Νέα κυκλοφορία για τους Ghost. Ευτυχής συγκυρία θα έλεγε κάποιος, αφού ο Tobias Forge λίγες εβδομάδες πριν κατηφορίσει προς τη χώρα μας, θα έχει νέο υλικό στις αποσκευές του. Ο τίτλος αυτού, “Phantomine” και πρόκειται για ένα EP με πέντε κομμάτια. Η συνολική του διάρκεια δεν ξεπερνάει τα 24 λεπτά, παρόλα αυτά, καταφέρνει να σε «γεμίσει».

Στο άκουσμα της ανακοίνωσης του “Phantomine” δε σας κρύβω ότι είχα την αίσθηση πως πρόκειται για μία συρραφή κομματιών που έμειναν έξω από το “Impera”. Το πόσο έξω έπεσα θα το δούμε παρακάτω. Η κυκλοφορία είναι επί της ουσίας ένα σύνολο πέντε διασκευών σε μπάντες που κατά καιρούς ο Tobias έχει αναφέρει ως επιρροές του. Ή τουλάχιστον κάποιες από αυτές.

Οι Ghost επιστρέφουν δισκογραφικά με το Phantomine | 📷 Jimmy Hubbard

Σε μερικούς ίσως ακούγεται εύκολο το να διασκευάζεις. Σε έναν βαθμό ισχύει, αφού δεν έχεις την «υποχρέωση» να γράψεις νέα μουσικά θέματα και στίχους, τα έχεις ήδη έτοιμα. Αν λοιπόν το εξετάσεις από αυτήν τη γωνία, ναι είναι εύκολο. Υπάρχει, όμως, μία δυσκολία που συνήθως αποδεικνύεται αξεπέραστη. Ελλοχεύει η πιθανότητα να σε «πλακώσει» το βάρος του original κομματιού. Ειδικά όταν καταπιάνεσαι με τραγούδια όπως το “Phantom of the Opera”, που ο ίδιος ο Steve Harris το έχει χαρακτηρίσει ως ένα από τα καλύτερα που έχει γράψει ποτέ του.

Το Phantomine ανοίγει με τη διασκευή του “See No Evil” των Television. Πριν πούμε τα πεπραγμένα των Ghost, να σταθούμε για λίγο σε κάτι άλλο. Τέτοιου είδους απόπειρες έχουν κάποια αποτελέσματα τα οποία συχνά είναι ευεργετικά για το σύνθετη του original κομματιού. Κάπου διάβασα ότι η δημοφιλία της μπάντας – των Television – εκτοξεύθηκε από τη στιγμή που ο Forge αποφάσισε να ασχοληθεί με το κομμάτι. Οπότε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο φόρος τιμής που αποτίει ο Σουηδός μουσικός σε κάποια από τα εφηβικά του είδωλα, δεν έχει μόνο συναισθηματικά οφέλη.

Η original version είναι new wave/post-punk/something κομμάτι των late ‘70s. Αρκετά ωραίο και ναι, το παραδέχομαι, ο λόγος που το άκουσα πρώτη φορά ήταν για να το συγκρίνω με την εκδοχή των Ghost. Εδώ λοιπόν έρχεται και το πρώτο μεγάλο tick για τους Ghost. Αν ακούσεις το δύο κομμάτια διαδοχικά, χωρίς να δίνεις ιδιαίτερη σημασία στους στίχους, δύσκολα θα καταλάβεις ότι είναι το ίδιο τραγούδι. Οι Ghost διατηρούν την ατμόσφαιρα του πρωτότυπου, ωστόσο, οι κιθάρες που του έχουν προσθέσει, χωρίς υπερβολή, το ανεβάζουν ένα με δύο επίπεδα.

Εν αντιθέσει με τον προκάτοχό του, το “Jesus He Knows Me“, το ήξερα και αποτελούσε/αποτελεί ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια των Genesis. Εδώ τα περιθώρια να «πειράξεις» το αρχικό υλικό είναι εξόχως στενά, αφού οι Άγγλοι έχουν καταπληκτική δουλειά σε κάθε επίπεδο. Δε θεωρώ τυχαία την επιλογή των Ghost να συνοδέψουν το συγκεκριμένο κομμάτι με μία τέτοια υπερπαραγωγή video clip. Γιατί αν συγκρίνετε τα δύο videos, θα δείτε την πολύ διαφορετική νοηματικά προσέγγιση των στίχων.

Το catchiness του αρχικού κομματιού, όπως προανέφερα, κατέστησε δύσκολο το έργο των Ghost. Οπότε θα πω ότι επέλεξαν το safe μονοπάτι, αυτό του ρετούς. Το τραγούδι είναι γεμάτο σημεία που «αγκιστρώνουν» τον ακροατή από την πρώτη νότα. Αυτά, αν τα πειράξεις με κάποιο τρόπο μπορεί να αρχίσουν να ακούγονται σαν overtrying και εν τέλει να τα κάψεις.    

Να πω μία ιστορία εδώ. Όταν είχα πρωτοακούσει το εν λόγω κομμάτι των Stranglers, στον στίχο “And the buyers can be found”, άκουγα “And Tobias can be found”. Κάποιος θα έλεγε ότι είμαι κάποιου είδους προφήτης και μπορώ να δω το μέλλον με σχετική επιτυχία. Ωστόσο, αν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο, τώρα θα σας έγραφα από τη Χαβάη όπου και θα διέμενα με τα χρήματα που θα είχα κερδίσει από το Τζόκερ.

