεν ήταν και τόσο ήρεμα. Ο γνωστός σε όλους χωρισμός με τον L.G. Petrov έφερε μαζί του αμφιβολίες και ερωτηματικά για το τι θα γίνει στη συνέχεια. Σε αντίθεση με άλλα συγκροτήματα που βρέθηκαν σε παρόμοιες καταστάσεις, οι Entombed προτίμησαν να κάνουν το απρόσμενο. Αντί να ψάξουν αμέσως για νέο μόνιμο τραγουδιστή, αποφάσισαν ο ντράμερ τους, Nicke Andersson, να είναι ατός που θα αναλάβει τα φωνητικά μέσα στο στούντιο.
Η ιστορία όπως παρουσιάστηκε στις σημειώσεις του άλμπουμ και σε διάφορα promo ήταν αρκετά μπερδεμένη. Ενώ στο βιβλιαράκι εμφανιζόταν ένας καινούργιος τραγουδιστής, τελικά είχε ελάχιστη συμμετοχή στα φωνητικά. Αυτό το γεγονός κίνησε την περιέργεια των οπαδών και έκανε το “Clandestine” να φαίνεται ακόμα πιο μυστηριώδες. Το σημαντικό όμως είναι το πώς αυτή η αλλαγή στα φωνητικά επηρέασε τον τρόπο που δούλεψε η μπάντα στο στούντιο. Με τον Andersson να αναλαμβάνει και τα ντραμς και τα φωνητικά, και έχοντας μεγάλο μέρος της σύνθεσης στα χέρια του, το άλμπουμ βγήκε πιο δεμένο και με πολύ προσεγμένες λεπτομέρειες.
Το στούντιο όπου ηχογραφήθηκε το “Clandestine” έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πώς διαμορφώθηκε ο ήχος του δίσκου. Τα Sunlight Studios στη Στοκχόλμη, με τον Tomas Skogsberg στην παραγωγή, είχαν ήδη ταυτιστεί με τη σουηδική death metal σκηνή. Σε αυτό το στούντιο δημιουργήθηκε για πρώτη φορά ο χαρακτηριστικός “buzzsaw” ήχος της κιθάρας, που βγήκε μέσα από έξυπνη χρήση πεταλιών και ασυνήθιστες ρυθμίσεις ενισχυτή. Στο “Clandestine”, ο ήχος αυτός εξελίχθηκε ακόμη περισσότερο: έγινε πιο καθαρός και πολυδιάστατος σε σχέση με το πρώτο άλμπουμ, προσφέροντας μια λεπτομέρεια που σπάνια συναντούσες στο είδος εκείνα τα χρόνια.

Η φιλοσοφία που είχε ο Skogsberg στην παραγωγή δεν είχε ως στόχο την τεχνική τελειότητα, αλλά να αποδώσει όλη την ενέργεια της μπάντας. Ήταν γνωστός για το ότι άφηνε τους μουσικούς να δοκιμάζουν διάφορα πράγματα, είτε βάζοντας τα φωνητικά σε διαφορετικά σημεία και επίπεδα, είτε προσθέτοντας ατμοσφαιρικά κομμάτια από cult ταινίες τρόμου για να δώσει μια πιο σκοτεινή αίσθηση στο άλμπουμ. Με αυτόν τον τρόπο, το “Clandestine” κατάφερε να ξεχωρίσει και να κάνει αίσθηση όχι μόνο στη Σουηδία, αλλά και εκτός συνόρων.
Έτσι. χάρη στην ελευθερία που τους παρείχε ο Skogsberg στην παραγωγή, οι Entombed βρήκαν χώρο να πειραματιστούν με τον ήχο τους, σε μια εποχή που η σκηνή ήταν άκρως ανταγωνιστική. Την ίδια περίοδο, οι αμερικανικές μπάντες από τη Φλόριντα είχαν δώσει τον τόνο, όμως στη Σουηδία είχε αρχίσει να γεννιέται κάτι εντελώς διαφορετικό. Το “Clandestine” βγήκε ακριβώς τότε, μέσα σε ένα κύμα νέων κυκλοφοριών από σουηδικές μπάντες που ήθελαν να αφήσουν το δικό τους στίγμα. Αυτό που ξεχώρισε στους Entombed ήταν ότι, εκτός από το δυνατό γράψιμο και την προσεγμένη παραγωγή, τόλμησαν να συνδυάσουν hardcore punk ρυθμούς, doom στιγμές και μελωδικές πινελιές, δίνοντας έτσι κάτι το διαφορετικό.
