Αν κάτσουμε να αναλογιστούμε τι ονόματα είδαμε το 2025, το να πούμε ότι σχεδόν στο έβγα «είδαμε και High on Fire» δείχνει πόσο καλά περάσαμε. Οκ, ο χρόνος μπορεί να έχει ένα μήνα για να κλείσει αλλά κεφάλια δε βάλαμε μέσα. Και η πολεμική μηχανή του Matt Pike δεν είναι γνωστή για τον οίκτο και την ευσπλαχνία της προς το κοινό. Συνεπώς στο Κύτταρο το βράδυ της Τρίτης μαζευτήκαμε με την αύρα του ετοιμοπόλεμου. Έχουν να έρθουν χρόνια, οπότε καμία δικαιολογία περί καθημερινής ή γεμάτου συναυλιακού καλενταρίου δεν ήρκησε. Κοινώς: το venue ήταν πίτα στον κόσμο. Τρίτη βράδυ. Μεγάλα πράγματα.
Sadhus
Με το που ανεβαίνουν οι Sadhus επί σκηνής γίνεται ξεκάσθαρο: δεν υπάρχει καταλληλότερη μπάντα για να «προλογίσει» τους headliners. Διάολε, δεν υπάρχει καταλληλότερη μπάντα για να προλογίσει ΚΑΝΕΝΑ σχήμα που να γράφει κάτι εφάμιλλο με τον sludge ήχο. Το ηχητικό crystal meth τους είναι φανερό ότι έχει τη συνταγή του βασισμένη στη Louisiana. Αντί για τη Νέα Ορλεάνη, όμως, σπρώχνεται στην Τοσίτσα. Και αυτή είναι η πιο περιεκτική περιγραφή που θα έδινα σε κάποιον. Γιατί οι Sadhus όταν κοιτάνε έξω από το παράθυρο βλέπουν ένα κατουρημένο αττικό τοπίο. Και με βάση αυτό φιλτράρουν τη μουσική τους.
Όσοι τους έχουν δει έστω μια φορά ξέρουν ακριβώς τι να περιμένουν. Οι υπόλοιποι απλά σερβιρίστηκαν αγνή σκατοψυχία. Σκισμένα φωνητικά, μισάνθρωπους στίχους, υπόνοιες γκρούβας που αντί για καλοπέραση στοχεύουν στην εξολόθρευση, ένα σύμπαν σάπιο και βαλτώδες. Και στο ενδιάμεσο και το riff του “Iron Man”. Όμως αντί να το παίξουν δυσκοίλιοι μηδενιστές, δε σταματάνε ούτε τον χαβαλέ και τις ευχαριστίες στο κοινό, ούτε τις από μικροφώνου αγαπούλες με τη διοργανώτρια Ελίνα. Και παραείναι προσγειωμένοι, αλλά ταυτόχρονα στυγνοί εκτελεστές. Σε σημείο που από κάτω γίνεται ένας χαμός και ακόμα και crowdsurfing λαμβάνει χώρα. Ήταν support; Ή double headliner η βραδιά; Τόσο θόλωσαν τα νερά. Πανάξιοι.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
High on Fire
Και σίγουρα είναι απολαυστικό να ενδίδεις στις μισάνθρωπες, βίαιες εικόνες των Sadhus. Από την άλλη όμως ξέρουμε τι ακολουθεί. Και αν οι Sadhus είναι ένα βίαιο, σοκαριστικό βρωμόξυλο μεταξύ τοξικοεξαρτημένων στο κέντρο της Αθήνας εφάμιλλο του Combat Shock, οι High on Fire είναι η επέλαση του Αννίβα. Όχι όπως θα το βλέπαμε σε κάποιον πίνακα της ρομαντικής περιόδου, ένδοξο και καθαρό, αλλά γεμάτο σπλάχνα, λιωμένα κεφάλια, ουρλιαχτά πόνου και τη σκόνη να πασαλείβεται πάνω στο αίμα με το οποίο λερώθηκαν όσοι εξακολουθούν να πολεμούν. Ήδη από το intro του “Karanlik Yol” οι ιαχές εντείνονται. Η μπάντα ανεβαίνει στη σκηνή, ο Pike με ένα τεράστιο χαμόγελο λέει «The riffdaddies are back». Και μπαίνει το “Burning Down“.
Παρατηρώντας την τριάδα επί σκηνής και πιο συγκεκριμένα τον Matt Pike μόνο ένα πράγμα μπορούμε να παραδεχτούμε. Πόσο σπουδαίος και ταυτόχρονα υποτιμημένος συνθέτης και κιθαρίστας εν γένει είναι. Μιλάμε για τον άνθρωπο που μπόρεσε να παντρέψει τον ήχο των Sabbath με τους Motorhead της περιόδου του Sacrifice. Το doom αποκτά μια νέα διάσταση βιαιότητας όταν παίζεται έτσι. Και το κάνει να φαντάζει τόσο απλό που στο τέλος καταλήγουμε να ξεχνάμε πόσο δύσκολο είναι αυτό που κάνει. Και επί σκηνής μάλιστα δεν πτοείται πουθενά. Λες και παίζει χαλαρά στον καναπέ του. Και αυτό χωρίς να υπολογίζουμε το coolness του μπασίστα Jeff Matz ή την ακρίβεια του πάντα ευπρόσδεκτου υπό οποιαδήποτε συνθήκη Ben “Ελίνα ξαναφέρε Converge” Koller στα ντραμς.
Μιλώντας για setlist, μπορεί να μην ακούσαμε το “Baghdad” ή το “Turk”. Αλλά το πρόγραμμα είχε άπειρη μπουνταλοσύνη και βία σε βαθμό που τίποτα δεν έλειψε. Το “Waste of Tiamat” μας ξέκανε ήδη από την αρχή. Το “Hung Drawn And Quartered” έκανε την Ηπείρου να μυρίζει μπαρούτι και όσους έπαιζαν το Tony Hawk’s Underground να βουρκώσουν. Το “Rumors of War” άνοιξε νέες συρράξεις και το “Fertile Green” συνδύασε μαριχουάνα με ανθρωποθυσίες. Το “Fury Whip” ακόμα και σήμερα ακούγεται τόσο πριζωμένο και χύμα όσο την πρώτη φορά ενώ το “Fireface” δείχνει ότι τα ξεκινήματα του συγκροτήματος δεν ήταν καθόλου ταπεινά ή λιπόψυχα. Ακόμα αναρωτιόμαστε, βέβαια πως του κατέβηκε το riff του “Snakes For The Divine” και πως μπόρεσε να το εντάξει τόσο άνετα σε ένα οχτάλεπτο κομμάτι χωρίς να προσπαθήσει να το παίξει ψυχεδελικός. Και κλείσιμο στο «τώρα» τους με το μονολιθικό κι αργόσυρτο “Darker Fleece” να θυμίζει το πέσιμο των σφυγμών πριν τον θάνατο.
Απίστευτη απόδοση, απίστευτος ήχος, απίστευτη ροή. Ένα βράδυ Τρίτης που κάθε άλλο παρά μίζερη καθημερινότητα θύμιζε. Από αυτές τις εμφανίσεις που πας αψύλλιαστος και την υπόλοιπη εβδομάδα ακούς μόνο τη δισκογραφία της μπάντας. Αγριοκοιτώντας όποιον προσπαθήσει να σε διακόψει. Δεν είναι και λίγο.
