Μια από τις μεγάλες χαρές του να βρίσκεσαι στο Midnight Express είναι η αίσθηση της κοινής εμπειρίας. Το να μοιράζεσαι με γνωστούς κι αγνώστους φιλμ και μνήμες από το κοντινό ή και μακρινό παρελθόν. Λίγες ταινίες πιάνουν σε τόσο μεγάλο βαθμό αυτό το συναίσθημα, όσο αυτή που θα δούμε την Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου στη Ριβιέρα. Το Batman του Tim Burton.

Επίσης είναι από τις λίγες ταινίες που έχουν χαρακτηρίσει τόσο πολύ την κατηγορία τους. Ένα φιλμ-ρίσκο, που θέλησε να εκμεταλευτεί την επιτυχία του Superman το 1978. Το φιλμ του Richard Donner με τον Christopher Reeve στον κεντρικό ρόλο έδειξε στα στούντιο πως τα κόμικ έχουν μπόλικο ψωμί και μπορούν να μεταφερθούν αξιοπρεπώς στη μεγάλη οθόνη. Ο Μπάτμαν όμως, αντιμετώπιζε κάποιες δικές του «αμαρτίες» του παρελθόντος. Η camp εκδοχή του ήρωα κατά τη δεκαετία του ’60 τόσο στο σινεμά όσο και στην τηλεόραση αποτελούσε αντιπαράδειγμα για μια κινηματογραφική μεταφορά του ήρωα στα ‘80ς.

Κι εδώ κάπου έρχεται ο Tim Burton. Ιδιαίτερη επιλογή, μιας που δεν ήταν και πολύ φαν των κόμικ. Ερχόμενος ωστόσο από μια τεράστια επιτυχία με το Beetlejuice (a.ka Σκαθαροζούμη) το 1988 και με μια αστείρευτη γοτθική φαντασία. Το ύφος του σκηνοθέτη θα χαρακτήριζε απόλυτα το ύφος του Σκοτεινού Ιππότη. Οι πρώτες ανησυχίες βέβαια, ήρθαν στο άκουσμα του πρωταγωνιστή. Σε μια στιγμή που «έπεσε το Ίντερνετ» χωρίς να υπάρχει καν Ίντερνετ, ανακοινώθηκε ότι το ρόλο του Μπρους Γουέιν/Μπάτμαν θα αναλάβει ο… Michael Keaton.

Όταν ο Tim Burton ανακοίνωσε ότι τον Batman θα ενσαρκώσει ο Michael Keaton, εκφράστηκαν σοβαρές ανησυχίες από το κοινό

Σοκ. Τι γράμματα, τι πρωτοσέλιδα στη Wall Street Journal, τι διαμαρτυρίες σε κομιξάδικα. Όλοι φοβήθηκαν την κωμική μανιέρα του Keaton και τη σειρά του 1966. Γρήγορα – γρήγορα, η Warner έφτιαξε ένα μικρό τρέιλερ για να κατευνάσει τα πνεύματα. Ο Burton συνέχισε απερίσπαστος τη δουλειά του στην Αγγλία!

Τι είναι όμως αυτό που είδε στον Keaton και γιατί πια θεωρείται αν όχι ο καλύτερος Batman, τότε σίγουρα ένας από τους καλύτερους; «Ήταν το βλέμμα», θα έλεγε ο Burton αργότερα. «Ήξερα πως αυτό που θα φαίνεται κυρίως πίσω από τη μάσκα είναι τα μάτια και ήθελα κάποιον με πολύ έντονο βλέμμα». Και όπως φάνηκε, είχε απόλυτο δίκιο. Αντισυμβατική επιλογή ο Keaton, δε θυμίζει στο φυζίκ κάποιον υπερήρωα, θυμίζει όμως κάποιον που έχει μια εσωτερικευμένη οργή.

