Οχτώ χρόνια απουσίας δεν είναι λίγα, ειδικά σε μια εποχή όπου η ταχύτητα και η διαρκής έκθεση έχουν γίνει κανόνας. Κι όμως, οι InnerWish κατάφεραν να επιστρέψουν με το “Ash Of Eternal Flame” χωρίς να έχουν ίχνος σκουριά πάνω τους. Ο νέος τους δίσκος έγινε δεκτός με θέρμη από ένα κοινό που δεν τους ξέχασε, παρότι οι ίδιοι παραδέχονται πως επικοινωνιακά έμειναν πίσω. Με αφορμή αυτήν την επιστροφή, συζητήσαμε με τον Φραγκίσκο για την αντοχή, την απογοήτευση, την ανάγκη για εξέλιξη αλλά και την ουσία που τελικά κρατάει μια μπάντα ζωντανή: η πίστη σε κάτι που ξεπερνά την εποχή του.
DEPART: Το προηγούμενο, ομώνυμο άλμπουμ σας κυκλοφόρησε το 2016 και χρειάστηκε να περάσουν οχτώ χρόνια μέχρι να βγει το “Ash Of Eternal Flame”. Σ’ αυτό το διάστημα δεν ήσασταν ιδιαίτερα «παρόντες» επικοινωνιακά, κι όμως, ο κόσμος δεν σας ξέχασε. Ο νέος δίσκος βρήκε ανταπόκριση και αγκαλιάστηκε αμέσως από το κοινό. Μάλιστα, αυτό συνέβη σε μια εποχή όπου είναι πιο εύκολο από ποτέ να χαθεί ένα συγκρότημα μέσα στον θόρυβο της πληροφορίας. Τι σας λέει αυτό για τη σχέση που έχετε με τον κόσμο, αλλά και για το μέλλον της μπάντας;
Φραγκίσκος (InnerWish): Μας δείχνει ξεκάθαρα ότι είμαστε άχρηστοι στο κομμάτι των social media. Και είναι πολύ εύκολο να το καταλάβει κανείς ότι δεν το ‘χουμε ρε παιδί μου καθόλου. Και είναι κρίμα, γιατί – όπως είπες κι εσύ – πλέον είναι απαραίτητο. Πρέπει να είσαι full μέσα σε αυτό το κομμάτι, δεν γίνεται αλλιώς. Ο κόσμος κινείται εκεί, περιμένει να “δει” εκεί. Εμείς, όμως, είμαστε πίσω. Δεν έχουμε κάνει ποτέ το social media κομμάτι δικό μας, και το πληρώνουμε αυτό. Δεν είναι μόνο θέμα εικόνας, είναι θέμα παρουσίας, σχέσης με τον κόσμο. Και δεν λέω να γίνεις influencer, αλλά να μην είσαι και φάντασμα, έτσι; Γιατί σήμερα, το να μην είσαι στα social, ισοδυναμεί με το να μην υπάρχεις.
Είναι τεράστιο το διάστημα που λείπαμε, δεν το συζητάμε. Και έξι χρόνια να ήταν, πολλά θα ήταν — πόσο μάλλον οκτώ. Και παρ’ όλα αυτά, σε κάποια πράγματα νιώσαμε σαν να μην πέρασε ούτε μέρα, και αυτό το κρατάω. Αλλά κουβαλάς και άγχος. Θα με θυμούνται ή όχι; Και αυτό ισχύει πιο πολύ όταν μιλάμε για “μεγάλους”, για εταιρείες και μπίζνες. Γιατί κι η εταιρεία θα σε κοιτάξει και θα σου πει: «Φίλε, τόσα χρόνια εξαφανισμένος, τι να σε κάνω;». Και δεν έχει άδικο. Πλέον, μπάντες χτίζονται αποκλειστικά μέσω social media — και αυτό είναι η νέα πραγματικότητα.
