Φαινομενικά μοιάζει ανεξήγητο πώς κάποιος με τα δικά μου ακούσματα νιώθει τόσο έντονη αγάπη για τον Αλκίνοο Ιωαννίδη. Ο θαυμασμός, φυσικά, μπορεί να εξηγηθεί πιο εύκολα. Αρκεί να έχεις παρακολουθήσει λίγες ζωντανές εμφανίσεις, για να αντιληφθείς τη σπανιότητα του ταλέντου του. Γράφει τη δική του μουσική, τους δικούς του στίχους, ενορχηστρώνει και παίζει ένα ευρύ φάσμα οργάνων. Είναι δύσκολο να μη σε αγγίξει βαθιά, ανεξάρτητα από τις μουσικές σου προτιμήσεις.
Κι όμως, υπάρχει κάτι ακόμη πιο ισχυρό από τον σεβασμό. Το να ψάχνεις τις ημερομηνίες των εμφανίσεών του, να κυκλώνεις στο ημερολόγιο εκείνη τη μέρα, να οργανώνεις το πρόγραμμά σου γύρω από ένα live, έχει ξεχωριστή βαρύτητα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια ανάγκη που πηγάζει από μέσα σου και δεν υπακούει σε λογικές κατηγοριοποιήσεις.
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που έθεσα για πρώτη φορά αυτό το ερώτημα, και νομίζω πως πλέον έχω απάντηση. Η μουσική ενός τραγουδοποιού και ερμηνευτή είναι, φυσικά, εκείνη που σου τραβά αρχικά την προσοχή. Ωστόσο, η συνολική στάση ζωής του, ειδικά όταν μεγαλώνεις παράλληλα μαζί του, είναι εκείνη που τελικά σε συντροφεύει. Ακόμα δεν έχω αποφασίσει αν ο καλλιτέχνης πρέπει να διαχωρίζεται από το έργο του. Όμως ένα πράγμα το γνωρίζω καλά: όταν ο τρόπος που δημιουργεί συμβαδίζει με τα προσωπικά μου/σου γούστα και τις ιδέες μου/σου, τότε δημιουργείται ένας ιδιαίτερος δεσμός.
Από την Κύπρο στο πρώτο του τραγούδι
Γεννημένος το 1969 στη Λευκωσία της Κύπρου, ο Αλκίνοος ήρθε σε επαφή με την τέχνη από πολύ μικρός. Ο πατέρας του, Άντης Ιωαννίδης, ήταν ζωγράφος, εικαστικός, μουσικός και ποιητής, πράγμα που επηρέασε βαθιά το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε. Μεγαλώνοντας στα χρόνια της αβεβαιότητας και του τρόμου που ακολούθησαν την εισβολή, ο Αλκίνοος ήρθε κοντά στη μουσική μέσω της οικογενειακής δισκοθήκης. Οι κλασικές μελωδίες που κατέκλυσαν το παιδικό του μυαλό έγιναν για αρκετά χρόνια η μοναδική πραγματικότητα που γνώριζε.
Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, λίγα χρόνια αργότερα προστέθηκαν στα ακούσματά του Έλληνες συνθέτες όπως ο Λοΐζος, ο Ξαρχάκος και ο Χατζιδάκις. Αυτές οι μουσικές επιρροές τον έστρεψαν οριστικά προς τη μουσική. Κάπως έτσι, και με την απρόσμενη βοήθεια ενός κινέζικου εστιατορίου (chopsticks), γεννήθηκε το όνειρο να γίνει drummer.
Δυστυχώς – ή ίσως και ευτυχώς – εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε καθηγητής drums στην Κύπρο. Έτσι, η Μαριλένα Ιωαννίδη, επίσης άνθρωπος της τέχνης, πείθει τον μικρό Αλκίνοο να ασχοληθεί με τη ρυθμική κιθάρα. Η μητέρα του, που είχε ολοκληρώσει θεατρικές σπουδές, και ο πατέρας του, ο οποίος συχνά δημιουργούσε σκηνικά για παραστάσεις, του μετέδωσαν την αγάπη για το θέατρο. Έτσι, όταν πλέον ήταν 20 ετών, αποφάσισε να μετακομίσει στην Ελλάδα και να σπουδάσει υποκριτική στο Εθνικό Θέατρο. Η υποκριτική, ωστόσο, δεν αποτέλεσε ποτέ τον τελικό του στόχο, αφού είχε ήδη καταλήξει ότι ήθελε να γίνει σκηνοθέτης. Παρότι είχε αποφασίσει να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ευρώπη, το 1993 κυκλοφορεί το πρώτο του προσωπικό album, με τίτλο “Στην Αγορά του Κόσμου“.

