Agalloch: Pale Folklore | Το black metal χωρίς ταχύτητα
Το πρώτο άλμπουμ των Agalloch, “Pale Folklore“, μπορεί να μην μπήκε στα charts, να μη γέμισε στάδια, αλλά άφησε γερό αποτύπωμα. Κυκλοφόρησε το 1999 και έφερε στο φως ένα συγκρότημα από το Πόρτλαντ που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Το άλμπουμ άνοιξε τον δρόμο για έναν νέο ήχο στο black metal, ειδικά στην underground σκηνή της Αμερικής.
Εκείνη την εποχή, πολλά ντεμπούτα προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν με υπερβολές. Το “Pale Folklore” ακολούθησε πιο εσωστρεφή διαδρομή. Αντί να κρύψει τις αδυναμίες του· τις ενσωμάτωσε. Ο λιτός ήχος, η μικρή προβολή και το γεγονός ότι η σκηνή ήταν ακόμα αδιαμόρφωτη, έγιναν μέρος της ταυτότητάς του. Οι Agalloch έφτιαξαν κάτι αυθεντικό, δίνοντας προτεραιότητα στην ατμόσφαιρα. Ο συνδυασμός ήπιων ακουστικών περασμάτων και σκληρών riffs δημιούργησε ένα αποτέλεσμα ξεχωριστό. Μίλησαν σε όσους δεν έψαχναν απλώς ένταση ή ταχύτητα, αλλά κάτι πιο υπόγειο. Έτσι, οι Agalloch διαμόρφωσαν έναν ήχο που μιλούσε σε ακροατές πλερα του παραδοσιακού black metal.
Πέρα από το είδος
Στο κέντρο του “Pale Folklore” υπάρχει μια αντίθεση. Ο δίσκος έχει ενιαία ατμόσφαιρα, αλλά όχι σταθερή δομή. Σε αντίθεση με τα περισσότερα black metal άλμπουμ της εποχής, δεν αναζητά την ταχύτητα ή την ένταση. Οι Agalloch αντλούν ιδέες από το post-rock, τα folk και neofolk, χτίζοντας τα κομμάτια τους σε αφηγηματικές βάσεις. Αφήνουν στην άκρη την αυστηρή φόρμα του είδους και πειραματίζονται με πιο ανοιχτές δομές. Τα τραγούδια απλώνονται, κάνουν παύσεις και κρατούν χαμηλούς τόνους πριν ξεσπάσουν. Συχνά μένουν για ώρα σε ορχηστρικά σημεία, επιλέγοντας να χτίσουν αργά την ένταση. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούν έναν δίσκο που δεν λειτουργεί με φευγαλέα ακρόαση. Θέλει χρόνο και προσήλωση. Αν όμως το κάνεις, σε ανταποδίδει με μια ατμόσφαιρα που δεν ξεχνιέται.
Η δομή του δίσκου αξίζει πιο προσεκτική ματιά. Δεν ξεκινά με ένα μεμονωμένο τραγούδι, αλλά με ένα τρίπτυχο: “She Painted Fire Across the Skyline I–III“. Η παραγωγή είναι λιτή και σχετικά ακατέργαστη για τα σημερινά δεδομένα. Αυτή η «ακατέργαστη», όμως, μοιάζει περισσότερο με σκελετό πάνω στον οποίο χτίζεται μια πιο σύνθετη ιδέα. Οι πρώτες ηχογραφήσεις των Agalloch, και ειδικά αυτό το εισαγωγικό κομμάτι, δίνουν έμφαση στη διαδικασία και όχι στην τεχνική τελειότητα. Οι κιθαριστικές μελωδίες επαναλαμβάνονται, κάθε φορά με μικρές διαφορές. Τα φωνητικά αλλάζουν από σκληρά σε καθαρά με φυσικό τρόπο. Οι μελωδικές φράσεις περνούν από το ένα μέρος στο άλλο χωρίς απότομες αλλαγές. Τα γυναικεία φωνητικά και οι ήχοι από το περιβάλλον δεν υπάρχουν για να ομορφύνουν τη μουσική. Υποστηρίζουν την αίσθηση πως ακούς μια ιστορία που ξεδιπλώνεται σαν σκοτεινό παραμύθι.
