Οι κουβέντες σχετικά με το Poor Things και τον Γιώργο Λάνθιμο αποτελούν το κυρίως θέμα των τελευταίων εβδομάδων στα social media. Απόψεις ανθρώπων που τη λάτρεψαν, που τη μίσησαν, που δεν την είδαν αλλά θέλουν μερίδιο της πίτας. Για μια ακόμα φορά, το κοινό πολώνεται και μένει αποκλειστικά ο θόρυβος.
Δύο άτομα από τη συντακτική ομάδα την είδαν και μπήκαν σε σκέψεις. Ο πρώτος μέγιστος λάτρης του blockbuster θεάματος. Ο δεύτερος, πιο «γυμνασμένος» στα σινεφίλ άδυτα. Από τη σκοπιά τους προσπαθούν να καταλήξουν σε συμπεράσματα σχετικά με την εμπάθεια μέρους του κοινού. Ο καθένας από το μετερίζι του και με βάση το κοινό που του είναι πιο γνώριμο. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που εγείρει την κακεντρέχεια σύμφωνα με τη γνώμη τους;
Άρχισε να προβάλλεται το “Poor Things” του Λάνθιμου και αμέσως ξεκίνησε μία αντιπαράθεση άνευ προηγουμένου. Ασχέτως αν σου αρέσει το φιλμ ή όχι, θα πρέπει να αντιληφθείς αν ανήκεις στο κοινό που θέλει ο δημιουργός να απευθυνθεί. Εδώ λοιπόν έρχεται και το hot take μου, που δεν είναι και τόσο καυτό στην πραγματικότητα. Αν θεωρείς το “Endgame” της Marvel ένα αριστούργημα, που καλά κάνεις, τότε μάλλον ο Λάνθιμος έχει ψιλοχεσμένη την άποψή σου.
Εκ πρώτης αυτό ακούγεται ελιτιστικό, ωστόσο, δεν είναι. Το αντίθετο θα έλεγα, είναι μία σχετικά ωμή αποτύπωση της πραγματικότητας. Και δεν ισχύει μόνο στο σινεμά, ισχύει στα πάντα. Μουσικός είναι η Άντζελα Δημητριού, μουσικός είναι και ο Bob Dylan. Ποδοσφαιρική ομάδα είναι η Manchester City , ποδοσφαιρική ομάδα είναι και ο Αήττητος Κρύας Βρύσης. Έτσι, σκηνοθέτης είναι ο Λάνθιμος, σκηνοθέτης και ο Taika Waititi. Σινεμά αυτό που κάνει το MCU, σινεμά και αυτό που έκανε ο Ingmar Bergman.
Επομένως όταν ανοίγουμε μία τέτοια κουβέντα, καλό θα είναι πρώτα να δούμε αν μας έχουν μία θέση κρατημένη στο τραπέζι. Αν και δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί, αντιλαμβάνομαι ότι κάποιοι μπορεί να διασκεδάζουν ακόμα με τις ταινίες της Marvel. Όμως πρέπει να γίνονται αντιληπτοί δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι ότι οι ταινίες του MCU εδώ και πολύ καιρό ποιοτικά κατρακυλούν. Ο δεύτερος πως δεν έχουμε πρωτότυπο υλικό.
Επομένως, πώς μπορεί να συγκριθεί η Nia DaCosta με τον Λάνθιμο; Ο έλληνας σκηνοθέτης πλάθει χαρακτήρες και κόσμους, βάσει ενός κεντρικού μηνύματος. Για παράδειγμα στο “Poor Things” o Λάνθιμος αναδεικνύει το πώς γίνεται αντιληπτός ο καταπιεσμένος από τον καταπιεστή του. Το πώς παύει να τον βλέπει ως άνθρωπο και αρχίζει να τον αντιλαμβάνεται ως μία άψυχη προέκτασή του. Πώς κάνει τα πάντα για να του στερήσει κάθε δικαίωμα προς την αυτοδιάθεση.
Σαφώς και τα παραπάνω δεν αποτελούν κάποια φιλοσοφική ανακάλυψη του Λάνθιμου. Τα έχουν σκεφτεί, μελετήσει και αναδείξει πολλοί στο παρελθόν, και πιθανώς σε μεγαλύτερο βάθος. Η δε ταινία είναι βασισμένη σε βιβλίο με τον Λάνθιμο να τη «μεταφράζει» σε φιλμικά καρέ. Το θέμα ενός δημιουργού έγκειται στον τρόπο με τον οποίο θα αποτυπώσει το μήνυμα. Εν προκειμένω γίνεται μέσα από εξαιρετικά πλάνα τα οποία οπτικά βρίσκονται εκτός πραγματικότητας, όμως, η εννοιολογική τους αξία είναι τέτοια που φαίνονται άκρως ρεαλιστικά.
