Black Metal: Κανείς όπως οι Νορβηγοί
Δεν είμαι σίγουρος για τους λόγους που κατέστησαν του Νορβηγούς το καλύτερο εργοστάσιο παραγωγής black metal. Σίγουρα μπορώ να δω μία σύνδεση με το κλίμα. Το κρύο που επικρατεί στο βορειότερο τμήμα της Σκανδιναβικής χερσονήσου, σε συνδυασμό με το συνεχές σκοτάδι, αποτελούν μία καλή αφορμή να καταπιαστεί κάποιος με τη σκοτεινότερη ακραία έκφανση του heavy metal. Όμως, είναι αληθές το παραπάνω ή μήπως λόγω αυτής τους της ικανότητας -να παίζουν τόσο καλό black metal- συνδυάσαμε το εν λόγω ιδίωμα με τις Νορβηγικές κλιματολογικές συνθήκες;
Ποτέ ξανά στην ιστορία ένα είδος μουσικής δε συνδέθηκε τόσο με μία χώρα όσο το black metal με τη Νορβηγία
Αλλη μία πλευρά που θα μπορούσαμε να εξετάσουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο εκχριστιανίστηκαν. Ένας τρόπος γεμάτος αίμα και καταστροφή. Πάλι, όμως, αυτό μπορεί να εξηγήσει το περιεχόμενο των στίχων τους. Ίσως και την πιο ζοφερή μουσική προσέγγιση, αφού στη θρησκεία το κακό έχει συνδεθεί με το σκοτάδι. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην προσπάθειά τους να εναντιωθούν κάθετα στην επικρατούσα θρησκεία, συμβολικά κατά κάποιον τρόπο, επέλεξαν να «υμνούν» το αντίθετο του Μεσσία.
Πιθανώς κανένα από τα παραπάνω να μην μπορεί να σταθεί μόνο του ως εξήγηση. Μπορεί να χρειάζεται ένα κράμα τους για να εξηγηθεί πλήρως. Ανεξάρτητα από τα αίτια, αυτό που αποτελεί γεγονός είναι ότι, παρότι δεν το γέννησαν (Hail Quorthon), είναι αυτοί που το υπηρέτησαν καλύτερα από όλους και ποτέ στην ιστορία της μουσικής μία χώρα δε συνδέθηκε τόσο στενά με ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής. Πάμε, λοιπόν, να δούμε τους οχτώ καλύτερους -κατ’ εμέ- δίσκους που μπορούμε να συναντήσουμε στο Νορβηγικό black metal.
Σημείωση: Η σειρά είναι αύξουσα, από το λιγότερο καλό προς το καλύτερο και δεν μπαίνει δεύτερος δίσκος από μία μπάντα.
O δεύτερος δίσκος του πολυσχιδούς Thomas Rune Andersen Orre ή όπως είναι γνωστός, Galder. Πολύ πριν την ένταξη στους Dimmu Borgir, ο Νορβηγός multi-instrumentalist είχε καθιερωθεί στις συνειδήσεις του κοινού ως ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες της σκηνής, και δικαίως. Η συνθετική σκέψη του Galder ισορροπεί τέλεια μεταξύ ικανότητας, μελωδίας και ουσίας. Για παράδειγμα, το solo στο κλείσιμο του “The Millennium Kling” θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία του black metal. Αυτό που, όμως, τον καθιστά ξεχωριστό είναι τα γυρίσματα που υπάρχουν σε όλα του τα κομμάτια. Γυρίσματα, τα οποία παρότι είναι φαινομενικά «αντίθετοι κόσμοι», ο Galder πάντα καταφέρνει να τα ταιριάζει.
Στο “The Pagan Prosperity“, το πλήθος των riffs και η μετάβαση από το ένα στο άλλο θυμίζουν τη Guernica. Ξέρω πόσο υπερβολικό ακούγεται, αλλά σκεφτείτε το λίγο. Κάθε στοιχείο του πίνακα μόνο του, ξεκομμένο από τα υπόλοιπα, σα μονάδα, μοιάζει να μην έχει κανένα νόημα. Aν τα εξετάσεις ξεχωριστά, πάλι δεν μπορείς να δεις πώς όλα αυτά μαζί μπορούν να καταλήξουν σε κάτι που να βγάζει νόημα. Αντίστοιχα, τα riffs, τα φωνητικά, τα πλήκτρα, τα τύμπανα, μοιάζουν σαν έχουν παιχτεί από κάποιες εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες, όμως, όλα είναι βγαλμένα από τον Δαιδαλώδη εγκέφαλο του Galder. O Νορβηγός, ως άλλος Picasso, είναι ο μόνος που μπορεί να τα συνδέσει. Να τους δώσει νόημα, και εν τέλει να παράξει ένα αριστούργημα, εκεί όπου οι υπόλοιποι θα έβλεπαν απλά θολούρα.
