Αν βάλεις τον Brad Pitt και τον Edward Norton μαζί στην οθόνη, καταλαβαίνεις αμέσως ότι υπάρχει χημεία μεταξύ τους. Στο “Fight Club” του David Fincher όμως, αυτό που παρακολουθείς θυμίζει πραγματική έκρηξη από χάρισμα και σκοτεινή διάθεση που, με τη σκηνοθετική ματιά του Fincher, μετατρέπει μια pulp ιστορία σε ένα κινηματογραφικό τεστ Rorschach για το άγχος που επικρατούσε στο τέλος του 20ού αιώνα. Ο Pitt και ο Norton λειτουργούν σαν ζωντανές εκφράσεις ενός διχασμένου εαυτού, με τον Fincher να σκηνοθετεί τη μεταξύ τους ψυχολογική αναμέτρηση. Μαζί μας καλούν τους θεατές να δούμε κάτι πολύ περισσότερο από σκηνές βίας, βάζοντάς μας να σκεφτούμε ξανά τι σημαίνει ταυτότητα, πραγματικότητα και νόημα.
Οι δύο πρωταγωνιστές του “Fight Club”, ο Αφηγητής (Edward Norton) και ο Tyler Durden (Brad Pitt), μοιάζουν με σαν καθρέφτης διαλυμένης ψυχής που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους στη σύγχρονη εποχή. Η σχέση τους αποτυπώνει μια πολύ μεγαλύτερη ανησυχία που υπάρχει στην κοινωνία, δηλαδή το αίσθημα ότι σε μια περίοδο κοινωνικής απομόνωσης και υπερβολικής πληροφόρησης, το «εγώ» παύει να είναι κάτι ενιαίο και γίνεται ένα πεδίο όπου συγκρούονται διαφορετικές επιθυμίες.

Αυτή η διτόττητα δεν συναντάται μόνο στον κινηματογράφο ή τη λογοτεχνία, αλλά αποτυπώνει μια ψυχολογική πραγματικότητα που γίνεται όλο και πιο γνώριμη. Ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι έχουν παρατηρήσει εδώ και καιρό ότι οι άνθρωποι δυσκολεύονται να συμβιβάσουν διαφορετικές πλευρές της ταυτότητάς τους, ειδικά κάτω από τις πιέσεις της σύγχρονης ζωής. Ο όρος “divided self“, που εισήγαγε ο R.D. Laing τη δεκαετία του 1960, περιγράφει το πώς τα άτομα βιώνουν εσωτερικές συγκρούσεις σαν απάντηση σε πολιτισμικές ή προσωπικές αντιφάσεις. Σήμερα, τέτοιες εσωτερικές μάχες εμφανίζονται σε μεγάλη κλίμακα, δυναμωμένες από την πίεση των social media, τις αλλαγές στη δουλειά και τη συνεχή απαίτηση να προβάλλεις και να βελτιώνεις τον εαυτό σου.
Στο “Fight Club”, ο Tyler Durden μοιάζει με αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που σπρώχνει τους ανθρώπους στα άκρα. Η ψυχολογική κατάρρευση του Αφηγητή αντικατοπτρίζει, με έναν τρόπο, τη διάλυση μιας ολόκληρης κοινωνίας: το άτομο παγιδεύεται ανάμεσα στην ανάγκη να ακολουθεί τους κανόνες και στην επιθυμία να αντιδράσει, κάπου ανάμεσα στη μουδιασμένη υπακοή και την αυτοκαταστροφική ελευθερία. Η επαναστατική γοητεία του Tyler τραβάει, όμως στην ουσία είναι ένα ακόμη σενάριο που υπόσχεται απελευθέρωση, με τον κίνδυνο να φέρει καινούργιες μορφές ελέγχου.
