Από την πρώτη σκηνή, το Warfare δείχνει ότι δεν ενδιαφέρεται να ενταχθεί σε κάποιο παραδοσιακό κινηματογραφικό πλαίσιο. Δεν προσφέρει αφηγηματικά δεκανίκια, δεν αναπτύσσει χαρακτήρες, δεν επιχειρεί συγκινησιακές ευκολίες. Αντί γι’ αυτό, χτίζει μια ασφυκτική, ρεαλιστική εμπειρία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, μεταφέροντας το κοινό κατευθείαν στον πυρήνα μιας αποστολής του 2006 στη Ραμαντί του Ιράκ.
Συν-σκηνοθετημένη από τον Alex Garland και τον Ray Mendoza, πρώην μέλος των Navy SEALs, η ταινία απογυμνώνει το είδος από τα θεατρικά του στολίδια. Ο Mendoza φέρνει τις δικές του μνήμες, ενώ ο Garland αξιοποιεί τη γνώριμή του δεξιοτεχνία στη δημιουργία έντασης, όπως είχε δείξει στο Civil War. Η πλοκή ακολουθεί μια ομάδα SEALs που καταλαμβάνει ένα σπίτι Ιρακινών για να το χρησιμοποιήσει ως βάση παρακολούθησης. Στο σπίτι κοιμούνται παιδιά, γυναίκες, οικογένειες που ξυπνούν σε μια νέα πραγματικότητα υπό επιτήρηση.
Οι στρατιώτες δεν εξηγούν τον σκοπό τους, ούτε προσπαθούν να φανούν ανθρώπινοι. Το σενάριο δεν τους προσφέρει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, μόνο παρόν. Αυτό εντείνει την αποξένωση του κοινού, που παρακολουθεί μια στρατιωτική διαδικασία χωρίς νόημα ή συναισθηματικό στήριγμα. Κανείς δεν κουβαλά προσωπικά αντικείμενα, κανείς δεν μιλά για τη ζωή του. Ακόμη και το όνομα του Mendoza, του οποίου τη μνήμη τιμά η ταινία, παραμένει στο παρασκήνιο.

Η ένταση κλιμακώνεται σταδιακά. Το πρώτο μισάωρο καταγράφει τις κινήσεις μέσα στο σπίτι, τη σιωπή, τις ραδιοεπικοινωνίες, τα βλέμματα μέσα από χαραμάδες. Το κοινό αισθάνεται την αναμονή σαν πνιγμό. Όταν ξεσπά η επίθεση, η κάμερα δεν μετακινείται. Ο πόλεμος δεν εμφανίζεται ως θέαμα, αλλά ως καταστροφή σε πραγματικό χρόνο. Η απεικόνιση της μάχης παραμένει εστιασμένη, με χαμηλή προοπτική, περιορισμένο οπτικό πεδίο και απόλυτη έλλειψη μουσικής. Ο ήχος, επιμελημένος από δεκατέσσερα άτομα, γίνεται το κυρίαρχο αφηγηματικό εργαλείο: σφαίρες, φωνές, σκυλιά, μηχανές, ανάσες και εκρήξεις.
Η ταινία δεν δείχνει ποτέ τον “εχθρό” καθαρά. Μόνο σκιές μέσα από φακούς, σκόπευτρα και παραμορφωμένα πλάνα από drone. Η απουσία προσώπων ενισχύει το αίσθημα ότι ο πόλεμος είναι απρόσωπος και τυφλός. Όσο για τους ανώτερους αξιωματικούς, οι αποφάσεις τους βασίζονται σε γραφειοκρατικά πρωτόκολλα. Η άρνηση για αποστολή ενισχύσεων γίνεται επειδή δεν θέλουν να χαθεί άλλο στρατιωτικό όχημα. Ο στρατιώτης στον δρόμο πρέπει να αυτοσχεδιάσει, να παραβεί εντολές για να επιβιώσει. Η επιβίωση δεν αντιμετωπίζεται σαν ηρωισμός, αλλά σαν απαραίτητο ψέμα προς το σύστημα.
Οι ηθοποιοί υπηρετούν απόλυτα τη σκηνοθετική πρόθεση. Ο D’Pharaoh Woon-A-Tai, ο Will Poulter, ο Cosmo Jarvis και ο Joseph Quinn δεν παίζουν ρόλους, αλλά λειτουργούν σαν συνδετικοί κρίκοι ενός διαλυμένου συνόλου. Δεν ζητούν αναγνώριση, δεν επιζητούν συμπόνια. Η απόδοσή τους καθορίζεται από τις παύσεις, τις σιωπές και τις αντιδράσεις σε κάθε νέο εφιάλτη. Η παρουσία τους λειτουργεί περισσότερο σαν μέρος μιας συλλογικής μηχανής που χάνει σταδιακά τον έλεγχο.