Χαίρομαι που κάποιοι άνθρωποι μάς περίμεναν. Υπήρχε αποδοχή, υπήρχε μια προσμονή. Μπορεί να χάσαμε κόσμο, μπορεί και να κερδίσαμε. Δεν το ξέρω. Αλλά αναρωτιέμαι: αν ήμασταν πιο παρόντες, αν είχαμε κάνει όλα αυτά που πρέπει, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα;
Όταν έχεις γράψει κάποια χιλιόμετρα, όταν έχεις μια ιστορία, ένα υπόβαθρο, αυτό μετράει
Γιατί από τη μία λες, «γαμώ, υπάρχω», και κόσμος σε εκτιμά, γουστάρει που είσαι ακόμα εδώ, κι αυτό είναι συγκινητικό. Αλλά μετά λες και «παππούλη, εκσυγχρονίσου λίγο ». Γίνε πιο μοντέρνος, προσαρμόσου, δεν είναι κακό. Καταλαβαίνω ότι για κάποιους είναι πιο δύσκολο, ειδικά αν το βλέπουν ρομαντικά. Για πολλούς το κομμάτι των social είναι βάρος. Για άλλους είναι φουλ ματαιοδοξία, το ζουν, ποζάρουν, το αγαπάνε. Αλλά για μερικούς, είναι απλώς δύσκολο. Σου λέει ο άλλος «εγώ αφήνω τη μουσική μου να μιλήσει, δεν τρέχω πίσω από stories». Για να επιστρέψω όμως στους InnerWish, θέλω να πιστεύω ότι θα στρώσουμε και σε αυτό το κομμάτι. Έχουμε και τον κύριο Εικοσπεντάκη, που ξέρει καλύτερα τι παίζει. Ευτυχώς δηλαδή που υπάρχει και ένας άνθρωπος άξιος, που το έχει το αντικείμενο και κάνουμε και κάτι.
Θεωρητικά, ο δίσκος θα μπορούσε να βγει και να μην τον πάρει χαμπάρι κανείς. Τόσο απλά. Αλλά εκεί μπαίνει και το παρελθόν. Όταν έχεις γράψει κάποια χιλιόμετρα, όταν έχεις μια ιστορία, ένα υπόβαθρο, αυτό μετράει. Κάπου αφήνει ένα αποτύπωμα, και σου επιστρέφει κάτι. Έχεις ένα κοινό, μικρό ή μεγάλο, που είναι εκεί. Δεν το διαγράφεις αυτό. Και, καλώς ή κακώς — βασικά καλώς — έχουμε καταφέρει να χτίσουμε κάτι. Ένα επίπεδο ποιότητας. Μπορεί να μη σε γουστάρουν όλοι, κι εγώ δεν γουστάρω τα πάντα, αλλά σαν ποιότητα, υπάρχει μια συνέπεια, ένα στάνταρ. Και ίσως αυτό να είναι το στοιχείο που μας κρατάει ακόμα ζωντανούς.
Στο εξώφυλλο του “Ash Of Eternal Flame”(διά χειρός Γιάννη Νάκου) δεσπόζει ο Προμηθέας, ένα σύμβολο θυσίας και αντοχής, ενώ το “Forevermore” κουβαλάει αυτήν ακριβώς την αίσθηση μέσα στη μουσική. Για εσάς, αυτός ο συνδυασμός ήταν απλώς μια δημιουργική ιδέα που λειτούργησε καλά ή αντικατοπτρίζει πιο βαθιά τη φιλοσοφία της μπάντας, δηλαδή το να αψηφάς τις δυσκολίες και να συνεχίζεις να δημιουργείς;
Είναι στάνταρ για εμάς. Σε ένα άλλο περιβάλλον μπορεί να μην ήταν έτσι, αλλά εμείς είχαμε ήδη τελειώσει τον μισό δίσκο πριν ξεκινήσει ο Covid – υποτίθεται ότι θα έβγαινε πολύ γρήγορα. Το αστείο είναι ότι θεωρούσαμε πως “καθυστερούμε”, επειδή θα κυκλοφορούσε τέσσερα χρόνια μετά τον προηγούμενο, και όχι… οχτώ! Αλλά τότε μας πήρε η κάτω βόλτα. Και δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να τα είχαμε παρατήσει. Υπήρχαν και κάποια προσωπικά θέματα — είτε σε μεμονωμένα μέλη είτε συνολικά σαν μπάντα — και ήταν πραγματικά πανεύκολο να το “γιώναμε” τελείως. Μπήκαμε σε φάση αδράνειας, αλλά δεν τα παρατήσαμε. Και αυτό λέει κάτι για τη συνοχή και την αντοχή μας.