Είτε ως Bruce Wayne είτε ως Batman, νιώθεις ανά πάσα ώρα και στιγμή ότι ο Michael Keaton μπορεί να «ξεφύγει», αλλά ταυτόχρονα κάπως καταφέρνει να το ελέγχει

Είτε ως Bruce Wayne είτε ως Batman, νιώθεις ανά πάσα ώρα και στιγμή ότι μπορεί να «ξεφύγει». Ταυτόχρονα κάπως καταφέρνει να το ελέγχει. Είναι ένας άνθρωπος – φάντασμα. Σχεδόν πεθαμένος από εκείνη τη στιγμή που έχασε τους γονείς του. Σα να μη μπορείς να πιστέψεις ότι αυτός ο λίγο χαμένος δισεκατομμυριούχος είναι τελικά η μυστηριώδης φιγούρα του Batman. Το κοντράστ εδώ λειτουργεί άψογα και η ερμηνεία του Keaton όχι μόνο σταμάτησε τους γκρινιάρηδες. Έθεσε πολύ υψηλά στάνταρ εντός κι εκτός στολής.

Αντισυμβατική επιλογή ο Keaton, δε θυμίζει στο φυζίκ κάποιον υπερήρωα, θυμίζει όμως κάποιον που έχει μια εσωτερικευμένη οργή

Δεν υπάρχει Batman όμως χωρίς το αντίπαλον δέος. Ο Joker του Jack Nicholson κατά πολλούς είναι ακόμη καλύτερος και από αυτόν του αδικοχαμένου Heath Ledger στο Dark Knight. Ο Nicholson -που συν τοις άλλοις είχε εξαιρετική χημεία με τον Keaton- ήταν πιθανότατα ο μόνος Joker που θα μπορούσε να παίξει το χαρακτήρα σε ολόκληρη την ταινία χωρίς make-up και πάλι να φαντάζει σα το γελωτοποιό-μόνιμη πληγή της Gotham City. Κι αν το σκεφτεί κανείς πρακτικά αυτό κάνει. Για σχεδόν τη μισή ταινία είναι o Jack Napier, ένας ημίτρελος μαφιόζος. Μετέπειτα γίνεται Joker όταν πέφτει στη δεξαμενή με τα χημικά. Οι ερμηνευτικές διαφορές μετά τη μετάλλαξη είναι μικρές μεν, ουσιαστικές δε και πέρα για πέρα χαρακτηριστικές του υποκριτικού μεγαλείου του Jack Nicholson.

Ο ρόλος της Vicki Vale είναι κάπως διακοσμητικός, όπως και του Επιθεωρητή Γκόρντον. Ωστόσο, κάπως καταφέρνουν αμφότεροι να έχουν τις στιγμές τους. Η Kim Basinger πήρε το ρόλο από τη Sean Young κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή όταν η Young τραυματίστηκε στην ιππασία. Έφερε τη δική της σφραγίδα ως η φωτορεπόρτερ που γοητεύεται από τη φιγούρα του Batman, αλλά τελικά προσπαθεί να πλησιάσει το Bruce Wayne. Ωστόσο το σενάριο δεν τη βοηθάει κι από ένα σημείο κι έπειτα μένει μόνο η τσιρίδα της.

Επίσης ο Pat Hingle ως Γκόρντον, είναι ακόμα στο στάδιο που αρνείται την ύπαρξη του Batman και τον αντιμετωπίζει ως φήμη ή ως κοινό εγκληματία. Αλλά γενικά η σχέση Γκόρντον – Μπάτμαν είναι μάλλον ο πιο αδύναμος κρίκος στα φιλμ του Burton.