H ιστορία μας εδώ θα ασχοληθεί με τα μουσικά επιτεύγματα των Nagash και Blackheart. Οι ήρωές της μοιάζουν σα χαρακτήρες βγαλμένοι από κάποια gothic νουβέλα (ή και του Warhammer θα έλεγε κάποιος ελέω Nagash) και αναγκάστηκαν να αλλάξουν το όνομά τους, όταν ήρθαν σε «σύγκρουση» με τους Σουηδούς συνονόματους τους, Covenant (σημείωση: Τεράστιο album το “United States of Mind“). Τότε, το black metal συγκρότημα αναγκάστηκε να αλλάξει το όνομά του σε The Kovenant.
Ένα συγκρότημα, που συχνά – και αδίκως – προσπερνάται όταν ανοίγει η κουβέντα για τους μεγάλους του είδους. Το “Nexus Polaris“, για παράδειγμα, αποτελεί ένα δίσκο «αστρικών» διαστάσεων. Βρίθει μελωδίας, ατμόσφαιρας και επιθετικότητας, και αποτελεί την κορωνίδα των μουσικών ικανοτήτων των δημιουργών του. Επίσης, καλό θα ήταν να αναλογιστούμε λίγο το line-up, το οποίο είναι all star μπάντας. Eκτός των Nagash (μπάσο, φωνή) και Blackheart (κιθάρα), έχουμε τον Sverd –βασικός συνθέτης των Arcturus– στα πλήκτρα, την Deva στις δεύτερες, τον Hellhammer στα τύμπανα και τον Astenu (τότε μέλος των Dimmu Borgir) στην κιθάρα.
Έχουμε δει πολλές all-star συνθέσεις να μη λειτουργούν. Πρόχειρα να αναφέρω το “In Sorte Diaboli“. Εδώ έχουμε την εξαίρεση. Το album μοιάζει σαν οι Cradle of Filth να απέκτησαν την ικανότητα να παίξουν progressive. Ίσως ο λόγος που να μην πήρε την αναγνώριση που του άξιζε να έγκειται στο ότι δεν ήταν αυτό που λέμε «αμιγώς black metal». Tίποτα, όμως, δεν μπορεί να αναιρέσει τη στιβαρότητα και την ευφυΐα που το διέπουν και στα 43:28 λεπτά διάρκειάς του.
Πας να γράψεις για ένα album που έχεις ακούσει αμέτρητες φορές και αντί να σου έρθει στο μυαλό ένα μουσικό θέμα, το πρώτο που σκέφτεσαι, είναι το εξώφυλλο. Μία μάγισσα να στέκεται στην κορυφή ενός λόφου και να τη λούζει το φως της πανσελήνου. Μάλιστα, το καλλιτέχνημα το υπογράφει ο Morfeus, που μαζί με τον Daemon, αποτελούν το line-up των Limbonic Art.
Οι Νορβηγοί είναι από τις λίγες μπάντες που κατάφεραν να ξεφύγουν από την “κατάρα του εκπληκτικού debut album”. Σίγουρα, το “Moon in the Scorpio” αποτελεί την καλύτερη δισκογραφικά στιγμή τους. Aπό κοντά ακολουθούν και τα “Ad Noctum – Dynasty of Death“, “In Abhorrence Dementia” και “Legacy of Evil“. Mε αυτήν τη σειρά.
Αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη κυκλοφορία να ξεχωρίζει είναι ο τρόπος με τον οποίο περικλείει και τις δύο Νορβηγικές black metal σχολές. Τα πλήκτρα και η ατμόσφαιρά του αγκαλιάζουν σφιχτά το majestic black metal. Oι κιθάρες και -ιδιαίτερα- τα φωνητικά, από την άλλη, βαδίζουν στα μονοπάτια του raw black metal. Επίσης, χωρίς να είναι «βαφτισμένο» concept album, λειτουργεί ακριβώς με αυτόν τον τρόπο. Κάθε κομμάτι συνεχίζει από εκεί που τελείωσε το προηγούμενο, και ενώ θα βρεις πολλούς να το αποθεώνουν, δύσκολα συναντάς κάποιον να σου πει ότι ξεχωρίζει κάποιο τραγούδι.