Άρα ναι, εννοείται πως έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματά μας. Και αυτό ξεκινάει πρώτα από τους ανθρώπους, όχι από την ίδια τη μπάντα σαν ιδέα. Πρώτα είναι οι άνθρωποι, και μετά χτίζεται η μπάντα. Έτσι, και ατομικά και σαν ομάδα, έχουμε μάθει αυτό το βασικό πράγμα: να συνεχίζουμε. Γιατί έχουμε φάει πολλές σφαλιάρες — όχι μόνο σαν μπάντα, αλλά κυρίως σαν άνθρωποι, στις ζωές μας. Ο καθένας σε διαφορετικές στιγμές και με διαφορετικό βάρος, αλλά όλοι το κουβαλάμε. Και κάπως έτσι, όλο αυτό το βίωμα συνδέεται τελικά και με το εξώφυλλο του δίσκου, που δεν είναι τυχαίο ούτε αισθητικά ούτε εννοιολογικά.

Το “Forevermore “, που είναι και το πρώτο τραγούδι που γράψαμε για τον δίσκο, μιλάει ακριβώς για αυτό — το έγραψε ο Θύμιος — και πατάει πάνω στον μύθο του Προμηθέα, αλλά πιο πολύ στο νόημά του. Από τη στιγμή που υπήρχε αυτό το κομμάτι, θέλαμε να συνεχίσουμε όπως και στους προηγούμενους δίσκους: να υπάρχει στο εξώφυλλο μια φιγούρα, ένα πρόσωπο. Το δουλέψαμε με τον Γιάννη, δεν πήγαμε απλά να του πούμε “κάνε κάτι”. Του εξηγήσαμε τι έχουμε στο μυαλό μας, του δώσαμε το κόνσεπτ, και μας έστειλε ένα σχέδιο που κατά 90% ήταν αυτό που βλέπεις. Έδεσε σχεδόν αμέσως — λες και ήξερε τι θέλαμε πριν το πούμε. Εντάξει, δεν έγινε στο πεντάλεπτο, αλλά ήταν από τις φορές που τα πράγματα κυλάνε αβίαστα.
Το εξώφυλλο λοιπόν, και το όλο κόνσεπτ του δίσκου, δεν σχετίζονται τόσο με το μυθολογικό στοιχείο όσο με το ανθρώπινο. Δηλαδή, ναι μεν υπάρχει ο συμβολισμός, αλλά στην ουσία αναφερόμαστε στον άνθρωπο που αντέχει, που δέχεται τις πληγές του και συνεχίζει. Οι υπόλοιποι στίχοι δεν μιλάνε για τον Προμηθέα κυριολεκτικά, αλλά γυρνάνε γύρω από αυτή τη φάση – την επιμονή, την αντοχή, την αίσθηση ότι δεν τα παρατάς ακόμα κι όταν όλα γύρω σου σπάνε. Αυτό θέλαμε να αποτυπώσουμε, και εκεί καταλήξαμε.