Στο MCU ο δημιουργός ονομάζεται Stan Lee, ο οποίος μια φορά και έναν καιρό μάς προσέφερε έναν γοητευτικό κόσμο. Κινηματογραφικά, όμως, δεν έχουμε καμία δημιουργία, κανένα περιθώριο για φρέσκες ιδέες και οπτικές. Δεν ξέρω αν για αυτό ευθύνεται ο Feige ή η Disney, δεν είναι και δουλειά μας να το διαλευκάνουμε. Όμως, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι αυτό το δεύτερο κεφάλαιο/φάση/κύμα/whatever της Marvel πάει κατευθείαν στα βράχια.
Όταν δε σέβεσαι τον κινηματογράφο, επομένως ούτε το κοινό, μοιραία κάποια στιγμή θα σου γυρίσει την πλάτη. Είναι πρόβλημα το να σκηνοθετείς πλάνα με γνώμονα αν θα γίνουν ωραία shorts στο YouTube ή αν θα τρεντάρουν στο TikTok. Γιατί ακόμα και αν αποσκοπείς στη δημιουργία περιεχομένου, ακόμα και τότε, πάλι λάθος το κάνεις.
Η σύγκριση γίνεται ακόμα πιο δυσάρεστη για τη Marvel αν φέρουμε απέναντι της ταινίες που με κάποιον τρόπο μοιάζουν με τις δικές της. Ας μιλήσουμε για το “Matrix”, που ενώ τεχνολογικά βρίσκεται πάνω από είκοσι χρόνια πίσω, η δράση του είναι απείρως ανώτερη. Ενώ και στο άλλο κομμάτι που ποντάρει, το heroes ensemble, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα για αυτή. Υποθέτω ότι ο Peter Jackson θα βλέπει τις ταινίες από κάποια γωνία και θα κατουριέται από τα γέλια.
Συνοψίζοντας, ανήκω την κατηγορία αυτών που δεν έχουν αποφασίσει ακόμα αν τους άρεσε το “Poor Things” ή όχι. Αν όμως πρέπει να βάλω ένα πρόσημο στον Λάνθιμο, τότε, χωρίς σκέψη αυτό είναι θετικό. Ο λόγος είναι ότι σε μία εποχή που τα studios κυκλοφορούν ταινίες με φασόν, αυτός προσπάθησε να παράγει τέχνη. Και το πέτυχε, ασχέτως αν είναι του γούστου μου ή όχι. Αλίμονο δηλαδή αν θεωρούμε το προσωπικό μας κριτήριο αυθεντία.
Σε ό,τι αφορά στην κριτική κινηματογράφου, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν ένα καλό κι ένα κακό. Το καλό είναι ότι, περιηγούμενος κάποιος σε αυτά, μπορεί να σχηματίσει μια άποψη περί της υποδοχής της οποίας τυγχάνει μια ταινία κατά την κυκλοφορία της στις αίθουσες. Μπορεί να δοθεί βήμα σε νέες ταλαντούχες πένες οι οποίες ξεκινούν την ενασχόλησή τους με το γράψιμο κειμένων μέσα από το Facebook, το Instagram κλπ..
Το κακό είναι ότι, μιας και ζούμε σε δημοκρατική κοινωνία όπου όλες οι απόψεις καλώς επιτρέπονται. Mπορεί ο καθένας να εκφράσει γνώμη για ένα κινηματογραφικό έργο, δίχως να ελέγχεται η «αρμοδιότητά» του να το πράξει. Φυσικά και η έκφραση άποψης είναι αναφαίρετο δικαίωμα και απολύτως θεμιτή. Καλό είναι όμως για κάθε θέμα να επιλέγουμε πολύ προσεκτικά ποιους λαμβάνουμε υπόψη και κατά πόσο γνωρίζουν το θέμα για το οποίο μιλούν. Άλλη, μεγάλη κουβέντα ωστόσο αυτή. Εδώ θέλω να επικεντρωθώ στο “Poor Things”, τη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, και μια πολύ συγκεκριμένη ομάδα «επικριτών» της. Τους λαϊκά αποκαλούμενους «κουλτουριάρηδες».
Από τη στιγμή που κυκλοφόρησε η ταινία στις εγχώριες αίθουσες, αν όχι από τη στιγμή που κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας, τα πληκτρολόγια πήραν φωτιά και από τις δύο πλευρές. Από εκείνους που έσπευσαν να της απονείμουν τον τίτλο του αριστουργήματος κι από εκείνους που έσπευσαν να κατακεραυνώσουν το φιλμ, τον σκηνοθέτη του και το κοινό που του άρεσε.