Στις αίθουσες του Εθνικού Θεάτρου, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης γνωρίζεται με τη Φωτεινή Μπαξεβάνη. Εκείνη, με τη σειρά της, τον φέρνει σε επαφή με τον Νίκο Ζούδιαρη, έναν εκτελωνιστή που έγραφε τα δικά του τραγούδια. Παράλληλα, ο Αλκίνοος εμφανίζεται σε ένα βίντεο της Δήμητρας Γαλάνη. Κατά τη διάρκεια ενός μποτιλιαρίσματος και χάρη σε μια σειρά τυχαίων γεγονότων, παίζει δύο τραγούδια μπροστά της. Η Polygram, η οποία είχε ήδη απορρίψει τα κομμάτια του Ζούδιαρη ως παλιομοδίτικα, τελικά πείθεται να κυκλοφορήσει τον δίσκο μετά από επίμονη πίεση της Γαλάνη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τότε ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες δεν πίστεψαν στην εμπορική επιτυχία του album. Κι όμως, στο ντεμπούτο περιλαμβάνονται κομμάτια όπως το “Στην Αγορά του Αλ Χαλίλι“, το οποίο μάλλον 9 στους 10 Έλληνες μπορούν να τραγουδήσουν απ’ έξω, το “Ζήνωνος” και πολλά ακόμη που γνώρισαν μεγάλη απήχηση.
Ο Αλκίνοος θυμάται σχετικά: «Ήμασταν φίλοι με τον Νίκο Ζούδιαρη, γνωριζόμασταν από παλιά, χρόνια δηλαδή. Έγραφε ο Νίκος τραγούδια, έγραφα κι εγώ, κι έτσι δέσαμε. Παίζαμε τα κομμάτια απλά, χωρίς να έχουμε δισκογραφικές βλέψεις στην αρχή. Μαζευόμασταν με φίλους, με κιθάρες, και τα παίζαμε. Γνωρίσαμε τη Δήμητρα Γαλάνη, και εκείνη ανέλαβε την παραγωγή του πρώτου μας δίσκου. Έτσι κυκλοφόρησε το άλμπουμ, που πήγε καλά από πωλήσεις. Όμως το πιο σημαντικό για μένα ήταν πως άνθρωποι των οποίων τη γνώμη εκτιμώ, μου έδωσαν θετικά σχόλια. Και αυτό το κρατάω μέσα μου».
Ο Νίκος Ζούδιαρης, σε ειδική έκδοση της εφημερίδας Καθημερινή, αφηγείται: «Χωρίς να το καταλάβω, πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια από εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα του ’93, όταν με πήρε τηλέφωνο ο Αλκίνοος. Μου είπε ότι ήθελε να με γνωρίσει η Δήμητρα Γαλάνη. Αυτό συνέβη επειδή, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ενός video clip της Δήμητρας, όπου συμμετείχε κι ο Αλκίνοος, της έπαιξε κάποια τραγούδια μου. Το συνηθίζει αυτό όταν αγαπά πολύ κάποια κομμάτια.
Το ραντεβού έγινε λίγες μέρες μετά, στο σπίτι του. Μέχρι τότε, είχα τη σχέση του απλού ακροατή-αγοραστή με τη δισκογραφία. Δεν γνώριζα ούτε πρόσωπα ούτε συνθήκες, ούτε τις συνήθειες του χώρου. Όσο, όμως, η συζήτηση προχωρούσε, άρχισα να καταλαβαίνω πως πηγαίναμε προς την κυκλοφορία ενός δίσκου. Διάβαζα τον ενθουσιασμό και την αποφασιστικότητα της Δήμητρας».