Αν έχετε ακούσει πολύ black metal στη ζωή σας, σκεφτείτε λίγο πόσες μπάντες προσπάθησαν να αναπαράξουν τον απόκοσμο ήχο των Darkthrone. Αφού ολοκληρώσετε αυτήν τη σκέψη και δείτε τα αποτελέσματα να είναι πολλά, φιλτράρετε το πόσα σχήματα το πέτυχαν. Το μηδενικό αποτέλεσμα, που θα προκύψει, δε συνδέεται με την ανικανότητα των «σφετεριστών» του ήχου τους. H αιτία βρίσκεται στην απαράμιλλη ικανότητα των Fenriz και Nocturno Culto να προσεγγίζουν τη μουσική με μοναδική σκοπιά.
Ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω ένα album των Darkthrone, δεν έχω σοβαρά επιχειρήματα γιατί το “Transilvanian Hunger” είναι καλύτερο από το “Under a Funeral Moon” ή το “A Blaze in the Northern Sky“. Ακόμα και από τα “Panzerfaust” και “Total Death“. Αλλωστε, μιλάμε για μία μπάντα που σε πολύ μεγάλο βαθμό καθόρισε το πως θα ακούγονται σήμερα αρκετά παρακλάδια του black metal.
Συχνά λόγω της αξιαγάπητης γραφικότητας που χαρακτηρίζει τον Fenriz, ξεχνάμε το πόσο μεγάλος μουσικός είναι. Στην κατακλείδα της ανίερης τριάδας των Darkthrone ακούμε το black metal στην πιο πρωτόλεια εκδοχή του. Συγχρόνως, λόγω ταλέντου, ερχόμαστε αντιμέτωποι με πολυρυθμικά θέματα, τα οποία ξεφεύγουν από τα στεγανά του ιδιώματος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το “Skald av Satans sol“, το οποίο αν το ακούσουμε με διαφορετική ενορχήστρωση, είναι εξαιρετικά απίθανο να καταλάβει κάποιος ότι είναι black metal κομμάτι. Οι Darkthrone όμως, σαν μπάντα έχουν μία ιδιαιτερότητα. Δεν ορίζονται από τις νόρμες του black metal, αντιθέτως, τις ορίζουν αυτοί.
Τελευταίο album πριν πάμε στο βάθρο. Nιώθω εξίσου περίεργα που έχω βάλει τους Satyricon πάνω από τους Darkthrone, αλλά όπως και να το δει κανείς, το μεγαλείο του “Nemesis Divina“ με δικαιολογεί. Σίγουρα, το δίδυμο Satyr & Frost δεν κάνει κάτι διαφορετικό από ό,τι στους πρώτους δύο δίσκους. Όμως, το 1996 περνούν στη σφαίρα της αιωνιότητας και της αθανασίας.
O Satyr γράφει μουσική καλύτερα από όσο θα γράψει ποτέ του. Ίσως αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε από το γεγονός ότι Nocturno και Ihsahn ζήτησαν να συμμετέχουν στην ολοκλήρωση του album. Πολλοί σπεύδουν να το χαρακτηρίσουν ως ένα από τα καλύτερα black metal album όλων των εποχών. Eγώ, από την άλλη, το θεωρώ ως μία από τις κορυφαίες στιγμές του heavy metal συνολικά. Ίσως ακούγεται υπερβολή. Αν ναι, τότε δεν έχετε παρά να το ξανακούσετε και θα καταλάβετε πως ένα album που ηχογραφήθηκε τόσες δεκαετίες πριν, όχι μόνο δεν ακούγεται παρωχημένο, αλλά διατηρεί σε απόλυτο βαθμό το σφρίγος και τη φρεσκάδα του. Γιατί ναι, είναι τόσο καλό το “Nemesis Divina“.
Το όνομά τους σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει σκοτεινή πόλη, και ο Shagrath με τον Silenoz το τιμούν για σχεδόν τριάντα χρόνια. Το “Enthrone Darkness Triumphant” είναι ο πρώτος δίσκος της ριζικής αλλαγής που εκτόξευσε το συγκρότημα σε δυσθεώρητα επίπεδα. Η αλλαγή δεν είναι άλλη από την μετατόπιση του Stian Tomt Thoresen (Shagrath) στα φωνητικά.