Ανήκοντας στο τελευταίο, και χωρίς να αγνοώ ορισμένες αδυναμίες που κατά τη γνώμη μου φέρει το έργο, δε θα ασχοληθώ εδώ με τους λεγόμενους «ψεκασμένους». Εκείνους δηλαδή που βλέπουν στον κινηματογράφο του Λάνθιμου ως «δυσφήμιση της Ελλάδος μας» και «πολύ σεξ». Ούτε με εκείνους που απλά δεν τους άρεσε η ταινία – γιατί κι αυτό είναι απόλυτα σεβαστό, όταν τεκμηριώνεται σωστά.
Αυτοί με τους οποίους θα ασχοληθώ είναι όλοι εκείνοι που, στο να «κράξουν» σοσιαλμιντιακά τον Λάνθιμο και το Poor Things, είδαν ακόμη μια ευκαιρία να διαφοροποιηθούν. Να ξεχωρίσουν και να επιδείξουν τις κινηματογραφικές τους γνώσεις. Ατάκες τύπου «έλα μωρέ, ο Κάρελ Ζέμαν το έκανε καλύτερα» – όπου αντί για Κάρελ Ζέμαν μπορεί κανείς να βάλει ένα άλλο όνομα κατά το δοκούν . Κοινός τόπος σε προφίλ ατόμων που δεν ενδιαφέρονται να συντάξουν αναλυτική κριτική εκθέτοντας τα θετικά και τα αρνητικά της ταινίας. Αντιθέτως «πετάνε» προτασούλες μιας – δυο γραμμών αυνανιζόμενοι πνευματικά με τη σκέψη ότι προκάλεσαν σούσουρο.
Κι άραγε έχει τόση σημασία τελικά όλο αυτό; Όχι, δεν έχει καμία σημασία, γιατί ευτυχώς οι ταινίες ακόμα δεν κρίνονται ούτε ταξινομούνται ιστορικά με βάση σοσιαλμιντιακά ποστ. Αντιθέτως αυτό γίνεται με βάση την κριτική αποτίμηση εκείνων που μπορούν να τεκμηριώσουν ψύχραιμα. Απλώς, είναι μια ιδανική ευκαιρία να εξετάσουμε πώς έχει εξελιχθεί, στην εποχή των social media, ο λεγόμενος «κριτικός – περσόνα».
Ανέκαθεν υπήρχαν κριτικοί που αντιλαμβάνονταν το επάγγελμά τους ως μέσο προώθησης της περσόνας τους και τον κινηματογράφο ως το εργαλείο τους. Κάτι βέβαια που έρχεται σε αντίθεση με τον αληθινό ρόλο του κριτικού, ο οποίος είναι να υπηρετεί και όχι να υπηρετείται από το σινεμά. Να αναδεικνύει τις ταινίες που αξίζει να προσέξει το κοινό και όχι να αναδεικνύεται «θάβοντας» εκείνες που, κατά τη γνώμη του, είναι αδιάφορες.
Υπάρχουν ακόμα τέτοιοι κριτικοί, εδώ στην Ελλάδα έχουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα. Σε μεγάλο βαθμό όμως η έννοια του «κριτικού – περσόνα» έχει πάρει μεταγραφή στα ΜΚΔ και δεν περιορίζεται πια μόνο σε επαγγελματίες κριτικούς.
Κάτι τέτοιο σε βάζει σε σκέψεις. Γιατί ένας άνθρωπος ο οποίος έχει γνώσεις αισθάνεται την ανάγκη να επιτεθεί σε ένα φιλμ που άρεσε σε άλλους ανθρώπους προκειμένου να φτάσει να μιλήσει για τα έργα που αγαπάει εκείνος; Γιατί το «ο Κάρελ Ζέμαν ήταν καλύτερος από τον Λάνθιμο» να μην είναι «ο Κάρελ Ζέμαν ήταν ένας σπουδαίος σκηνοθέτης», δίχως καμία αναφορά στον Λάνθιμο; Γιατί τα social media φαίνεται να ξυπνούν μέσα μας τη διάθεση να «αποδομήσουμε» ό,τι χαίρει ιδιαίτερης προσοχής και επαίνων;
Αυτά, όμως, είναι πιθανότατα θέματα που θα πρέπει να απασχολήσουν ψυχολόγους και κοινωνιολόγους. Κι όπως δε μου αρέσει ένας αναρμόδιος επί των κινηματογραφικών να προβάλλεται ως ειδικός, έτσι κι εγώ δε θα μπω στα χωράφια των δύο αυτών αξιοσέβαστων επιστημονικών κλάδων.
Θα κλείσω το κείμενο εδώ, ελπίζοντας να σας έβαλα σε προβληματισμό. Καλή επιτυχία στην ταινία του Λάνθιμου και λιγότερο τοξικό κλίμα στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Ας μιλάμε μόνο για ό,τι αγαπάμε.