Η τέχνη ως επιλογή, όχι ως παραχώρηση
Δύο χρόνια αργότερα, ο Αλκίνοος και ο Νίκος συνεργάζονται ξανά και κυκλοφορεί το “Όπως μυστικά και ήσυχα“. Ο δίσκος γίνεται χρυσός και η δημοφιλία του Αλκίνοου αυξάνεται κατακόρυφα. Σε αυτό το σημείο, αισθάνεται την ανάγκη να θέσει όρια στη μουσική του. Σε συνέντευξή του στην Αργυρώ Μποζώνη για τη Lifo, εξηγεί πως σταμάτησε να λέει κάποια κομμάτια με σκοπό να φιλτράρει το κοινό του. Θέλει να τον παρακολουθούν άνθρωποι με τους οποίους θα έκανε και παρέα στην προσωπική του ζωή. Συνεχίζει λέγοντας ότι η μουσική είναι η ψυχή του, και αυτό τον κάνει εξαιρετικά επιλεκτικό ως προς το σε ποιον θα την προσφέρει. Θυμάται, μάλιστα, πως στα πρώτα του live έβλεπε κόσμο να μιλάει, χωρίς να δίνει προσοχή. Αυτή η εμπειρία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφασή του.
Δε θυμάμαι ποιος μεγάλος της rock σκηνής το είχε πει, όμως αυτή η φράση μου έχει χαραχτεί βαθιά στη μνήμη: «Η ποιότητα της τέχνης σου αποκρυσταλλώνεται σε αυτήν του κοινού σου». Στη σημερινή Ελλάδα της trap, η φράση αποκτά νέο νόημα και είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ τη στάση του Αλκίνοου όχι μόνο ορθή και έντιμη, αλλά και παράδειγμα προς μίμηση. Είναι, άλλωστε, καθήκον των καλλιτεχνών να υπερασπίζονται την τέχνη τους — όποιο κι αν είναι το κόστος.
Το 1997 κυκλοφορεί ο τρίτος δίσκος του, “Ο δρόμος, ο χρόνος κι ο πόνος”. Αυτή τη φορά, νιώθοντας μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, αποφασίζει να αναλάβει πλήρως τη δημιουργική διαδικασία. Υπογράφει, λοιπόν, ο ίδιος όλη τη μουσική και τους στίχους. Ανάμεσα στα κομμάτια βρίσκεται και ένα από τα αγαπημένα μου, ο “Καθρέφτης“. «Πριν από αρκετά χρόνια ζούσα σε ένα διαμέρισμα στον Βύρωνα. Ήμουν κρυωμένος, με πυρετό, και έμεινα στο κρεβάτι για μέρες. Δεν άντεχα άλλο να ξαπλώνω άπραγος. Προσπάθησα, λοιπόν, να διαβάσω κάτι, αν και ήταν πολύ δύσκολο.
Διάβασα ένα διήγημα του Gabriel García Márquez. Ήταν ένα νεανικό του κείμενο με τίτλο “Ένας πολύ γέρος κύριος με τεράστια φτερά”. Αυτό που κατάλαβα, διαβάζοντάς το μέσα στον πυρετό, ήταν πως όταν βλέπουμε κάτι εξαιρετικά όμορφο ή κάτι εξαιρετικά άσχημο, συχνά το απορρίπτουμε και το πετροβολούμε. Γιατί μέσα σε αυτό βλέπουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας που δεν θέλουμε να γνωρίζουμε ότι υπάρχει. Αργότερα έγινα καλά, ξαναδιάβασα το διήγημα και κατάλαβα ότι μιλούσε για κάτι διαφορετικό. Είχα ήδη γράψει, όμως, το τραγούδι. Κι έτσι έμεινε».
Δεν ξέρω τι θα έγραφε διαφορετικά αν είχε κατανοήσει «σωστά» το διήγημα — αν και με τον Márquez κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο. Προσωπικά, εξακολουθώ να το βλέπω ως μία ωδή προς τη διαφορετικότητα και την αποδοχή της.
