Το Κοράκι του Alex Proyas αποτελεί για τον κινηματογράφο μια απόλυτα ιδιάζουσα περίπτωση.
Σε πολλά επίπεδα «ορίζει» μια αισθητική μιας ολόκληρης γενιάς. Φιλμικής και μη. Ταυτόχρονα, αποτελεί μια ταινία καταραμένη, τόσο σε θέμα πλοκής όσο και στο backstory της. Και 30 χρόνια μετά, το Midnight Express φροντίζει να τη φέρει στη Ριβιέρα, νωρίτερα απ’ την καθιερωμένη ώρα προβολών του κιόλας. Ο λόγος απλός: είναι μια ταινία που οφείλει να ακουστεί δυνατά.
Το χρονικό της ταινίας εκκινεί νωρίτερα από τη στιγμή που το σενάριο ακούμπησε για πρώτη φορά το τραπέζι κάποιου στούντιο. Πιο συγκεκριμένα, 13 χρόνια πριν την κυκλοφορία του. Ο James O’ Barr βιώνει τον άδικο χαμό της μνηστής του σε αυτοκινητιστικό και η ψυχολογία του αγγίζει τον πάτο. Μέσα στο διάστημα πένθους ξεκινά να σχεδιάζει ένα κόμικ, που ως στόχο έχει τον εξαγνισμό του.
Μια ιστορία εκδίκησης, με γοτθικές αναφορές που ξεκινούν από τον Poe και φτάνουν μέχρι τους Cure
Μια είδηση στην εφημερίδα για τη δολοφονία ενός αρραβωνιασμένου ζευγαριού για το δαχτυλίδι αρραβώνων τους από ένα ληστή συμπληρώνει ένα ακόμα κομμάτι του μακάβριου νοητού παζλ. Το κόμικ ολοκληρώνεται σχεδόν μια δεκαετία αργότερα. H κάθαρση δεν επιτυγχάνεται όμως. Αυτό που μένει είναι μια ιστορία εκδίκησης, με γοτθικές αναφορές που ξεκινούν από τον Poe και φτάνουν μέχρι τους Cure.
Ο O’ Barr προτείνει μια μεταφορά σε κάποια μεγάλα στούντιο. Η πρώτη πρόταση για μεταφορά σε ταινία αφορά σε ένα μιούζικαλ με τον Michael Jackson στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όσο και να αποτελεί ένα μεγάλο «What if?», η συγκεκριμένη εκδοχή κάνει το δημιουργό να εγκαταλείψει το στούντιο. Μέχρι που ο συγγραφέας John Shirley αποφασίζει, σε συνεννόηση με τον δημιουργό του κόμικ, να προχωρήσει στη συγγραφή ενός σεναρίου βασισμένου στο κόμικ.
Το σενάριο αυτό θα βραβευτεί από το Writers Guild of America και ο παραγωγός Edward Pressman έρχεται να δώσει μεγαλύτερη ώθηση στο εγχείρημα. Μετά την απόλυση του Shirley και την αντικατάστασή του από τον David Schow, επιστρατεύεται ο σκηνοθέτης, Alex Proyas, να γεμίσει την κενή καρέκλα.
Με το πείσμα και το διαρκή αγώνα για προσαρμογές σε σεναριακό και τεχνικό επίπεδο, η κυκλοφορία του φιλμ κατέστη δυνατή
Τα μεγάλα φαβορί για να αναλάβουν τον κεντρικό ρόλο ήταν ο River Phoenix και ο Christian Slater. Mέχρι που προτείνεται το όνομα του Brandon Lee. Αφού καταφέρει να πείσει και τον επιφυλακτικό O’ Barr, ο Lee θα γίνει η ενσάρκωση της θρυλικότερης φιγούρας του μοντέρνου γοτθικού κινηματογράφου. Και ως τραγική ειρωνεία, αυτή θα είναι και η τελευταία εμφάνισή του.
Για κάποιο λόγο, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του, Bruce, η ίδια κακοτυχία θα χτυπήσει και τον ίδιο. Ένα πιστόλι που χρησιμοποιήθηκε για τα γυρίσματα, μετά από μια τραγική σειρά συμπτώσεων και ελλιπούς ελέγχου από τους υπεύθυνους, θα καταστεί ικανό να σκοτώσει όποιον βρισκόταν στην άκρη της κάννης του. Και αυτό το πιστόλι έτυχε να στραφεί προς τον Brandon Lee, τραυματίζοντας και σκοτώνοντάς τον.
Η ταινία έμοιαζε καταδικασμένη. Όμως, με το πείσμα και το διαρκή αγώνα για προσαρμογές σε σεναριακό και τεχνικό επίπεδο, η κυκλοφορία του φιλμ κατέστη δυνατή. Και στις 13 Μαΐου του 1994 ο κόσμος γνώρισε τον Eric Draven. Μια παγκόσμια εισπρακτική επιτυχία που θα αντιμετωπιστεί διθυραμβικά και θα την καθιερώσει ως μια από τις πλέον σημαντικές ταινίες της δεκαετίας.