Μπορούμε εύκολα να βρούμε αντίστοιχα παραδείγματα στη σημερινή πραγματικότητα. Για παράδειγμα, η εξάπλωση των online προσωπικοτήτων δείχνει πως οι άνθρωποι συχνά παρουσιάζουν αντιφατικές εκδοχές του εαυτού τους σε διαφορετικά social media, με αποτέλεσμα να νιώθουν αποξενωμένοι ακόμα και από αυτές τις ίδιες τις εκδοχές. Κοινωνικές κρίσεις εμφανίζονται συχνά σαν συγκρούσεις ανάμεσα σε «αποδεκτές» και «μη αποδεκτές» ταυτότητες ή σαν εναλλαγή ανάμεσα στον εφησυχασμό και στη ριζοσπαστική δράση. Η έντονη πόλωση, οι θεωρίες συνωμοσίας στο διαδίκτυο θυμίζουν το ίδιο «πήγαινε-έλα» ανάμεσα στην καταπίεση και την έκρηξη που ζει ο Αφηγητής με τον Tyler.
Με αυτή τη λογική, οι πρωταγωνιστές του “Fight Club” δείχνουν μια συλλογική κατάσταση διαρκούς ρευστότητας, όπου το «εγώ» βρίσκεται διαρκώς υπό αμφισβήτηση, τόσο μέσα μας όσο και μπροστά στους άλλους. Η δύναμη της ταινίας είναι ακριβώς το ότι κάνει αυτή τη συνήθως αόρατη σύγκρουση να φαίνεται ξεκάθαρα, βάζοντάς μας στη θέση να σκεφτούμε αν η ολοκλήρωση του εαυτού είναι ακόμη εφικτή ή και επιθυμητή σε μια εποχή που η κρίση ταυτότητας από τον περίγυρο δεν σταματά ποτέ.
Οι περισσότερες ταινίες ξεχωρίζουν τον ήρωα από τον «κακό» με μια χοντρή γραμμή. Ο Fincher, ο Brad Pitt και ο Edward Norton θολώνουν αυτή τη γραμμή τόσο πολύ που στο τέλος χάνεται. Στο κέντρο του “Fight Club” βλέπουμε δύο χαρακτήρες: τον ανοιχτά αναρχικό Tyler Durden (Pitt) και έναν καταπιεσμένο υπάλληλο γραφείου, τον ανώνυμο αφηγητή (Norton). Η ταινία χρησιμοποιεί τη σχέση τους όχι μόνο για να προχωρήσει η ιστορία, αλλά και για να δείξει τα παράδοξα της σύγχρονης ταυτότητας. Η δυναμική τους δεν έχει να κάνει με τη μάχη καλού και κακού, αλλά με τις αντιφάσεις που κουβαλάει ο καθένας. Ο Tyler έχει μια ακαταμάχητη γοητεία και μοιάζει να κριτικάρει όσα ο αφηγητής δεν αντέχει στον εαυτό του. Η γοητεία του Tyler όμως είναι δεμένη με την τάση του να καταστρέφει τα πάντα γύρω του, κι έτσι το κοινό μένει να αναρωτιέται πού τελικά βρίσκεται το όριο ανάμεσα στην απελευθέρωση και την αυτοκαταστροφή.
Λίγοι σκηνοθέτες παίζουν τόσο καλά με τις προσδοκίες του κοινού όσο ο David Fincher και το “Fight Club” είναι ίσως το πιο πολύπλοκο παράδειγμα αυτής της ικανότητάς του. Ο Fincher στήνει έναν κόσμο όπου το όριο ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση είναι συνεχώς ρευστό και αυτό αντικατοπτρίζει άμεσα τη διαταραγμένη σκέψη του πρωταγωνιστή. Η οπτική του γλώσσα χτυπά επίτηδες τη σιγουριά του θεατή με γρήγορες εμφανίσεις του Tyler Durden πριν καν παρουσιαστεί επίσημα, με κινήσεις της κάμερας που «δεν στέκουν» και με μια παλέτα γεμάτη βρώμικα χρώματα, νέον και βαθιές σκιές που κάνουν κάθε σκηνή να μοιάζει ταυτόχρονα αληθινή και παραίσθηση.
