Το τρίτονο είναι ένα μουσικό διάστημα τυλιγμένο στο μυστήριο. Δεν είναι τυχαίο πως έχει χαρακτηριστεί ως το “Διάστημα του Διαβόλου” (diabolus in musica) και έχει απασχολήσει τους μουσικούς κύκλους ανά τους αιώνες. Η “παραφωνία” του το καθιστά έναν από τους πιο εντυπωσιακούς ήχους στη δυτική μουσική, με φήμη που εκτείνεται από τον Μεσαίωνα μέχρι το heavy metal, την τζαζ και άλλα είδη.
Σε μουσικούς όρους, το τρίτονο αποτελεί μία αυξημένη τέταρτη ή ελαττωμένη πέμπτη (τρεις τόνοι ή έξι ημιτόνια), ανάλογα με το πώς εμφανίζεται στην κλίμακα. Η «αυξημένη τέταρτη» αφορά την απόσταση μεταξύ της πρώτης και τέταρτης βαθμίδας με ένα επιπλέον ημιτόνιο, ενώ η «ελαττωμένη πέμπτη» μειώνει την πέμπτη βαθμίδα κατά ένα ημιτόνιο. Σε μια μείζονα κλίμακα, υπάρχει μόνο ένα τρίτονο, που εμφανίζεται μεταξύ της τέταρτης και έβδομης βαθμίδας. Για παράδειγμα, στη Ντο μείζονα, το διάστημα βρίσκεται μεταξύ Φα και Σι.
Το τρίτονο διαιρεί την οκτάβα κατά τέτοιο τρόπο που εκφεύγει από τα σύμφωνα διαστήματα και εντείνει τα συναισθήματα του ακροατή. Είναι σαν να ακούγεται ένα “λάθος”, το οποίο έρχεται ως αποτέλεσμα του τι έχει συνηθίσει να μεταφράζει ως αρμονικό ο εγκέφαλός μας.
Από την ύστερη μεσαιωνική περίοδο έως την Αναγέννηση, το τρίτονο συνοδεύεται από το μύθο του “κακού” ή “διαβολικού”. Ο όρος “diabolus in musica” γεννήθηκε στο Μεσαίωνα, όταν θεωρητικοί και η Δυτική Εκκλησία θεώρησαν το διάστημα υπερβολικά δυσαρμονικό (dissonant). Εν γένει, το απέφευγαν, καθώς ο δυσοίωνος ήχος του ερχόταν σε αντίθεση με το θεϊκό και αρμονικό που ήθελαν να αποδώσουν στις θρησκευτικές συνθέσεις τους. Παρά τις φήμες, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η Εκκλησία τιμωρούσε τους μουσικούς για τη χρήση του. Ωστόσο, πιθανότατα ενθάρρυνε τους συνθέτες να το αποφεύγουν στις ιερές συνθέσεις.
Λόγω της φήμης του ως “απαγορευμένου” ήχου που ενισχύει την αίσθηση του φόβου στη μουσική, το τρίτονο επιλέγεται για να αποδώσει συναισθήματα έντασης, απειλής ή σκοτεινής ομορφιάς
Αξίζει να σημειώσουμε ότι εκείνη την περίοδο βρισκόμαστε πολύ μακριά από την έννοια της “κλασσικής αρμονίας”, με τις ματζόρε και μινόρε κλίμακες. Η μουσική της εποχής βασιζόταν στους “τρόπους” (modes), και το τρίτονο όπως το γνωρίζουμε σήμερα ανήκε στον Λοκρικό τρόπο (Locrian mode). Θεωρητικοί, όπως ο Γκουίντο του Αρέτσο “πείραζαν” τις νότες για να το αποφεύγουν, και έτσι οι διέσεις και οι υφέσεις έκαναν την εμφάνισή τους. Το σύστημα του Γκουίντο βοήθησε να μειωθεί η σκοτεινή εικόνα του τρίτονου, προτείνοντας το Σι ύφεση (B♭) ή το Φα δίεση (F#) ως λύση για την αποφυγή του τρίτονου Φα-Σι (F-B).