Ο Eric Draven θα ξαναγυρίσει από τον άλλο κόσμο με συντροφιά ένα μεταφυσικό κοράκι
Η πλοκή της ταινίας ξεκινά από δύο θανάτους. Αυτούς του Eric Draven και της αρραβωνιαστικιάς του, Shelly. Θύτες, μια συμμορία η οποία την ημέρα πριν το γάμο τους αποφασίζουν να εισβάλλουν στο σπίτι τους και να προβούν στις βιαιότερες δυνατές πράξεις. Όμως η οργή κάποιες φορές ξεπερνά και το θάνατο. Ο Eric θα ξαναγυρίσει από τον άλλο κόσμο με συντροφιά ένα μεταφυσικό κοράκι. Και έναν σκοπό, να τιμωρήσει τους υπεύθυνους και τους ανώτερούς τους. Όπως και να προστατεύσει αυτούς που έμειναν πίσω και εξακολουθούν να κινδυνεύουν.
Πέρα από το αυτονόητο του περάσματος της goth αισθητικής στο mainstream πεδίο, η ταινία του Proyas εξακολουθεί να λάμπει για πολλούς ακόμα λόγους. Αναμειγνύει την αστική παρακμή με τη noir καταδίκη σε πιο σκούρες τέμπερες. Ενώ όλα τα καρέ της ταινίας είναι έγχρωμα, φαντάζουν ασπρόμαυρα, όπως οι σελίδες του κόμικ. Μόνο εκεί που πραγματικά θα χρησιμεύσει, θα λάμψει η υπόλοιπη χρωματική παλέτα.
Όταν χρειαστεί να ξεχυθεί το αίμα, να ανάψει η φωτιά, αλλά και να λάμψει ο ήλιος που θα ζεστάνει όσους τρέμουν από τη βροχή και το φόβο. Αλλά ταυτόχρονα, το σκοτάδι και η νύχτα θα προβληθούν με μια σύγχρονη, καταστροφική γοητεία που εξακολουθεί να εμπνέει αισθητικά όσους τραβιούνται από την ερεβώδη τέχνη. Έστω κι αν είναι απλά ένας «θυρωρός» μπροστά στα πιο νοσηρά. Και γι’ αυτό, αν μη τι άλλο, είναι μια ταινία σημαντική.
Εξακολουθεί και παραμένει έτσι, και λειτουργεί απόλυτα 30 χρόνια μετά και κανένα remake δεν μπορεί να το ξεπεράσει αυτό.
Για τον Brandon Lee οι απόψεις διίστανται. Είναι η απόλυτη ενσάρκωση του θλιμμένου αρλεκινικού φαντάσματος; Είναι απλά ένα ομορφόπαιδο που ο νεποτισμός του χάρισε το ρόλο; Είναι κιτς ή ταιριαστός με την εποχή και το ύφος της ταινίας ο ρόλος; Βλέποντας τη διαρκή τάση του κινηματογράφου να προσπαθεί για κάτι «ρεαλιστικό» και gritty σε κάθε λογής πηγή, έχω καταλήξει πως ο Lee πλαισιώνει απόλυτα το συνολικό στυλ της ταινίας.
Από τη μια, πειραχτήρι κι ατακαδόρος με κωλοπαιδίστικο ύφος. Απ’ την άλλη, όμως, 100% ανθρώπινος, με πόνο και αγάπη. Όχι ένας βαρύθυμος νιχιλιστής που αχνοφαίνεται στην οθόνη γιατί «είναι τόσο σκοτεινή η ζωή πια». Καμία τέτοια ανάγκη. Ήταν ήδη αρκετά ρεαλιστικός με έναν πρωτοποριακό και ταυτόχρονα απόλυτα ’90s τρόπο. Εξακολουθεί και παραμένει έτσι, και λειτουργεί απόλυτα 30 χρόνια μετά. Κανένα remake δεν μπορεί να το ξεπεράσει αυτό.
Για το δε soundtrack, ενδεχομένως να μη χρειάζεται να πούμε πολλά. Το γεγονός ότι έχει το Burn των Cure και τη διασκευή του Dead Souls των Joy Division από τους Nine Inch Nails θα αρκούσαν. Κι αν αυτά δεν αρκούν, η διασκευή του Ghostrider των Suicide από τον Henry Rollins, οι Helmet, οι Jesus And Mary Chain και οι My Life With The Thrill Kill Kult συναπαρτίζουν την τέλεια ηχητική περιγραφή του σελιλόιντ. Υφαίνουν ηχητικά τη σύγχρονη industrial απελπισία δίνοντάς της έναν badass αλλά και λυρικό τόνο.
Το Κοράκι έτυχε μιας κακής φιλμικής κληρονομιάς, αλλά και αποθέωσης ως standalone δημιούργημα
Το Κοράκι έτυχε μιας κακής φιλμικής κληρονομιάς αλλά και αποθέωσης ως standalone δημιούργημα. Και τα μαύρα του φτερά εξακολουθούν να παφλάζουν στο νυχτερινό ουρανό του κινηματογράφου. Aκόμα και μέσα από τη βροχή που δεν κρατά πάντα.
Όσοι μπήκαμε στην κουλτούρα του μαύρου μανό και κραγιόν τα προηγούμενα 30 χρόνια, το οφείλουμε σε αυτήν την ταινία. Και τις συγκινήσεις που μας θερμαίνουν την ψυχούλα ακόμα κι όταν λαμβάνει χώρα η νιοστή προβολή της. Αυτή, όμως, θα είναι η πρώτη κινηματογραφική. Και δε θα μοιάζει με τις άλλες.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Movie: The Crow