Ακόμα και το μοντάζ που χρησιμοποιεί ο Fincher στο “Fight Club” υπηρετεί την πρόθεση του να αποτυπώση την ψυχολογική κατάρρευση του αφηγητή. Τα jump cuts, οι στιγμιαίες σουρεαλιστικές εικόνες και οι σκηνές που μπλέκονται μεταξύ τους δημιουργούν μια διαρκή οπτικήαστάθεια. Η χρήση ψηφιακών εφέ, που ήταν ασυνήθιστη για τα δράματα εκείνης της εποχής, βάζει το θεατή σε έναν κόσμο που μοιάζει ταυτόχρονα χειροπιαστός και ψυχολογικά παράξενος, ειδικά σε σκηνές όπου η κάμερα περνά μέσα από σκουπίδια, σκελετούς αυτοκινήτων ή το διαμέρισμα του αφηγητή γεμάτο από έπιπλα IKEA. Όλες αυτές οι επιλογές δεν γίνονται για το στυλ, αλλά σπρώχνουν το κοινό να αμφισβητεί ό,τι βλέπει, ακούει ή ακόμα και θυμάται.
Η αναξιόπιστη αφήγηση δεν είναι κάτι που συναντάμε μόνο στο “Fight Club”. Στο “Gone Girl” και το “The Game”, ο Fincher παίζει ξανά με τα όρια της πραγματικότητας, μπερδεύοντας το κοινό με εναλλαγές οπτικής και συνεχείς ανατροπές. Και άλλοι σκηνοθέτες, όπως ο Christopher Nolan και ο Martin Scorsese, έχουν δουλέψει παρόμοια θέματα, όμως ο Fincher ενδιαφέρεται περισσότερο να κάνει τον θεατή να ζήσει τη σύγχυση του πρωταγωνιστή, παρά να τον εντυπωσιάσει με γρίφους και ανατροπές.
Αυτή η προσπάθεια του Fincher να μπερδέψει και η άρνησή του να δώσει μια σταθερή πραγματικότητα δείχνει πως ο αληθινός έλεγχος του μυαλού, του περιβάλλοντος ή της μοίρας είναι σχεδόν αδύνατος. Η τεχνική του ακρίβεια κάνει την παρακολούθηση της ταινίας να μοιάζει με μια πράξη αμφιβολίας. Στο “Fight Club”, η αίσθηση του ελέγχου μπορεί να φαίνεται ελκυστική, όμως κρατάει λίγο. Με το να αποσταθεροποιεί τον θεατή, ο Fincher μας βάζει να σκεφτούμε πόσο εύκολα μπορούν οι δικές μας πραγματικότητες, είτε προσωπικές είτε κοινωνικές ή πολιτικές, να αλλάξουν ή να διαλυθούν από δυνάμεις μέσα ή έξω από εμάς.
Ο David Fincher, που συχνά τον χαρακτηρίζουν σκηνοθέτη με κυνική ματιά, φέρνει μια χειρουργική ακρίβεια μέσα στο χάος. Το “Fight Club” από απλά μια ιστορία με αίμα και σαπούνι, μετατρέπεΤΑΙ ΣΕ αίθουσα γεμάτη καθρέφτες όπου ο καθένας βλέπει τις δικές του αγωνίες για το νόημα της ζωής. Ο σκηνοθέτης δεν δίνει ποτέ ξεκάθαρες απαντήσεις, αντίθετα, παραουσιάζει μια αφήγηση όπου η τάξη και το χάος εναλλάσσονται και η ίδια η αλήθεια αμφισβητείται διαρκώς από τον κάποιον που δεν μπορείς να εμπιστευτείς.