Στο “Ash Of Eternal Flame” υπάρχουν στιγμές που μοιάζουν να ρισκάρετε λίγο περισσότερο δημιουργικά, ξεφεύγοντας από την πιο γνώριμη φόρμα σας. Για παράδειγμα, το “Cretan Warriors” έχει έναν χαρακτήρα που ακουμπάει σε ηρωικό ύφος με έντονες αναφορές στην παράδοση. Υπήρξε κάποιο σημείο στο άλμπουμ που αναρωτηθήκατε αν «χωράει» τελικά, αλλά κρατώντας το άλλαξε όλη την ταυτότητα του δίσκου;
Μόνο ένα κομμάτι ήταν αυτό. Ήταν το “Higher“, βασικά. Γιατί πριν γίνει η μίξη του, η αίσθησή μου ήταν λίγο αμφίβολη… Είναι πιο στο hard rock, πιο ανάλαφρο, πιο… ξέρεις, σε άλλη φάση. Και φοβόμουν πώς θα ακουστεί αυτό το κομμάτι μέσα στον δίσκο, ειδικά αν το συγκρίνεις με κομμάτια όπως το “Warriors”, το “Forevermore”, το “Solar Thunder”, που είναι πιο heavy, πιο σκληρά. Είχαμε την ανησυχία μήπως “χτυπάει” περίεργα στο σύνολο. Αλλά όταν ήρθε η τελική μίξη, απλά… βουλώσαμε τα στόματά μας. Όλη η μπάντα. Δεν υπήρχε ούτε ένα επιχείρημα να πεις “δεν κολλάει”. Και τελικά, όχι μόνο το κρατήσαμε — το κάναμε και video clip.
Η μελωδία, όμως, για εμάς είναι το άλφα και το ωμέγα
Δεν είναι ότι άλλαξε την ταυτότητα του δίσκου. Το ακριβώς αντίθετο: του έδωσε ποικιλία. Και αυτό είναι κάτι που πάντα με ενθουσιάζει. Να μην ακούγονται όλα ίδια. Μπορεί να έχουν κοινές βάσεις, αλλά όσο πιο πολύ ανοίγεις την παλέτα σου, τόσο το καλύτερο. Και νομίζω ότι στα δύο τελευταία άλμπουμ το καταφέραμε αυτό. Έτσι το νιώθω. Παλιά υπήρχε ένας πιο παραδοσιακός ήχος, τώρα πάμε σε κάτι πιο μοντέρνο. Όχι ότι γίναμε Gojira ή Bad Omens ξαφνικά — αλλά το παίξιμο, οι ιδέες, έχουν πάει αλλού. Δεν είναι το καθαρό ‘80s ή ‘90s heavy metal πια. Έχει μια άλλη ενέργεια, μια άλλη ατμόσφαιρα.
Συνολικά, έχουμε βάλει πολύ πράγμα μέσα. Και κάθε τραγούδι προσθέτει κάτι συγκεκριμένο στην παλέτα. Ένα είναι πιο μοντέρνο, ένα πιο epic, άλλο έχει παλιακή αισθητική, κάποιο τραβάει προς το hard rock. Κι όμως, όλα αυτά — δεν ξέρω πώς — καταλήγουν να δένουν μεταξύ τους. Και αυτό είναι που πραγματικά γουστάρω. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί μέσα που να ακούγεται άσχετο. Μπορείς να πεις ότι έχει ποικιλία, αλλά δεν είναι τυχαία. Όλα έχουν λόγο ύπαρξης και λειτουργούν υπέρ του δίσκου. Κι αυτό, για μένα, είναι πάντα ζητούμενο: να έχεις έναν δίσκο με ταυτότητα, αλλά και με ελευθερία ταυτόχρονα.