Εδώ είχα την περιέργεια να ακούσω πώς θα το προσέγγιζε ο Forge στα φωνητικά. Θεωρώ τη φωνή του Hugh Cornwell μία από τις χαρακτηριστικότερες αυτής της εποχής του Βρετανικού punk. Επίσης το κομμάτι έχει μία ευχάριστη μουντάδα που είναι και εν πολλοίς σήμα κατατεθέν του ήχου. Εντελώς δηλαδή κόντρα ρόλος για τους «φωτεινούς» μουσικά Ghost.

Για άλλη μια φορά, η κιθάρα έρχεται ως χτυπητή διαφορά μεταξύ της original και της Ghost εκδοχής. Τα φωνητικά του Forge είναι γεμάτα πάθος και συναίσθημα, αλλά κάτι δε μου κάθεται καλά. Ίσως είναι και θέμα γούστου, όμως, το τόσο καλό φινίρισμα που έχουν κάνει οι Ghost μου κακοφαίνεται λίγο σε ένα κομμάτι που ξεχωρίζει για τον πρωτεϊκό του χαρακτήρα και την κάπως, «επιμελώς ατημέλητη» προσέγγισή του.

Πας λοιπόν να διασκευάσεις ένα κομμάτι των Iron Maiden. Επιλέγεις ένα από τα all time classics τους. Θα μποροούσε κάποιος να πει ότι μόλις έσκαψες τον λάκκο σου και ετοιμάζεσαι να μπεις μόνος σου μέσα. Ο ιθύνων νους των Ghost αποδείκνυει για άλλη μία φορά τη μουσική του ευστροφία. Ξέρει ότι αν υπάρχει κάποιο αδύναμο σημείο στο κομμάτι, αυτό βρίσκεται στην παραγωγή και επιλέγει να εστιάσει ακριβώς εκεί τη διαφοροποίηση του.

Θα μου πεις, υπάρχει και άλλο σημείο που μπορεί να αγγίξει; Δεν είναι δύσκολη απάντηση, αφού συμπυκνώνεται σε ένα μεγαλοπρεπέστατο ΟΧΙ. Τώρα θυμήθηκα ότι υπήρχε μία μπάντα που είχε διώξει τον Steve Harris γιατί δεν ήθελε μπασίστα που να γράφει μουσική. Αναρωτιέμαι, σαράντα χρονιά μετά, η δική τους μουσική έχει συγκινήσει μία από τις μεγαλύτερες μπάντες των τελευταίων ετών; Δεν το νομίζω. Προχωράμε.

Did you see that coming? Not in a million years. Ομολογώ ότι δεν περίμενα πως οι Ghost θα διασκεύαζαν τη μεγάλη Ελβετή τραγουδίστρια. Ναι, δεν κάνω κάνω λάθος, από το 2013 η Tina Turner έχει εγκαταλείψει την αμερικανική υπηκοότητά της και έχει διατηρήσει αποκλειστικά την ελβετική.

Αν μου έλεγε ο Forge πριν κυκλοφορήσει το κομμάτι ότι έχει σκοπό να διασκευάσει τα φωνητικά της Tina, θα τον έπαιρνα για βλαμμένο. Βέβαια, ο Σουηδός είναι ένας τύπος που έχει φτιάξει την καριέρα του κάνοντας το απροσδόκητο. Με εξέπληξε πολύ ευχάριστα το αποτέλεσμα και εξηγούμαι αμέσως.

Η  φωνή της Turner έχει κάποια χαρακτηριστικά που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη τη μίμησή της ή την όποια σκέψη «βελτίωσής» της. Αλλά ο Forge έκανε καταπληκτική δουλειά στο να προσαρμόσει το φωνητικό του στιλ και εύρος στις ανάγκες του κομματιού. Έτσι, οι Ghost πέτυχαν να επαναπροσδιορίσουν το κομμάτι και να το παρουσιάσουν σε μία heavy rock εκτέλεση που αποτελεί ιδανικό επίλογο του “Phantomine”.

Οι Ghost έχουν κερδίσει με το σπαθί τους το να αντιμετωπίζονται – σε οτιδήποτε τους αφορά – ως μία top tier μπάντα. Αυτό είναι το ένα κομμάτι της δεδομένης επιτυχίας τους. Το δεύτερο, και σημαντικότερο, είναι πως πετυχαίνουν να στέκονται αντάξιοι των προσδοκιών που δημιουργούν. Δεν περίμενα το “Phantomine” για να το καταλάβω, ωστόσο, δράττομαι της ευκαιρίας για τονίσω τη σημασία κάθε κυκλοφορίας Ghost. We are witnessing history in the making.

Artist: Sober On Tuxedos

Album: Good Intentions

Label: Heaven Music

Release Date: 11/12/2020

Genre: Nu Metal, Metalcore

Artist: Ghost

Album: Phantomime

Label: Loma Vista Recordings

Release Date: 19/05/2023

Genre: Hard rock, Heavy metal

1. See No Evil (Television cover)

2. Jesus He Knows Me (Genesis cover)

3. Hanging Around (The Stranglers cover)

4. Phantom of the Opera (Iron Maiden cover)

5. We Don’t Need Another Hero (Tina Turner cover)

Ghost: Papa Emeritus IV (Φωνή, μπάσο), Fredrik Åkesson (Κιθάρα)

Additional Personnel: Ted Jensen (Mastering)

Ghost

8.5

Οι Ghost έχουν κερδίσει με το σπαθί τους το να αντιμετωπίζονται ως μία top tier μπάντα. Αυτό είναι το ένα κομμάτι της δεδομένης επιτυχίας τους. Το δεύτερο, και σημαντικότερο, είναι πως πετυχαίνουν να στέκονται αντάξιοι των προσδοκιών που δημιουργούν. Δεν περίμενα το "Phantomine" για να το καταλάβω, ωστόσο, δράττομαι της ευκαιρίας για τονίσω τη σημασία κάθε κυκλοφορίας Ghost.

Share.
Exit mobile version