Το “Fight Club” δεν διστάζει να δείξει το πώς ακόμη και η αναζήτηση για νόημα γίνεται τελικά εμπόρευμα. Στην αρχή της ταινίας, ο αφηγητής προσπαθεί να ξεπεράσει την κρίση του ακολουθώντας τη μόδα της αυτοβοήθειας: μπαίνει σε ομάδες υποστήριξης και ψάχνει να βρει γιατρειά μέσα από τυποποιημένες “αυθεντικές” εμπειρίες. Όμως, η σάτιρα του Fincher γίνεται το ίδιο αιχμηρή όταν κοιτάζει και αυτές τις λύσεις. Η εξάρτηση του αφηγητή από τις ομάδες υποστήριξης μοιάζει με τον τρόπο που η κουλτούρα της ευεξίας και της αυτοβελτίωσης έχουν γίνει τεράστιες μπίζνες, μετατρέποντας την ανάγκη για κάτι βαθύτερο σε προϊόν ή υπηρεσία που απλά αγοράζεις.
Σήμερα αυτό το φαινόμενο φαίνεται ακόμη πιο έντονο. Η φράση «βρες τον εαυτό σου» ή «ζήσε την καλύτερη εκδοχή σου» κυριαρχεί στα social media, κάνοντας την προσωπική εξέλιξη μια ακόμα μόδα που πουλιέται. Εφαρμογές, πλατφόρμες ψυχοθεραπείας με συνδρομή και brands ευεξίας που διαφημίζουν influencers έχουν κάνει την υπαρξιακή αναζήτηση υπόθεση λίγων κλικ και online αγορών. Κλόουν που σου υπόσχονται να μάθεις μέχρι και πώς θα «ρίξεις γυναίκα», πουλάνε την ιδέα πως το νόημα της ζωής μπορεί να σου έρθει σπίτι, αρκεί να αγοράσεις το σωστό course. Έτσι, ακόμα και η ανάγκη για αντίσταση στη συμμόρφωση ή για “αυθεντικότητα” γίνεται πολύ γρήγορα μέρος του ίδιου καπιταλιστικού μηχανισμού. Όπως έδειξε το “Fight Club”, κάθε προσπάθεια για εξέγερση μπορεί εύκολα να καταλήξει μια ακόμη μορφή συμμόρφωσης, απλώς με νέο περιτύλιγμα.
Η ταινία βάζει ένα ξεκάθαρο ερώτημα: όταν ακόμη και η αναζήτηση σκοπού γίνεται προϊόν προς πώληση, πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε το αληθινό νόημα; Ή μήπως τελικά είμαστε καταδικασμένοι να μπερδεύουμε κάθε καινούργια μορφή κατανάλωσης με την ελευθερία;
Ο τρόπος που το “Fight Club” σχολιάζει τις έμφυλες ταυτότητες είναι πολύ πιο ανατρεπτικός απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς για την εποχή της. Ο Tyler Durden, όπως τον παίζει ο Brad Pitt, είναι η υπερβολική εκδοχή του «μάγκα» – μόνο μύες, αλαζονεία και όλα τα κλισέ για το πώς «πρέπει» να είναι ένας άντρας. Από την άλλη, ο Αφηγητής βασανίζεται από αβεβαιότητα: αδύναμος σωματικά, χωρίς αυτοπεποίθηση, και μόνιμα ανασφαλής για την ταυτότητά του. Αν ο Tyler δείχνει την τοξική αυτοπεποίθηση στα άκρα, ο Αφηγητής είναι αυτός που παλεύει διαρκώς με τις αμφιβολίες του.
