Ο Peter Quill προχωρά σε έναν έρημο εξωγήινο πλανήτη. Στο κεφάλι του φορά ακουστικά. Το “Come and Get Your Love” των Redbone παίζει στο walkman του. Χορεύει μόνος του ανάμεσα σε χαλάσματα και υπολείμματα ενός πολιτισμού. Ο φακός τον ακολουθεί χωρίς εφέ, χωρίς φανταχτερές κινήσεις. Είναι το intro του πρώτου Guardians of The Galaxy. Αυτή η σκηνή δεν θυμίζει υπερηρωική περιπέτεια. Αντίθετα, παραπέμπει σε ταινία μικρού προϋπολογισμού με προσωπικό ύφος. Ο James Gunn πήρε έναν τίτλο δεύτερης γραμμής της Marvel και τον μετέτρεψε σε σημείο αναφοράς.
Το βιογραφικό του James Gunn, δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα έλεγες “ενθαρρυντικό” για μια superhero ταινία.
Το “Guardians of the Galaxy” διαφοροποιείται από κάθε προηγούμενο εγχείρημα του Marvel Cinematic Universe. Είναι αποτέλεσμα προσωπικής παρέμβασης ενός δημιουργού που ακολούθησε τη δική του αισθητική, χωρίς να την αλλάξει. Και η αλήθεια είναι ότι αν δει κανείς το βιογραφικό του James Gunn, πριν το Guardians, δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα έλεγες “ενθαρρυντικό” για μια superhero ταινία.
Η πορεία του ξεκίνησε στην Troma Entertainment, εταιρεία που ειδικεύεται σε trash horror, υπερβολική βία και αμφιλεγόμενο χιούμορ. Εκεί έμαθε να σκηνοθετεί με ελάχιστα μέσα και να αναζητά περιθωριακές φωνές. Στο “Slither” (2006) καταπιάστηκε με τη σωματική φρίκη. Το “Super” (2010) παρουσίαζε έναν βίαιο vigilante χωρίς καμία χάρη. Ήταν σαρκασμός προς την ίδια τη λογική των υπερηρώων. Αυτές οι δουλειές τον τοποθέτησαν εκτός εμπορικών προτύπων.

Η Marvel, ωστόσο, χρειαζόταν κάποιον που να αναλάβει μια ομάδα χαρακτήρων χωρίς προγενέστερη δημοφιλία. Ούτε η εταιρεία ούτε ο σκηνοθέτης είχαν απόλυτη βεβαιότητα. Αυτή η κοινή αβεβαιότητα, τελικά, του έδωσε ελευθερία να χτίσει κάτι εντελώς δικό του. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά, η ταινία ξεχωρίζει για τη μουσική της. Το “Awesome Mix Vol. 1” δεν είναι απλώς soundtrack εποχής. Ο Gunn χρησιμοποιεί τραγούδια των ’70s, όπως αυτά των David Bowie, Jackson 5 και The Runaways, ως αφηγηματικά εργαλεία.
Τα εφέ θυμίζουν διαστημικά b‑movies, αλλά με τεχνική ακρίβεια.
Το walkman του Quill λειτουργεί ως συναισθηματικό στήριγμα. Αντιπροσωπεύει την επαφή του με τη Γη, τη μητέρα του και τις αναμνήσεις του. Δεν υπάρχει τίποτα το τυχαίο στις μουσικές επιλογές. Η κάθε μελωδία συνδέεται με ένα προσωπικό συναίσθημα. Μέσα σε έναν γαλαξία ψηφιακών εικόνων, ο ήχος μιας κασέτας κάνει την ταινία πιο ανθρώπινη. Το αναλογικό στοιχείο δεν λειτουργεί νοσταλγικά· λειτουργεί παρηγορητικά. Και το κοινό ανταποκρίνεται σε αυτό άμεσα.
Η αισθητική του “Guardians” παραπέμπει σε κόμικς άλλης εποχής. Χρώματα όπως μοβ, ροζ και πράσινο εμφανίζονται με ένταση. Τα κουστούμια μοιάζουν με στολές punk rock συγκροτήματος. Τα εφέ θυμίζουν διαστημικά b‑movies, αλλά με τεχνική ακρίβεια. Το χιούμορ της ταινίας δεν βασίζεται σε έξυπνες ατάκες, αλλά προκύπτει από την αδεξιότητα των χαρακτήρων. Οι ήρωες δεν έχουν κοινωνικές δεξιότητες και δεν ξέρουν πώς να σχετιστούν. Αυτή η αμηχανία γεννά κωμικές σκηνές που στηρίζονται στη δυσλειτουργία.
Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται η σύμπραξη πέντε χαρακτήρων που κουβαλούν τραύματα. Ο Rocket δημιουργήθηκε μέσα από πειράματα. Έχει βαθιά ανασφάλεια και εκφράζει οργή. Η Gamora υιοθετήθηκε από τύραννο και μεγάλωσε με ενοχή. Ο Drax έχασε τα πάντα και δεν κατανοεί τα συναισθήματα. Αυτοί οι χαρακτήρες δεν διαθέτουν ηρωική πρόθεση. Δεν έχουν στόχο να σώσουν τον κόσμο, αλλά να ανήκουν κάπου. Να τους αποδεχτούν. Η σκηνή όπου ενώνονται σιωπηλά μπροστά στην καταστροφή δείχνει κάτι σπάνιο: ότι η συντροφικότητα μπορεί να αντικαταστήσει τη δύναμη
Ο γαλαξίας του James Gunn είναι γεμάτος ατελείς προσωπικότητες που ψάχνουν σύνδεση.
Το “Guardians of the Galaxy” απευθύνεται σε ανθρώπους που δεν ταυτίζονται με τέλειους ήρωες. Οι χαρακτήρες της ταινίας δεν έχουν στιλ ή επιβλητική παρουσία. Έχουν αμηχανία, φόβους και σπασμένα κομμάτια. Όμως, λειτουργούν καλύτερα μαζί απ’ ό,τι μόνοι. Ο James Gunn τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στην αφήγηση. Ο κόσμος του είναι γεμάτος θόρυβο, ασυνέπειες και συναισθήματα που δεν έχουν πάντα διέξοδο. Το κοινό αναγνωρίζει την αυθεντικότητα αυτής της προσέγγισης. Και αντιδρά θετικά.
Ο γαλαξίας του James Gunn δεν είναι γεμάτος απόλυτους ήρωες. Είναι γεμάτος ατελείς προσωπικότητες που ψάχνουν σύνδεση. Αντί για δυνάμεις, έχουν πληγές. Αντί για αυτοπεποίθηση, έχουν ανάγκη για συντροφικότητα. Το “Guardians of the Galaxy” είναι μια υπενθύμιση: δεν χρειάζεσαι τέλειο origin story για να αξίζεις. Αρκεί να είσαι πρόθυμος να σταθείς δίπλα σε άλλους, να χορέψεις ακόμα κι αν σε κοιτούν και να κάνεις θόρυβο, έστω και αν δεν είσαι ήρωας.