Οι ερμηνευτικές διαφορές μετά τη μετάλλαξη είναι μικρές μεν, ουσιαστικές δε και πέρα για πέρα χαρακτηριστικές του υποκριτικού μεγαλείου του Jack Nicholson

Δε θα γινόταν να μιλήσουμε γι αυτή την ταινία βέβαια, χωρίς μια εκτενή αναφορά στο design της. Ο Burton μαζί με τον εκπληκτικό κι αδικοχαμένο διευθυντή παραγωγής Anton Furst, έδωσαν όπως πάντα έμφαση στο οπτικό αποτέλεσμα, παρά στο σενάριο. Φτιάχνουν μια απαράμιλλη Gotham γεμάτη φιλμ νουάρ πινελιές και γερμανικό εξπρεσσιονισμό. Μια άχρονη μίξη της δεκαετίας του ’40 και του ’80. Ό,τι πρέπει για να δημιουργηθεί η κόμικ αίσθηση, με σωστή αντιπαραβολή των σκιών του Batman και της πολύχρωμης τρέλας του Joker.

Από κοντά και τα κοστούμια, με τη στολή του Batman να χαρακτηρίζει τη σινεματική διάσταση του ήρωα. Μαύρη στολή, κίτρινο σήμα. Θα περνούσαν πολλά χρόνια για να δούμε τη γκρί στολή από τα κόμικ, αλλά και πάλι η μαύρη «γράφει» καλύτερα στην οθόνη. Η κλειστοφοβία δε, που είχε ο Keaton εντός της στολής, αλλά και το γεγονός ότι δε μπορούσε να στρίψει το κεφάλι του, λειτούργησαν υπέρ του. Λάνσαρε αυτό που λέμε «hero’s turn», μια περιστροφή όλου του σώματος, απόλυτα χαρακτηριστική.

Και βέβαια, η μουσική. Το soundtrack του Danny Elfman είναι η απόλυτη αποτύπωση του Batman σε νότες. Εξαιρετική δουλειά θα έκαναν οι Zimmer/Howard στα φιλμ του Christopher Nolan και ο Michael Giacchino στο πρόσφατο φιλμ του Matt Reeves. Ωστόσο, ο Elfman είχε κάνει το μεγάλο μπαμ. Τα σκοτεινά και μεγαλειώδη θέματα που έγραψε για το φιλμ, θα γίνονταν ακόμα πιο δραματικά για το σίκουελ, Batman Returns το 1992. Η συνεργασία του με τον Burton θα μεγάλωνε κι άλλο. Φυσικά, τα ηχητικά «αποτυπώματα» της δουλειάς του από τον πρώτο Μπάτμαν τα βρίσκουμε σχεδόν σε όλες τις κινηματογραφικές παρουσίες του ήρωα έκτοτε.

Ο Burton μαζί με τον εκπληκτικό κι αδικοχαμένο διευθυντή παραγωγής Anton Furst φτιάχνουν μια απαράμιλλη Gotham γεμάτη φιλμ νουάρ πινελιές, γερμανικό εξπρεσσιονισμό, μια άχρονη μίξη της δεκαετίας του ’40 και του ’80

Η ταινία με προϋπολογισμό 35 εκατομμυρίων δολαρίων, έκανε το ντεμπούτο της το καλοκαίρι του 1989 (23 Ιουνίου στην Αμερική). Μεταξύ άλλων έκαναν τότε πρεμιέρα και άλλες σπουδαίες ταινίες. Για παράδειγμα τα Indiana Jones and the Last Crusade, Ghostbusters II, και Honey, I shrunk the Kids. Όμως, καμία απ’ όλες τις ταινίες εκείνης της χρονίας δεν έκανε τη μπάζα της ταινίας του Burton. Το αποτέλεσμα; Επρόκειτο για το «καλοκαίρι του Μπάτμαν». 400 εκατομμύρια δολάρια σε κινηματογραφικές εισπράξεις παγκοσμίως. Πολλά ακόμη έσοδα από παιχνίδια, μπλούζες, διαφημιστικά billboards, μέχρι και δημητριακά. Τα πάντα είχαν ένα σήμα του Batman επάνω. Το οποίο θα μας συντροφεύει για πάντα.

Share.
Exit mobile version