Αντί να βάζει τον έναν χαρακτήρα απέναντι στον άλλον, ο Fincher και οι ηθοποιοί του δείχνουν ότι το ίδιο το φύλο είναι κάτι ρευστό, κάτι που το ενεργοποιείς ή το κρύβεις, χωρίς να είναι ποτέ απόλυτα αυθεντικό. Η δύναμη του Tyler είναι θεατρική, σαν να ξέρει πάντα πως τον παρακολουθούν. Ο Αφηγητής, από την άλλη, περνάει μέσα από διάφορες εκδοχές του «τι σημαίνει να είσαι άντρας», χωρίς να βρίσκει κάτι που να του ταιριάζει πραγματικά. Η ταινία σατιρίζει όλη αυτή την ιδέα του «αληθινού άντρα» και δείχνει ότι οι ρόλοι των φύλων είναι απλώς παραστάσεις που γεννιούνται από τις προσδοκίες των άλλων και το άγχος που αυτές δημιουργούν.
Αυτή η δυναμική έχει προλάβει τις σύγχρονες κουβέντες για το πώς παίζεται το φύλο σαν ρόλος. Η φιλόσοφος Judith Butler έχει πει ότι το φύλο δεν είναι μια σταθερή ταυτότητα, αλλά μια σειρά από πράξεις που επαναλαμβάνονται και διαμορφώνονται κυρίως από τον πολιτισμό, όχι από τη βιολογία. Στο “Fight Club”, και οι δύο πρωταγωνιστές παλεύουν με ρόλους που τους επιβάλλονται από την κοινωνία, την οικογένεια ή ο ένας τον άλλον, χωρίς να φτάνουν ποτέ στην αυθεντικότητα και πάντα με το αίσθημα ότι κάτι τους λείπει. Ο Tyler το παρακάνει σαν άμυνα, αλλά η μάσκα του κάποια στιγμή ραγίζει. Η αβεβαιότητα του Αφηγητή έχει τις ίδιες ρίζες, αφού επηρεάζεται τόσο από το περιβάλλον του όσο και από τον φανταστικό του εαυτό.
Η ταινία δείχνει ξεκάθαρα και τις σημερινές συζητήσεις για το τι σημαίνει να ζεις με αυστηρούς κανόνες γύρω από το φύλο. Τα τελετουργικά στο υπόγειο του Fight Club, αντί να είναι τόποι απελευθέρωσης, γίνονται χώρος όπου δοκιμάζεται ποιος είναι «πραγματικός άντρας», και όποιος δεν ταιριάζει στο πρότυπο γελοιοποιείται ή μένει απ’ έξω. Αυτή η ένταση φαίνεται και σήμερα, με όλους αυτούς που ασχολούνται μανιωδώς με το τι σημαίνει ανδρικότητα, είτε στις κουλτούρες που συνεχώς προωθούν νέα πρότυπα εμφάνισης και συμπεριφοράς. Η ταινία βάζει το ερώτημα αν υπάρχει αληθινή ελευθερία να διαλέξεις ταυτότητα ή αν τελικά όλα γίνονται προϊόντα προς πώληση και αν υπάρχει όντως απελευθέρωση όταν όλοι οι ρόλοι είναι φτιαγμένοι από τις προσδοκίες γύρω μας.
Παρόλο που έχουν γραφτεί πολλά για το πώς η ταινία δείχνει την αρρενωπότητα, αυτό που τελικά βγάζουν προς τα έξω οι Brad Pitt και Edward Norton μοιάζει περισσότερο με ερώτημα παρά με τοποθέτηση. Η κρίση του αφηγητή έχει να κάνει, σε κάποιο βαθμό, με το φύλο, όμως η ταινία διαλέγει έναν πιο σύνθετο δρόμο. Αντί να περιγράφει τι σημαίνει να είσαι «αληθινός άντρας», δείχνει πώς τόσο τα παραδοσιακά όσο και τα εναλλακτικά μοντέλα ανδρισμού είναι συνήθως απλώς διαφορετικές στολές, ρόλοι που καλείσαι να παίξεις, μάσκες που φοράς.