Ο ήχος του “Ash Of Eternal Flame” κινείται ανάμεσα στη δύναμη του power και στη μελωδικότητα του ευρωπαϊκού metal, κάτι που φαίνεται π.χ. στο “Sea Of Lies”, όπου η ένταση συνυπάρχει με μια πολύ χαρακτηριστική μελωδία. Πώς καταφέρατε να βρείτε αυτήν την ισορροπία χωρίς να «γείρει» ο δίσκος προς ένα μόνο ύφος; Ήταν συνειδητή επιλογή να μπλέξετε τα δύο στοιχεία ή προέκυψε φυσικά μέσα από τον τρόπο που γράφετε;
Δεν χρειάζεται να διαλέξεις πλευρά, δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Τώρα, για το πώς πετυχαίνουμε αυτή την ισορροπία… Δεν είναι κάτι που το σκεφτόμαστε “τεχνικά”, τύπου «Αυτό είναι πολύ heavy, ας το γλυκάνουμε λίγο» ή «Αυτό είναι πολύ μελωδικό, ας το σκληρύνουμε». Όχι, δεν δουλεύουμε έτσι. Η μελωδία, όμως, για εμάς είναι το άλφα και το ωμέγα. Δεν υπάρχει περίπτωση να γράψουμε κομμάτι χωρίς μελωδία στο μυαλό μας. Προφανώς, δεν λέω ότι κάθε μελωδία είναι αριστούργημα —αυτό είναι και θέμα γούστου— αλλά πάντα υπάρχει πρόθεση. Πάντα υπάρχει μια μελωδική γραμμή, είτε απ’ τις κιθάρες είτε απ’ τα φωνητικά. Θέλουμε να έχει ψυχή, όχι απλά δύναμη.
Ακόμα και στα πιο “thrashy” κομμάτια μας, δεν μπήκαμε ποτέ στη διαδικασία να τα “μαλακώσουμε” για να ισορροπήσουν. Μας βγαίνει έτσι από μόνο του, αυτό είναι το φυσικό μας. Ίσως να αλλάξουμε καμιά λεπτομέρεια, καμιά φρασούλα, ένα riff, μια ρυθμική αίσθηση — αλλά αυτό γίνεται για να μας κάθεται καλύτερα, όχι για να αλλάξουμε κατεύθυνση. Και ξέρεις τι άλλο; Δεν έχουμε κανέναν κανόνα για τον ήχο. Δεν λέμε ποτέ «πρέπει να είναι καθαρός» ή «πρέπει να είναι σκληρός», αν μας αρέσει, τελείωσε, το κρατάμε. Και εντάξει, κάποια κομμάτια μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά αυτό είναι φυσιολογικό, δεν μας απασχολεί.
Στο “Sea Of Lies” ακούμε τη φωνή του Hansi Kürsch, ενός καλλιτέχνη που ξέρουμε ότι ήταν από τους παιδικούς σου ήρωες. Όταν τελικά έλαβες ολόκληρη την ερμηνεία του πάνω στο κομμάτι, ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη; Πώς είναι για σένα, σε προσωπικό επίπεδο, να βλέπεις κάποιον που θαύμαζες από έφηβος να γίνεται κομμάτι της δικής σου δισκογραφίας;
Λοιπόν… μουσικός Φραγκίσκος σε αυτό το κομμάτι, δεν υπάρχει. Στο λέω ξεκάθαρα. Αν ήθελα κάποιον μόνο για τη μουσική του — επαγγελματικά, εμπορικά, όπως θες πες το — υπάρχουν σήμερα πολλοί τραγουδιστές και περσόνες που θα μπορούσαν να το πάνε αλλού. Οπότε, ας ξεκινήσουμε από το βασικό: η επιλογή του Hansi ήταν καθαρά οπαδική. Προσωπική υπόθεση. Από μένα ξεκίνησε, δική μου τρέλα ήταν.
Όταν του έστειλα μήνυμα, του είπα «σε παρακαλώ, αν γίνεται, δώσε μου ένα κουπλέ, ένα ρεφρέν, κάτι μικρό, ένα ρέψιμο, απλώς να υπάρχει η φωνή σου μέσα». Περίμενα κάτι πρόχειρο, κάτι απλό — τύπου ένα σπικάζ, ένα σημείο. Ανοίγω το mail του κυρίου Hansi και βλέπω τρία αρχεία. Version 1, version 2 και extra. Και λέω “τι διάολο τώρα;”. Πατάω να ακούσω και περιμένω να ακούσω έναν στίχο το πολύ, αλλά όχι, ακούω πρώτο κουπλέ, ρεφρέν, επόμενο κουπλέ, ο τύπος έχει τραγουδήσει όλο το κομμάτι. Δεν άφησε λέξη που να μην την πει. Και με δύο εκτελέσεις, για να διαλέξουμε ποια μας αρέσει.
