Το 1994, μια πέτρα έπεσε σε μια ήρεμη λίμνη και δημιούργησε κύματα που παραμένουν ορατά μέχρι σήμερα. Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την κυκλοφορία του “Ceremony of Opposites” των Ελβετών Samael. Οι λέξεις «καθοριστικός» και «πρωτοποριακός» έχουν γίνει κάποιες φορές τσίχλα, όμως λίγοι δίσκοι ανήκουν πραγματικά στην κατηγορία εκείνων που κατάφεραν να αλλάξουν τη φυσιογνωμία ενός ολόκληρου είδους. Και μικρή σημασία έχει αν αυτό συνέβη σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, η ουσία είναι ότι το “Ceremony of Opposites” το πέτυχε. Η ιστορία του, τόσο κατά τη δημιουργία όσο και στην πορεία του μέσα στα χρόνια, δείχνει πώς ένας δίσκος μπορεί να αλλάξει αθόρυβα το μουσικό τοπίο.
Ίσως στις μικρότερες ηλικίες, το black metal σήμερα να είναι συνυφασμένο με εξαιρετικές παραγωγές και έναν ήχο τόσο γεμάτο, που σχεδόν ακούγεται βαρύς και επιβλητικός. Όμως, τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το black metal είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: lo-fi ήχο, επιθετικά blastbeats και έμφαση στην ταχύτητα και τη σκοτεινή ατμόσφαιρα. Οι Samael, προερχόμενοι από μια χώρα χωρίς ιδιαίτερη παράδοση στο είδος, στάθηκαν εξαρχής έξω από τον κεντρικό του πυρήνα, και αυτό, τελικά, αποδείχθηκε το μεγαλύτερό τους πλεονέκτημα. Αντί λοιπόν να βαδίσουν την πεπατημένη, οι Samael έφτιαξαν με το “Ceremony of Opposites” μια δική τους εκδοχή για το πού θα μπορούσε να φτάσει το black metal.
Η διαδικασία της ηχογράφησης, υπό την καθοδήγηση του παραγωγού Waldemar Sorychta και του μηχανικού ήχου Siggi Bemm, έφερε ένα επίπεδο καθαρότητας στο στούντιο που σπάνια συναντούσες μέχρι τότε στο είδος. Η ομάδα στόχευσε σε δυναμικά τύμπανα και σφιχτή ενορχήστρωση, επιδιώκοντας όχι μόνο ηχητική βία αλλά και ακρίβεια. Αυτή η επιλογή τους επηρέασε βαθιά τον τρόπο με τον οποίο η μπάντα εξέφραζε τις ιδέες της. Την ίδια στιγμή, όταν πολλά άλμπουμ black metal χάνονταν μέσα στην υπερβολική παραμόρφωση, το αποτέλεσμα εδώ έκανε κάθε στοιχείο να ακούγεται καθαρό και απόλυτα εσκεμμένο.

Οι άνθρωποι πίσω από το “Ceremony of Opposites” βρίσκονταν σε μια φάση μετάβασης. Ο Vorph ωρίμαζε ως τραγουδιστής, ανακαλύπτοντας τρόπους να ακούγεται απειλητικός χωρίς να καταφεύγει σε θεατρικές υπερβολές. Ο αδελφός του, Xytras, απομακρυνόταν σταδιακά από τον ρόλο του ντράμερ και άρχιζε να πειραματίζεται με τα πλήκτρα και τον προγραμματισμό, στοιχεία που θα καθόριζαν τον ήχο των επόμενων άλμπουμ της μπάντας. Στο άλμπουμ συμμετείχε και ο Rodolphe H., του οποίου η σύντομη παρουσία στα πλήκτρα αποδείχθηκε καθοριστική για τη δημιουργία της χαρακτηριστικής ατμόσφαιρας του δίσκου.
Εκεί όπου άλλες μπάντες του είδους έτρεχαν με φρενήρεις ταχύτητες, οι Samael κράτησαν έναν mid-tempo ρυθμό με βαρύ, ελεγχόμενο groove. Αυτή η επιλογή έδωσε στα riff τον χώρο να αναπνεύσουν και άνοιξε πεδίο για τα ατμοσφαιρικά πλήκτρα που αιωρούνται σχεδόν σε κάθε κομμάτι. Έτσι, τα τραγούδια του “Ceremony of Opposites” απέκτησαν τελετουργικό χαρακτήρα, οργανωμένα, σκοτεινά και παραδόξως, «πιασάρικα». Πάρτε για παράδειγμα το “Black Trip“, που ανοίγει το άλμπουμ περνώντας από γεμάτα ενέργεια riff σε έναν πιο βαρύ και πολεμικό ρυθμό. Αυτή η μετάβαση έθεσε αμέσως το ύφος του δίσκου, το “Ceremony of Opposites” θα επικεντρωνόταν στη δημιουργία έντασης και ατμόσφαιρας. Το “Baphomet’s Throne” δείχνει ξεκάθαρα την ικανότητα των Samael να συνδυάζουν ορχηστρικά στοιχεία με metal, μια προσέγγιση που τα επόμενα χρόνια θα γινόταν ολοένα και πιο συνηθισμένη.
Και στιχουργικά, οι Samael διαφοροποιήθηκαν. Δηλαδή, ενώ διατηρούν τα αποκρυφιστικά και αντιθρησκευτικά θέματα, τα αποδίδουν με μια πιο συγκρατημένη διάθεση. Η προσέγγιση της μπάντας στους στίχους βασίστηκε περισσότερο στη δημιουργία ατμόσφαιρας παρά σε κάποιο ξεκάθαρο μήνυμα, αντικαθιστώντας τη βλασφημία με έναν υπαρξιακό σκεπτικισμό. Οι λέξεις ταιριάζουν απόλυτα με τη μουσική, ψυχρές, αυστηρές και to the point.
Το “Ceremony of Opposites” «τίμησε» το όνομά του με τον διχασμό που προκάλεσε ο ήχος του. Οι πιο «παραδοσιακοί» οπαδοί του black metal δεν ήξεραν αν μπορούσε καν να θεωρηθεί μέρος του είδους, αφού η παραγωγή του ήταν καθαρή και δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στο groove. Παρ’ όλα αυτά, ο ιδιαίτερος συνδυασμός metal, μελωδίας και industrial στοιχείων αποδείχθηκε πετυχημένος και επηρέασε καλλιτέχνες πολύ πέρα από τα σύνορα της Ελβετίας. Τελικά, το “Ceremony of Opposites” ήταν ο δίσκος που έβαλε τους Samael στο χάρτη. Παράλληλα, αυτή η διχογνωμία, τελικά, τους βοήθησε να εδραιωθεί ο cult χαρακτήρας των Samael.
Κάτι ακόμα ενδιαφέρον είναι ότι οι Samael δεν έμειναν για πολύ στο δρόμο που χάραξε το “Ceremony of Opposites”. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, με το “Passage”, προχώρησαν ακόμη περισσότερο προς το industrial, αφήνοντας πίσω τους το μείγμα blackened groove και ατμόσφαιρας που τους είχε καθιερώσει το 1994. Ωστόσο, η επιρροή του “Ceremony of Opposites” παραμένει ζωντανή στο DNA της extreme μουσικής. Και αυτό από μόνο του είναι αρκετό να το τοποθετήσει ανάμεσα στα πιο σημαντικά metal άλμπουμ της δεκαετίας του ’90.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Samael