Κατά την περίοδο του Μπαρόκ, η μουσική άρχισε να περιλαμβάνει τολμηρότερες αρμονικές δομές, όπου το τρίτονο βρήκε τη χρησιμότητά του. Για παράδειγμα, η ελαττωμένη τρίφωνη συγχορδία στις ελάσσονες κλίμακες αξιοποιεί το διάστημα αυτό για να “λυθεί” στην τονική συγχορδία, δίνοντας αρμονική πολυπλοκότητα. Στο Μπαρόκ και την Κλασική Περίοδο, οι συνθέτες χρησιμοποίησαν το τρίτονο για να δημιουργήσουν την απαιτούμενη ένταση πριν από την λύση της μελωδίας, ιδιαίτερα στις συγχορδίες έβδομης ή δεσπόζουσας προς την τονική. Για παράδειγμα ο Johann Sebastian Bach στο έργο του “Πρελούδιο και Φούγκα σε Σι ύφεση ελάσσονα BWV 867”, χρησιμοποιεί το τρίτονο της μελωδικής μινόρε με διαδοχικές λύσεις.
Κατά τη Ρομαντική και τη Σύγχρονη Κλασική Μουσική, το τρίτονο έγινε εργαλείο για την έκφραση ακραίων συναισθημάτων, επιτρέποντας στους συνθέτες να εξερευνήσουν πνευματικούς και ψυχολογικούς κόσμους πέρα από την παραδοσιακή αρμονία. Συνθέτες όπως ο Liszt προώθησαν το τρίτονο χωρίς απαραίτητα να επιζητούν την αρμονία, αξιοποιώντας τις συνδέσεις του με την ένταση και το σκοτάδι. Στη “Σονάτα του Δάντη” (Dante Sonata), το τρίτονο συμβολίζει την κόλαση.
Η δομή του τρίτονου – ισορροπημένη αλλά και δυσαρμονική – προσφέρεται για διτονικότητα, όπου δύο τονικά κέντρα συγκρούονται. Ο Jean Sibelius εκμεταλλεύτηκε αυτό το χαρακτηριστικό στη Συμφωνία αρ. 4 σε Λα ελάσσονα, αντικατοπτρίζοντας την πάλη της Φινλανδίας για ανεξαρτησία. Στο Finale της, η συμφωνία βρίσκεται ταυτόχρονα σε δύο τονικότητες, την Λα και Μι ύφεση ελάσσονα, οι οποίες απέχουν ένα τρίτονο, δημιουργώντας την αίσθηση του χάους.
Σήμερα, το τρίτονο υπενθυμίζει τη δύναμη της μουσικής να προκαλεί και να εμπνέει
Στον 20ό αιώνα, η τζαζ και η ροκ υιοθέτησαν το τρίτονο. Οι μουσικοί της τζαζ χρησιμοποιούσαν συχνά «αντικαταστάσεις τριτόνων», όπου μια δεσπόζουσα συγχορδία αντικαθίσταται με άλλη, έναν τρίτονο μακριά, ενισχύοντας τον αυτοσχεδιασμό. Στο “Blues for Alice” του Charlie Parker, η χρήση τριτονικών αντικαταστάσεων προσθέτει δυναμικό χρώμα στη ρυθμική υφή και χώρο για αυτοσχεδιασμό.
Το 1970, οι Black Sabbath το χρησιμοποίησαν στο βασικό μοτίβο του “Black Sabbath”, δημιουργώντας μια αίσθηση τρόμου. Αυτή η χρήση αποτέλεσε σταθμό για τη metal μουσική, εμπνέοντας συγκροτήματα όπως οι Metallica και οι Slayer. Στο “Enter Sandman”, το τρίτονο προσθέτει ένταση στο κύριο riff.
Το τρίτονο βρήκε επίσης θέση σε σύγχρονες συνθέσεις. Ο Danny Elfman το χρησιμοποίησε στο θέμα των Simpsons. Αυτή η χρήση του τρίτονου στην ψυχαγωγία ενισχύθηκε, καθώς οι συνθέτες κατάλαβαν τη δύναμή του να προκαλεί συναισθήματα από μυστήριο έως φόβο.
Παρά τη «διαβολική» φήμη του, το τρίτονο δεν περιορίζεται μόνο σε αρνητικά συναισθήματα. Σε προσεκτικά ελεγχόμενα αρμονικά περιβάλλοντα, όπως οι ημι-ελαττωμένες έβδομες συγχορδίες στην τζαζ, το τρίτονο δίνει αίσθηση μελαγχολίας. Στο “West Side Story” του Leonard Bernstein, το “Maria” χρησιμοποιεί το τρίτονο για να εκφράσει την ένταση της αγάπης και της σύγκρουσης, εξομαλύνοντάς τη σε αρμονία.
Σήμερα, το τρίτονο υπενθυμίζει τη δύναμη της μουσικής να προκαλεί και να εμπνέει. Από απαγορευμένο διάστημα, το τρίτονο έχει γίνει βασικό στοιχείο στη μουσική, αποδεικνύοντας την απεριόριστη ικανότητά της για έκφραση.