Ο εσωτερικός του κόσμος σε δύο δίσκους
Δύο χρόνια αργότερα, έρχεται — κατά τη γνώμη μου — η πληρέστερη καλλιτεχνικά δουλειά του. Ο λόγος για το τέταρτο προσωπικό του album, “Ανεμοδείκτης”. Διαβάζοντας κάποιες από τις λιγοστές του συνεντεύξεις για αυτό το αφιέρωμα, είναι φανερό πως ο Αλκίνοος συχνά συνδέει τη μουσική με την ψυχή. Δεν αποδίδει μεταφυσική διάσταση σε αυτήν τη σύνδεση. Αντιθέτως, την παρουσιάζει ως κάτι βαθιά προσωπικό και απολύτως γήινο. Ανατρέχοντας και στη δισκογραφία του, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως οι συνθέσεις του αντικατοπτρίζουν την ιδιοσυγκρασία του. Έτσι, καθώς ο ίδιος έχει ωριμάσει μέχρι το 1999, με τον ίδιο τρόπο αποτυπώνεται και το έργο του εκείνη την περίοδο.
«Ο “Ανεμοδείκτης” είναι ένας δίσκος “συγκρατημένα αισιόδοξος” και μουσικά “ένα συνονθύλευμα από ήχους που αγαπώ, χωρίς να πρόκειται για αντιγραφές. Αναγνωρίζει κανείς εύκολα στοιχεία από την κλασική μουσική, την παράδοση, την jazz και το rock. Δεν έχω βρει κάποιο μουσικό είδος που να με εκφράζει απόλυτα. Μουσικά είμαι ό,τι ακούω.»
Για το κομμάτι “Το Όνειρο” ήτανε, αφηγείται: «Ένας φίλος μου ήταν ερωτευμένος για μεγάλο διάστημα με μια κοπέλα που έβλεπε μόνο στον ύπνο του. Στην πραγματική ζωή δεν την είχε συναντήσει ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, ζούσαν μια κανονική ερωτική ιστορία, με τα πάνω και τα κάτω της, με χαρές και λύπες. Κατά διαστήματα συναντούσα τον φίλο μου, και εκείνος μου έλεγε: “Ξέρεις, την ξαναείδα. Μου είπε αυτό, της είπα το άλλο. Συνέβη εκείνο, έγινε τούτο”.
Μια νύχτα, ενώ κοιμόταν, η κοπέλα εμφανίστηκε ξανά στον ύπνο του. Αυτή τη φορά όμως έκλαιγε. Του είπε πως δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Και πράγματι, από τότε δεν την ξαναείδε. Από αυτή την ιστορία γεννήθηκε το τραγούδι».
Θυμάμαι, που λέτε, το 2005, μόλις είχα πάει φοιτητής στην Πάτρα. Οι πρώτοι μου φίλοι από τη σχολή ήταν τύποι με πολλά σκουλαρίκια, μακριά μαλλιά και έναν έντονα εναλλακτικό αέρα. Ήταν ο Γιάννης και ο Σάκης — και οι δύο ήξεραν να παίζουν κιθάρα. Θυμάμαι να πιάνουμε τότε κουβέντα για τον Αλκίνοο, και να ξεκαρδίζονται στα γέλια με το “Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ”. Μην πάει το μυαλό κάποιου ότι το χλεύαζαν· απλώς γελούσαν λέγοντας πως, «αν ο Αλκίνοος Ιωαννίδης γράφει κάτι τέτοιο για την έμπνευση, τότε εμείς τι θα έπρεπε να πούμε;»
Πολλοί, όταν τους ρωτήσεις ποιος είναι ο καλύτερος δίσκος του Αλκίνοου, θα σου πουν “Περιπέτειες Ενός Προσκυνητή”. Δεν είμαι βέβαιος ότι συμφωνώ μαζί τους· ωστόσο, καταλαβαίνω τα μουσικά τους επιχειρήματα. Ίσως πρόκειται για το πιο πολύχρωμο ηχητικά album του, καθώς ενσωματώνει στοιχεία από διαφορετικά μουσικά είδη. Η κλασική μουσική, η rock, η παραδοσιακή και η jazz συνυπάρχουν οργανικά στο άλμπουμ. Το αποτέλεσμα θυμίζει ένα εκλεπτυσμένο μενού εστιατορίου που ικανοποιεί ποικίλα μουσικά γούστα. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε και την πηγή έμπνευσης του τίτλου του δίσκου, καθώς και του — σχεδόν ομώνυμου — κομματιού.