Αυτή η ποικιλία στον ήχο ήταν σημάδι της αλλαγής που περνούσε όλη η σκηνή. Το “Clandestine” όχι μόνο έδειχνε τι γινόταν τότε στο σουηδικό death metal, αλλά έπαιξε ρόλο στο να διαμορφωθεί το επόμενο βήμα του είδους. Ο τρόπος που δούλεψαν τα riff και οι εναλλαγές στους ρυθμούς έγιναν σημείο αναφοράς για πολλά συγκροτήματα στη Σουηδία, ενώ ο γεμάτος ήχος του δίσκου έδωσε ιδέες για νέους πειραματισμούς στο extreme metal.
Κάτι που συχνά αδίκως παραβλέπεται είναι ο τρόπος που οι Entombed ενσωμάτωσαν επιρροές έξω από το στενό πλαίσιο της μουσικής. Αντί να επικεντρωθούν μόνο στο gore ή τη βία, δανείστηκαν ιδέες από ταινίες και βιβλία τρόμου, βάζοντας έξυπνα επιλεγμένα samples και αναφορές για να δώσουν ατμόσφαιρα στα κομμάτια τους. Αυτή η πρακτική, που αργότερα έγινε πιο συνηθισμένη, τότε ήταν σχετικά φρέσκια και δείχνει πως το συγκρότημα είχε ανοιχτούς ορίζοντες και καταλάβαινε τι συνέβαινε γενικότερα σε πολιτισμικό επίπεδο. Η διαδικασία για να περάσουν αυτά τα στοιχεία στα κομμάτια έγινε με προσοχή και απαιτούσε τεχνικές γνώσεις στο στούντιο, αλλά και διάθεση να ξεφύγουν από τα συνηθισμένα θέματα των στίχων. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα άλμπουμ που αξίζει να το ακούς ξανά και ξανά, και να εντοπίζεις συνεχώς νέες λεπτομέρειες.
Η κυκλοφορία του “Clandestine” προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού στον underground Τύπο της εποχής και σε όλο και περισσότερο κόσμο στο εξωτερικό, ακόμα κι αν η επιτυχία του δεν πλησίασε τα μεγέθη των μεγάλων ονομάτων του ροκ και του μέταλ της εποχής. Αυτό που τελικά μέτρησε περισσότερο από τις πωλήσεις ήταν η επίδραση που είχε. Το άλμπουμ έγινε σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη γενιά σουηδικών συγκροτημάτων, με πολλούς να παραδέχονται ανοιχτά ότι ο ήχος και η δομή του “Clandestine” ήταν άμεση πηγή έμπνευσης.
Για τα ίδια τα μέλη των Entombed, η περίοδος μετά το “Clandestine” ήταν γεμάτη αλλαγές. Ο αρχικός τραγουδιστής επέστρεψε για τον επόμενο δίσκο και το συγκρότημα κινήθηκε σε μια διαφορετική κατεύθυνση, αυτό που αργότερα ονομάστηκε “death ‘n’ roll”. Φαινόταν πως δεν ήθελαν να μείνουν στάσιμοι ή να επαναλάβουν ό,τι είχαν ήδη κάνει. Παρ’ όλα αυτά, όλη η εμπειρία γύρω από τη δημιουργία του “Clandestine” – με τις δυσκολίες, τις νέες ιδέες και τα απρόοπτα – άφησε το δικό της σημάδι στην ιστορία τους.
Το “Clandestine” έχει βγει αρκετές φορές σε επανεκδόσεις και remaster τα τελευταία χρόνια. Κάθε φορά βρίσκει νέο κοινό και δυναμώνει ακόμη περισσότερο τη θέση του ανάμεσα στα πιο σημαντικά άλμπουμ του death metal. Είναι ένα ζωντανό παράδειγμα του πώς μια μπάντα μπορεί να αλλάξει πορεία και να αφήσει πραγματικό αποτύπωμα, όχι μόνο στη δική της ιστορία αλλά και σε όσους συνεχίζουν να ψάχνουν και να ακούνε αυτή τη μουσική, ακόμα και σήμερα.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Entombed
Album: Clandestine
Label: Earache Records
Release Date: 12/11/1991
Genre: Death Metal
1. Living Dead
2. Sinners Bleed
3. Evilyn
4. Blessed Be
5. Stranger Aeons
6. Chaos Breed
7. Crawl
8. Severe Burns
9. Through the Collonades
Producer: Tomas Skogsberg
Entombed: Nicke Andersson (Φωνή, τύμπανα, κρουστά), Uffe Cederlund (Κιθάρα, μπάσο), Alex Hellid (Κιθάρα), Lars Rosenberg (Μπάσο)
Facebook | Instagram | Deezer | ReverbNation | SoundCloud | Spotify | Tidal | YouTube