Ο Fincher, από την πλευρά του, γκρεμίζει τις κλασικές προσδοκίες του είδους σε κάθε σημείο. Η βία παρουσιάζεται ταυτόχρονα καθαρτική και γκροτέσκα, με κάθε ευχαρίστηση να συνοδεύεται πάντα από ένα αίσθημα κενού. Τα fight clubs λειτουργούν ως εργαστήρια όπου ο καθένας δοκιμάζει τα όριά του και διαλύεται ψυχολογικά. Αυτό που αφήνει να εννοηθεί είναι πως κάθε ταυτότητα είναι ασταθής και κάθε ρόλος μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει.
Στην επιφάνεια, το ταξίδι του αφηγητή μοιάζει με το κλασικό μοτίβο της υπαρξιακής εξέγερσης. Απορρίπτει τη βαρετή καθημερινότητά του, πλάθει μια καινούρια ταυτότητα και ψάχνει την αυθεντικότητα μέσα από ακραίες πράξεις. Όμως ο Fincher μπερδεύει αυτή την πορεία συνέχεια. Η φιλοσοφία του Tyler Durden για ριζοσπαστική δράση, «Μόνο όταν τα χάσουμε όλα είμαστε πραγματικά ελεύθεροι», έχει μια γοητεία, όμως τελικά γίνεται και αυτή ένα ακόμη σενάριο που περιμένει να το ακολουθήσουμε, μια κοσμοθεωρεία που κατά περίεργο τρόπο περιορίζει τις επιλογές του αφηγητή, ακόμα και όταν υπόσχεται ελευθερία.
Αυτό το παράδοξο βρίσκεται στην καρδιά της κριτικής που κάνει η ταινία. Κάθε προσπάθεια να φτιάξουμε τον εαυτό μας από την αρχή επηρεάζεται πάντα από υπάρχουσες κοινωνικές νόρμες. Ο αφηγητής δεν γίνεται πραγματικά ελεύθερος, αλλά πηγαινοέρχεται ανάμεσα στη συμμόρφωση και την εξέγερση, που και οι δύο παρουσιάζονται σαν διαφορετικές μορφές ανελευθερίας. Ο κόσμος της ταινίας δείχνει ότι η ανάγκη για αυτοπροσδιορισμό εμποδίζεται διαρκώς από εσωτερικές συγκρούσεις και εξωτερικές πιέσεις, με αποτέλεσμα να μπερδεύονται τα όρια ανάμεσα στην ελεύθερη βούληση και στο πεπρωμένο.
Ο Fincher, όμως, αρνείται να τοποθετηθεί. Ακόμα και οι τελευταίες σκηνές του “Fight Club”, με τις δυο φιγούρες να κρατιούνται χέρι χέρι ενώ ο κόσμος έξω γκρεμίζεται, έχουν μείνει κλασικές όχι επειδή δίνουν απαντήσεις, αλλά γιατί αφήνουν τα πάντα ανοιχτά. Ο αφηγητής έχει πραγματικά νικήσει ή απλώς ξέφυγε από μία παγίδα για να βρεθεί σε μια άλλη; Ο Tyler έχει χαθεί ή απλώς κρύφτηκε για λίγο; Μέσα από τη ματιά του Fincher, το τέλος παραμένει αβέβαιο και το μόνο βέβαιο είναι πως ο αγώνας για να βρεις τον εαυτό σου δεν σταματά ποτέ.
Στο τέλος, το Fight Club δεν προτείνει μια φιλοσοφία για να την ακολουθήσεις, αλλά σε σπρώχνει να χαθείς σε έναν λαβύρινθο που καλεί για εξερεύνηση. Μέσα από το ταραγμένο δίδυμο των Pitt και Norton, και με το ψυχρό βλέμμα του Fincher, η ουσία δεν βρίσκεται στο ότι η πραγματική «μάχη» είναι αυτή που λαμβάνει χώρα στο μυαλό σου, μια μάχη που συνεχίζεται πολύ μετά τους τίτλους τέλους.