Η ιστορία ξεκινά με ένα βιβλίο θρησκευτικού περιεχομένου, το “Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού”. Πρόκειται για το ημερολόγιο ενός Ρώσου χριστιανού, ο οποίος ξεκίνησε ένα μεγάλο προσκύνημα και δεν επέστρεψε ποτέ. Ο προσκυνητής, μετά τον θάνατο της συζύγου του, αποφασίζει να ξεκινήσει ένα μακρύ ταξίδι. Στην πορεία, επιλέγει να συνεχίσει ακόμη πιο μακριά, φτάνοντας μέχρι το Άγιο Όρος. Στο βιβλίο-ημερολόγιο περιγράφεται η προσπάθειά του να εμβαθύνει στη γνώση και στην προσευχή — κάτι που τελικά πετυχαίνει. Κάποια στιγμή ο ήρωάς μας φεύγει, όμως ξεχνά το πολύτιμο ημερολόγιό του. Αυτό διατηρείται, και αρκετά χρόνια αργότερα μεταφράζεται στην ελληνική γλώσσα και εκδίδεται ως βιβλίο. Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από τον Μητροπολίτη Κορίνθου και το έργο έχει τιμηθεί με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο δημιουργός που αρνείται να σωπαίνει
Κάπου εκεί, ο Αλκίνοος μετατρέπεται καλλιτεχνικά σε αξίωμα· όπως αυτά στα μαθηματικά, που δεν αμφισβητούνται από κανέναν. Έτσι, προτιμώ να μην συνεχίσω την αναδρομή, αλλά να στραφώ στην «άλλη πλευρά» του — αυτή του ανθρώπου πίσω από τον δημιουργό. Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις δημιουργών που κρύβονται πίσω από την επιτυχία τους και αποφεύγουν να πάρουν θέση σε κρίσιμα ζητήματα. Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης δεν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Αντίθετα, είναι από εκείνους που δεν διστάζουν να έρθουν αντιμέτωποι ακόμη και με μπράβους-δημάρχους. Ανοίγω μια παρένθεση: φτάσαμε στο σημείο να ακούμε τον Μπέο να αμφισβητεί τη μουσική υπόσταση του “Αλκίνοος Ιωαννίδης”. Κλείνει η παρένθεση. Άλλωστε, είναι τιμητικό να σε βρίζει ένας φασίστας.
Ο Αλκίνοος δεν δίστασε να πάρει θέση υπέρ της Ηριάννας και του Περικλή, όταν φυλακίστηκαν άδικα το 2011. Η ελληνική κυβέρνηση τούς κράτησε στη φυλακή για επτά ολόκληρα χρόνια, χωρίς επαρκή στοιχεία. Παρέμεινε ενεργός και απέναντι στις κτηνωδίες της τουρκικής κυβέρνησης προς τα μέλη του Grup Yorum. Δεν έμεινε σιωπηλός. Συμμετείχε, επίσης, στο τραγούδι του Σπύρου Γραμμένου “Το όνομά μου είν’ το δικό σου”, μαζί με άλλους καλλιτέχνες. Πρόκειται για ένα κομμάτι αφιερωμένο σε κάθε Παύλο, κάθε Αλέξη, κάθε Ζακ και κάθε Σαχζάτ.
Και κάπως έτσι, σε μια κοινωνία όπου ο «προβαλλόμενος» πολιτισμός —με ό,τι αυτό συνεπάγεται— συχνά δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα με μια ανυπόφορη δυσωδία, είναι παρήγορο να θυμόμαστε πως εξακολουθούν να υπάρχουν κοιτίδες τέχνης. Τέχνης με ψυχή, θέση και συνέπεια. Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης ανήκει σε εκείνους που δεν στέκονται δίπλα στην εποχή τους αμήχανα, αλλά μέσα της, με αξιοπρέπεια. Κι αυτό, για όσους συνεχίζουμε να ακούμε, να σκεφτόμαστε και να νιώθουμε, αρκεί.