Όταν ανακοινώθηκε το live των Black Flag στο Arch, οι απορίες ήταν περισσότερες από τον ενθουσιασμό. Και αυτός δεν έλειπε. Τι σύνθεση θα έχουν; Πόσο θα κοστίζει το εισιτήριο; Θα είναι αρπαχτή; Όταν μαθεύτηκε ότι, εκτός του Greg Ginn, όλα τα υπόλοιπα μέλη ήταν γύρω στα 20, τα αστειάκια έδιναν και έπαιρναν. Και εγώ μαζί, χωρίς να το παίζω υπεράνω. «Ξεδιάντροπος ο Ginn», «ο Rollins θα γελάει», «πώς τολμάει να το κάνει αυτό». Γνωστές ατάκες και γκρίνιες. Κι οι προκαταλήψεις λογικές ήταν.
Κι όμως, παρά τα “πώληση εισιτηρίου λόγω ξενερώματος” που κυκλοφορούσαν, ο κόσμος γέμισε το Arch. Μπορεί να είναι μικρό club, αλλά η προσέλευση ήταν καθόλου αμελητέα. Ήταν από αυτά που, όσο και να αμφιβάλλεις, δεν πρέπει να χάσεις. Ακόμα κι αν στην ουσία βλέπεις αυτό που οι κακοπροαίρετοι αποκαλούν cover band.
Μόλις ανέβηκαν στη σκηνή και ξεκίνησαν να χτίζουν την ένταση μέχρι την έκρηξη του “Can’t Decide“, τα χειροκροτήματα δεν έμοιαζαν καθόλου ψυχρά. Ούτε και τα stage dives, που λειτουργούσαν σαν σκέπασμα πάνω από ένα pit το οποίο δεν σταμάτησε λεπτό. Και εκεί κατάλαβες ότι δεν πρόκειται για ψευδαίσθηση. Ούτε για ωραιοποίηση. Ήταν καθαρές εκτελέσεις, με ενέργεια και attitude από τα πιο δυνατά.
Το πράγμα είναι απλό. Αν ένα σχήμα μπορεί να εκφράσει με ακρίβεια τη νευρικότητα, τον θυμό και την αυτοκαταστροφή των Black Flag, αυτό είναι. Όταν οι Black Flag ηχογραφούσαν τα πρώτα τους κομμάτια, ήταν στην ηλικία αυτών των σημερινών μελών. Ζούσαν με ελάχιστα, έπαιρναν ναρκωτικά, έπιναν πολύ και ζούσαν έντονα. Ό,τι δηλαδή γεννά αυτήν τη μουσική. Και σήμερα, με έναν κόσμο που καταρρέει μέρα με τη μέρα, νέα παιδιά μπορούν να βγάλουν ειλικρινά αυτή την ένταση. Οποιοδήποτε άλλο σχήμα θα ήταν εξίσου cover band και τελείως ξένο με τη φιλοσοφία της μπάντας.
Θα είχε δηλαδή νόημα να βλέπαμε τον Keith Morris να αποθεώνει τον Ginn από σκηνής; Μπορούμε να φανταστούμε τον Rollins να τραγουδάει το “Clocked In“, το οποίο ήταν και η audition του, ενώ εδώ και χρόνια έχει γίνει περσόνα και δεν τραγουδά πια; Μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο που κάποτε έκραζε τους Rolling Stones για το “Satisfaction”, λέγοντας πως τα έχουν όλα χωρίς να κάνουν τίποτα. Και τα δύο αυτά σενάρια ακούγονται το λιγότερο απογοητευτικά. Αν κάποιος θέλει να πει “είδα τους original Black Flag”, θα χρειαστεί χρονομηχανή.
Θα είμαι ξεκάθαρος. Όταν τους κοιτούσα στη σκηνή, με εντυπωσίαζε το πόσο αυθεντικά περνούσαν το punk πάθος τους. Όταν όμως έκλεινα τα μάτια και άκουγα την Max Zannelly να ουρλιάζει, ένιωθα μια ενέργεια πολύ κοντά στον Rollins. Και όλοι το ένιωθαν αυτό. Σε σημείο που ο μόνος που έμοιαζε εκτός κλίματος ήταν ο ίδιος ο Ginn. Εκεί φτάσαμε.
Το setlist; Ακούστηκαν όλα τα κλασικά. ΟΛΑ. Το live χωρίστηκε σε δύο μέρη, με ένα εικοσάλεπτο διάλειμμα στη μέση για να πάρουμε ανάσα. Και κάθε μέρος έκλεισε με το “Fucked Up”, κομμάτι από το side project του Ginn, τους Good For You. Ήθελες την παράνοια του “Forever Time“; Ήταν εκεί. Το χάος του “Nervous Breakdown“; Το ίδιο. Όπως και το χτίσιμο του “My War“, το “No Values“, το κολλητικό “Gimmie Gimmie Gimmie” και το εμβληματικό “Rise Above“. Από το “Slip It In” παίχτηκαν δύο από τα καλύτερα κομμάτια (“Slip It In” και “Black Coffee”), ενώ το δεύτερο μισό του live περιλάμβανε ένα μείγμα από EPs, τα οποία ξεχείλιζαν από λύσσα. Και λίγο πριν το τέλος, μια έξυπνα πειραγμένη εκτέλεση του “Louie Louie“.
Η μόνη σοβαρή ένσταση δεν αφορά τη σημερινή εκδοχή των Black Flag. Αντιθέτως. Το ερώτημα είναι αν θα δίναμε σημασία σε αυτά τα παιδιά χωρίς την “έγκριση” του Ginn. Γιατί, καλώς ή κακώς, αυτός είναι ο υπεύθυνος, με όλα του. Και το αποτέλεσμα ήταν μια κανονική μπάντα που σεβάστηκε τις ρίζες της. Αλλά χωρίς το όνομά του, θα ακούγαμε ποτέ το δικό τους υλικό; Ή θα το απορρίπταμε ως δήθεν, επειδή δεν είχε κάποιο μεγάλο όνομα από πίσω;
Χρειαζόμαστε ακόμα τους παλιούς για να ξεχωρίζει κάτι; Ίσως να μην απαντιούνται όλα. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν αλλάζει το βασικό: αυτό που έγινε στο Arch είχε μια δική του μαγεία. Και θα το ξαναέβλεπα χωρίς δεύτερη σκέψη.