Δεν υπήρξε σκέψη του τύπου «α, αυτό είναι το χιτ», πάμε να το κάνουμε πιο “ραδιοφωνικό” ή κάτι τέτοιο
Και σα να μην έφτανε αυτό, είχε και όρεξη και έβαλε δεύτερες και τρίτες φωνές. Δεν έκανε το “άντε να τελειώνουμε” που κάνουν πολλοί, που πετάνε ένα ρεφρέν, το στέλνουν όπως-όπως για να πληρωθούν. Εδώ δεν υπήρξαν καν λεφτά. Ούτε σάλιο δεν υπήρχε. Ένα κρασί του στείλαμε. Κι όμως το έκανε όλο. Και σου λέω ρε φίλε, το άκουσα και… έκλαψα. Όχι λυγμούς, αλλά δάκρυσα. Γιατί είναι αυτό που λέγαμε πριν: να διαβάζεις Lord of the Rings, να ακούς Blind Guardian, να φαντάζεσαι ότι θα έχεις μια μπάντα, και να λες “μια μέρα, αυτός εδώ ο τύπος να πει ένα δικό μου τραγούδι”.
Το όνειρο μου έγινε πραγματικότητα, ας πάει άπατο το κομμάτι, δε με νοιάζει. Ας είναι το χειρότερο τραγούδι του δίσκου, ή και της μουσικής γενικά, για μένα είναι το καλύτερο. Είναι οπαδικό, το ξέρω και δε με νοιάζει.
Στο “Sea of Lies” καταφέρατε να έχετε τον Hansi Kürsch, αλλά με τρόπο που δεν «σκεπάζει» το υπόλοιπο άλμπουμ, αντίθετα, λειτουργεί σαν κορύφωση μέσα στη ροή του. Πώς το σκεφτήκατε αυτό; Ήταν στο μυαλό σας από την αρχή ότι η συνεργασία έπρεπε να σταθεί σαν highlight χωρίς να επισκιάσει τα άλλα τραγούδια; Και πόσο δύσκολο είναι για μια μπάντα να κρατήσει την ισορροπία όταν έχει έναν τόσο μεγάλο καλεσμένο;
Ακόμα και τώρα, δεν είμαι σίγουρος αν αυτό είναι το «κορυφαίο» κομμάτι του άλμπουμ. Αυτά είναι θέμα γούστου. Δηλαδή, αν ρωτήσεις και τους έξι μας, ο καθένας θα σου πει άλλο αγαπημένο. Είμαστε έξι διαφορετικοί κόσμοι σε κάποια πράγματα – οπότε από την αρχή δεν υπήρξε σκέψη του τύπου «α, αυτό είναι το χιτ», πάμε να το κάνουμε πιο “ραδιοφωνικό” ή κάτι τέτοιο. Δεν υπήρξε καμία τέτοια λογική, ήταν τελείως αλλού το μυαλό μας. Είχαμε μπροστά μας τρία κομμάτια ως υποψήφια για να βγει προς τα έξω. Και μόνο αυτό σου δείχνει ότι δεν υπήρχε κάποια απόλυτη συμφωνία. Ο καθένας έβλεπε κάτι διαφορετικό. Το μόνο που θέλαμε ήταν να βρούμε το ένα που, στο μυαλό μας, ταίριαζε καλύτερα στη συνολική εικόνα του δίσκου. Τίποτα άλλο.
Τα κουπλέ, ας πούμε, ήταν από την αρχή γραμμένα για μια τέτοια φωνή. Γιατί είναι χαρακτηριστική, δεν είναι σαν τις άλλες που κυκλοφορούσαν στα ’90s, αυτή είναι η διαφορά του Hansi. Τον ακούς και λες «όπα, αυτός είναι ο Hansi, είναι Blind Guardian». Είναι κλειδωμένη φωνή, έχει ταυτότητα, δεν μοιάζει με κανέναν. Και ναι, εννοείται πως υπάρχει ένας φόβος. Μήπως, ξέρεις, “σκεπάσει” τα πάντα, αλλά δεν τα σκέπασε. Αυτή είναι η αλήθεια – και ευτυχώς που δεν τα σκέπασε.