Η ταινία δεν προσφέρει ψευδαισθήσεις. Δεν προσπαθεί να φανεί βαθιά. Δεν εξηγεί τον πόλεμο. Δεν τον κρίνει. Το μόνο που κάνει είναι να τον δείχνει, μέσα από τα μάτια εκείνων που τον ζουν. Η έλλειψη σχολιασμού μπορεί να εκληφθεί ως πολιτική αποχή, όμως στην πραγματικότητα εντείνει το βασικό ερώτημα που πλανάται: γιατί; Μια Ιρακινή γυναίκα, στο τέλος της ταινίας, ρωτά έναν Αμερικανό στρατιώτη “Γιατί;”. Εκείνος δεν απαντά. Και η ταινία δεν του επιτρέπει να απαντήσει. Δεν υπάρχει απάντηση.
Η επιλογή να αποφευχθεί κάθε αφηγηματική λύτρωση κάνει το Warfare βαρύ και απαιτητικό. Δεν είναι μια ταινία που προσφέρει ικανοποίηση. Δεν διαθέτει κορυφώσεις, δεν χτίζει συναισθηματικό ταξίδι. Στο τέλος, ο θεατής μένει μόνος με την ανάμνηση της βίας και με μια αίσθηση απώλειας. Το σώμα του αντιδρά σαν να έχει βιώσει κάτι αληθινό, σχεδόν τραυματικό. Η κούραση, η πίεση, η αγωνία λειτουργούν ως ενσωματωμένα στοιχεία της προβολής.
Το Warfare δεν θυμίζει τις συνήθεις ταινίες πολέμου. Δεν ανήκει ούτε στο ύφος του American Sniper, ούτε στη συναισθηματική κατασκευή του Hurt Locker. Ούτε πλησιάζει τις πολεμικές υπερπαραγωγές με τους παραδοσιακούς αφηγηματικούς κύκλους. Η διάρκεια των 95 λεπτών αποδεικνύεται σοφή επιλογή. Αν διαρκούσε περισσότερο, ίσως να κατέρρεε υπό το βάρος της ίδιας της σιωπής της.
Στο τέλος, η ταινία προβάλλει φωτογραφίες των ηθοποιών δίπλα στους πραγματικούς SEALs. Μερικά πρόσωπα είναι θολά. Η σύγκριση δεν προσθέτει κάτι ουσιαστικό, αλλά υπενθυμίζει ότι αυτό που είδαμε δεν είναι φαντασία. Συνέβη. Όχι όπως συμβαίνουν οι μεγάλες μάχες της Ιστορίας, αλλά όπως συμβαίνουν οι μικρές, αφανείς καταστροφές που δεν καταγράφονται ποτέ.
Το Warfare αποτελεί ένα από τα πιο αυστηρά, μεθοδικά και συναισθηματικά σιωπηλά έργα για τον σύγχρονο πόλεμο. Αρνείται να προσφέρει οτιδήποτε πέρα από εμπειρία. Δεν υπάρχει νόημα, ούτε κατεύθυνση. Υπάρχει μόνο το τώρα. Μια αποστολή χωρίς τέλος, χωρίς ήρωες, χωρίς εχθρούς. Μόνο ερείπια, φόβος, και το ερώτημα: γιατί.
Artist: Morrissey
Album: I Am Not a Dog on a Chain
Label: BMG
Release Date: 20/03/2020
Genre: Indie Rock
Movie: Warfare
Year: 2025
Duration: 95′
Genre(s): Biographical, War
Director(s): Alex Garland, Ray Mendoza
Joseph Quinn, Will Poulter, Cosmo Jarvis, D’Pharaoh Woon-A-Tai, Charles Melton, Kit Connor, Finn Bennett, Taylor John Smith, Michael Gandolfini, Adain Bradley, Noah Centineo, Evan Holtzman, Henry Zaga, Alex Brockdorff, Nathan Altai, Donya Hussen, Aaron Deakins.
Warfare
Οι Garland και Mendoza αφαιρούν κάθε αφηγηματικό στήριγμα, στο Warfare, προσφέροντας μια καθαρά αισθητηριακή εμπειρία από τη βία, τον φόβο και την απόγνωση του πολέμου. Με ρεαλισμό που θυμίζει ντοκιμαντέρ και καθηλωτικό ήχο, η ταινία σοκάρει όχι επειδή δείχνει, αλλά επειδή δεν προσπαθεί να εξηγήσει. Δεν συγκινεί. Σε καθηλώνει.