Αυτή η αλλαγή επηρέασε πολυεπίπεδα την μπάντα. Η θεατρικότητα του Shagrath έδωσε τον τόνο που έλειπε μέχρι τότε στους Dimmu Borgir. Επίσης, συνθετικά τον -πιο περιορισμένων δυνατοτήτων φωνητικά- Silenoz. Επίσης, μας χάρισε και έναν από τους καλύτερους frontmen της σκηνής. Ο σχεδόν δίμετρος Νορβηγός δεσπόζει στη σκηνή ως ο αρχηγός μίας αποκρυφιστικής αδελφότητας.
Αρκετοί κατηγορούν τους Dimmu Borgir ότι μετά από αυτόν τον δίσκο έγιναν mainstream -που είναι το κακό δε μας λένε- μετά το “Enthrone Darkness Triumphant”. Μάλιστα, το λένε με διάθεση να θίξουν την μπάντα. Όμως, αν ρωτάτε εμένα, αυτό είναι και το μεγαλύτερο παράσημό τους. Κόσμος άρχισε να ασχολείται και να γνωρίζει το black metal μέσω αυτού του δίσκου και είναι λογικό. Eγώ στα 20 και κάτι χρόνια που παρακολουθώ τη σκηνή, δεν μπορώ να ονομάσω και πολλές κυκλοφορίες που να μην έχουν ούτε ένα δευτερόλεπτο filler.
We are forever captured, by the embrace of death.
Ίσως το πιο πολυσυζητημένο album στην ιστορία του heavy metal για μη μουσικούς λόγους. Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί για να σχολιάσουν τη δολοφονία του κατά-γενική-παραδοχή ηγέτη της Νορβηγικής σκηνής, Euronymous, από τον ημίτρελο και γεμάτο απεκκρίματα στο κεφάλι, Varg Vikernes.
Η ιστορία αυτή, όμως, αδικεί το μουσικό του μεγαλείο και ότι το πως «ξύνουμε» στο black metal, το δίδαξε ο εκλιπών Øystein Aarseth. Πολλές φορές, όταν η κουβέντα πάει στον Euronymous, η συζήτηση κινείται γύρω από τη συμπεριφορά του ως ιδιοκτήτη του Helvete. Σίγουρα, η ακρότητα, που τον χαρακτήριζε, ευδοκιμεί για τέτοια κουβέντα. Οι λόγοι, όμως, που τον κατέστησαν ως πρόσωπο αναφοράς του παγκόσμιου black metal δεν είναι αυτοί. Για να το πω πιο σωστά, ακόμα και αν είναι, κακώς είναι. Ακούγοντας κάποιος το “De Mysteriis Dom Sathanas” έρχεται αντιμέτωπος με μία πανδαισία riffs, τα οποία έχουν τραχιά μελωδικότητα.
Ένα album, που η ατμόσφαιρά του μοιάζει βγαλμένη από κάποιον κόσμο που έχει κατασκευάσει ένας μοχθηρός και αβυσσαλέος νους. Και σκεφτείτε, ότι ποτέ δεν το ακούσαμε πλήρως τραγουδημένο από τον Dead. Άλλο ένα στοιχείο, που τον κάνει μνημειώδη, είναι το μπάσο του Count Grishnackh. Ειδικά, στο “Life Eternal” παραδίδει μαθήματα στο πώς παίζεται το όργανο στο black metal.
Έχουν περάσει τριάντα χρόνια και είναι αναμφίβολα ένας από τους πολυακουσμένους black metal δίσκους. Παρόλα αυτά, κανείς δεν έχει τολμήσει μέχρι σήμερα έστω να προσπαθήσει να πλησιάσει το νεκρικά παγωμένο του ήχο. Ούτε το ίδιο το συγκρότημα. Και αυτό αποδεικνύει πόσο μεγάλος συνθέτης ήταν ο Euronymous.
Σημείωση: Το να αυτοαποκαλούνται οι Mayhem χωρίς τον Euronymous ως the True Mayhem, είναι σαν να φύγει ο Steve Harris από τους Iron Maiden και οι υπόλοιποι να ονομαστούν, The True Iron Maiden. Απλά δε γίνεται.