Πηγές και ελευθερία
Την εποχή που κυκλοφόρησε το “Pale Folklore”, δύσκολα μπορούσε να συγκριθεί με κάτι συγκεκριμένο. Ίσως το “Bergtatt” των Ulver ή τα πρώτα άλμπουμ των Katatonia πλησίαζαν αισθητικά, αλλά όχι ουσιαστικά. Οι Agalloch λειτουργούσαν εκτός σκανδιναβικού πλαισίου, και αυτό τους επέτρεψε να κινηθούν πιο ελεύθερα. Αντί για κλασικές επιρροές, εμπνεύστηκαν από dark ambient και post-punk. Η απόστασή τους από τις κεντρικές σκηνές τούς έδωσε δημιουργική αυτονομία. Έτσι, δεν χρειάστηκε να προσαρμοστούν ούτε να μιμηθούν και ίσως για αυτό το αποτέλεσμα είχε τόσο έντονη προσωπικότητα.

Αν και ο John Haughm συχνά αναγνωρίζεται ως η κεντρική φιγούρα των Agalloch, το “Pale Folklore” δεν είναι σόλο δουλειά. Ο κιθαρίστας Don Anderson παίζει σημαντικό ρόλο, ήδη από αυτόν τον δίσκο. Η επιρροή του είναι εμφανής κυρίως στις πιο ξεκάθαρες και οργανωμένες συνθέσεις. Στο “Hallways of Enchanted Ebony“, για παράδειγμα, φαίνεται μια πιο σφιχτή δομή και ένας καθαρός προσανατολισμός. Αυτός ο έλεγχος ισορροπεί την πιο ελεύθερη ροή των προηγούμενων τραγουδιών. Ο Shane Breyer προσθέτει διακριτικά πλήκτρα που ενισχύουν την ατμόσφαιρα. Δεν σκεπάζουν τις κιθάρες, απλώς τις πλαισιώνουν. Το άλμπουμ είναι και το τελευταίο στο οποίο ο Haughm παίζει ντραμς. Αυτή η επιλογή θα επηρεάσει τον ήχο του συγκροτήματος σε μελλοντικές δουλειές.
Κληρονομιά χωρίς φωνές
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το “Pale Folklore” δεν συγκέντρωσε μεγάλη προσοχή όταν κυκλοφόρησε. Τα τέλη της δεκαετίας του ’90 δεν ευνοούσαν metal άλμπουμ που έβγαιναν έξω από τα συνηθισμένα. Ωστόσο, σε ορισμένους κύκλους, το άλμπουμ απέκτησε φήμη σχεδόν μυθική. Η απήχησή του μεταδόθηκε στόμα με στόμα, κυρίως από ακροατές που ένιωσαν τη δύναμή του πέρα από την ένταση. Δεν τους τράβηξε η επιθετικότητα, αλλά ο χώρος και η διάθεση που έβγαζαν τα τραγούδια. Οι Agalloch είχαν καταφέρει να συνδυάσουν αφήγηση, ατμόσφαιρα και εσωτερικό ρυθμό με blast beats και ξύσιμο. Ο δίσκος λειτούργησε σαν γέφυρα ανάμεσα στην έκρηξη και τη σιωπή, στη δύναμη και την ανάσχεση.
Το “Pale Folklore” κυκλοφόρησε πριν ακόμη χαραχτεί η πορεία για πολλά μελλοντικά ρεύματα. Το post-metal και τμήματα της doom σκηνής δανείστηκαν αρκετά από το ύφος του. Στοιχεία που σήμερα θεωρούνται στάνταρ —καθαρά περάσματα, μακροσκελείς συνθέσεις— εμφανίστηκαν εδώ πρώιμα. Συγκροτήματα που ήρθαν αργότερα κινήθηκαν μέσα σε ένα πλαίσιο που οι Agalloch είχαν ήδη χαράξει. Το άλμπουμ έμεινε εκτός μόδας, όμως ποτέ εκτός σημασίας. Δεν έγινε ποτέ φαινόμενο, όμως άφησε πίσω του ίχνη που φαίνονται ακόμη. Και αυτά τα ίχνη μαρτυρούν κάτι που άντεξε στον χρόνο.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Agalloch