Στο νήμα, ακόμα δεν είμαι σίγουρος ποιο από τα δύο είναι καλύτερα, το “In the Nightside Eclipse” ή το “Anthems to the Welkin at Dusk“. Πιθανότατα, αν με άφηνα να βάλω δίσκους από μία μπάντα σε αυτήν τη λίστα, το ένα ήταν στη θέση #1 και το έτερο στη δεύτερη. Ακόμα πιο εντυπωσιακό με τους Emperor είναι αν αναλογιστεί κάποιος ότι από το δεύτερο κιόλας album τους συζητιόταν το αν είναι η καλύτερη μπάντα του είδους όλων των εποχών. Τα χρόνια πέρασαν, «τόνοι» μουσικής έχουν φτάσει πια στα αυτιά μας και το ερώτημα έχει απαντηθεί. ΕΙΝΑΙ.
Ξεκινώντας από το εικαστικό και τα orcs που παρελαύνουν προς τη Minas Morgul, σχεδιασμένα δια χειρός Necrolord (Kristian Wåhlin), αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα εξώφυλλα της μουσικής ιστορίας. Δε λέω ότι είναι απαραίτητα το καλύτερο, όμως, αν κάποιος έχει ακούσει έστω μία φορά το δίσκο, δε γίνεται να μη θυμάται αυτό το παγωμένα μπλε τοπίο.
Μουσικά ο δίσκος έχει όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το είδος. Βασικά, αποτελεί το blueprint που ορίζει μέχρι και σήμερα πως πρέπει να παίζεται το majestic black metal. Δε χρειάζονται πολλές ακροάσεις, ούτε καν πολλά λεπτά. Aρκεί να ακούσει κάποιος το “Into the Infinity of Thoughts“.
Mετά από σχεδόν τριάντα χρόνια μπορούμε με ασφάλεια να πούμε πως από άποψη ταλέντου, ο Ihsahn είναι ό,τι καλύτερο έβγαλε η Νορβηγία
Μόλις στο πρώτο κομμάτι – οκ, προηγείται ένα intro – ακούγεται ο παραδοσιακός ήχος του Νορβηγικού black metal σε μία όμως απόδοση που μέχρι τότε έμοιαζε αδύνατη. Εύστοχα είχε σχολιάσει τότε στο AllΜusic o Steve Huey, πως ακόμα και η πιο σκληρή νότα που παίζουν οι Emperor, όταν την ακούς με τη συνοδεία των πλήκτρων μεταμορφώνεται σε ένα συναισθηματικό σύμπλεγμα.
Η σύνθεση, η ενορχήστρωση, τα πλήκτρα και οι κιθάρες, δηλαδή τα στοιχεία που ξεχωρίζουν στο album, έχουν όλα έναν κοινό συντελεστή. Tον Vegard Sverre Tveitan ή αλλιώς, Ihsahn. Νομίζω ότι πλέον μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι από άποψη ταλέντου, ο Ihsahn είναι ό,τι καλύτερο έβγαλε η Νορβηγία.
Το “In the Nightside Eclipse” κυκλοφορεί το σωτήριον έτος 1994 και η επιρροή, που ασκεί, είναι τόσο μεγάλη, που συγκροτήματα, όπως οι Bathory και οι Darkthrone, προσπαθούν να εντάξουν τα πλήκτρα στον ήχο τους. Σε μία συνέντευξή του, ο Ihsahn είχε αναφέρει ότι με τον Samoth, όταν σκιαγραφούσαν το δίσκο, ήθελαν να μοιάζει σαν να έχει βγει από κάποια ταινία τρόμου, και αυτός ήταν ο λόγος που μοιραία τους οδήγησε στη χρήση πλήκτρων.
Ό,τι είναι για την Ελλάδα ο Παρθενώνας, ο πύργος του Άιφελ για τη Γαλλία και το Άγαλμα της Ελευθερίας για τις ΗΠΑ, ακριβώς το ίδιο πράγμα είναι και το “In the Nightside Eclipse” για το black metal. Και αν υπάρχει κάτι που μπορεί να ενισχύσει το μύθο που θέλει το black metal να συνδέεται με δυνάμεις εκτός αυτού του κόσμου, είναι πως όταν οι Ihsahn και Samoth έγραφαν το In the Nightside Eclipse δεν ήταν ούτε είκοσι χρονών. Ίσως οι Μαύροι Μάγοι που έκαναν τους Emperor ξακουστούς σε κάθε γωνία του πλανήτη να ήταν κάτι παραπάνω από αποκυήματα της φαντασίας του Mortiis.