Αλλά δεν μπήκε μέσα με εμπορική πρόθεση, καθόλου. Δεν υπήρξε ποτέ σκέψη του τύπου «θα μας κάνει καλό». Ήταν απλά «γουστάρουμε, και πάμε». Αν μας κάνει καλό, ακόμα καλύτερα. Αν όχι, δεν πειράζει. Το θέμα είναι ότι εμείς νιώθαμε καλά. Και νιώθουμε ακόμα καλά. Ίσως ακούγεται λίγο ψεύτικο, αλλά στο λέω, είναι απολύτως αληθινό. Δεν είχε καμία “στρατηγική” πίσω του. Δεν το κάναμε για το PR. Το κάναμε γιατί έτσι νιώθαμε. Εμείς νιώθουμε καλά. Τελεία. Αυτό είναι.
Συνήθως το power metal ακολουθεί μια πιο κλασική δομή, όμως στο “Ash Of Eternal Flame” βλέπουμε ότι παίζετε με τις γέφυρες και τα περάσματα, ενώ στο “Once Again” και οι αλλαγές ατμόσφαιρας δίνουν μια διαφορετική εξέλιξη. Υπήρξε πρόθεση να «σπάσετε» συνειδητά τη φόρμα για να βγάλετε άλλο συναίσθημα ή προέκυψε φυσικά μέσα στη διαδικασία;
Καλά, σίγουρα δεν το σκεφτόμαστε έτσι — ότι “πάμε τώρα να σηκώσουμε το λάβαρο και να σπάσουμε τις φόρμες”, και όλα αυτά. Δηλαδή, άμα είναι να σπάσω καμιά φόρμα, θα είναι του κέικ, κι αυτό επειδή δεν μπορώ να περιμένω να ψηθεί από τη λιγούρα. Αλλά δεν είναι ούτε χύμα, ούτε επιτηδευμένο. Έτσι μας βγαίνει. Αν το σκεφτείς, φόρμες υπάρχουν παντού. Από το πιο απλό κουπλέ-γέφυρα-ρεφρέν μέχρι τα πιο πολύπλοκα. Όλα τα είδη μουσικής παίζουν έτσι, απλά στο power metal φαίνεται καθαρά. Πάρε για παράδειγμα τους Parkway Drive, μπορεί να μη φαίνεται, αλλά είναι εκεί. Το θέμα είναι αν αυτό που κάνεις είναι απλώς ένα υπερβολικό copy-paste.
Αυτό που σε κρατάει, όμως, είναι πως είσαι μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων που, όσο διαφορετικοί κι αν είστε, έχετε ένα κοινό όραμα, απόλυτα ειλικρινές
Και κοίτα, δεν είμαστε όλοι οι AC/DC, που παίζανε το ίδιο κομμάτι δέκα φορές και κάθε φορά γ@μούσε. Αυτό θέλει ταλέντο. Ίσως να είναι το πιο δύσκολο πράγμα που μπορείς να κάνεις. Ή πάρε τους Bolt Thrower: είχαν μια φόρμα, ξεκάθαρα. Αλλά ήταν οι Bolt Thrower. Ήταν το ίδιο το όνομα με τη μουσική τους — αυτό που άκουγες ήταν “οι Bolt Thrower”. Και γ@μούσαν, δεν το συζητάμε. Θυμάμαι στο Gagarin, είχε γεμίσει καπνό και έσταζαν ταβάνια. Τέτοιο πράγμα. Οπότε, δεν είναι ότι η φόρμα είναι το πρόβλημα. Είναι πώς την παίζεις. Εμείς απλά παίζουμε free, ακολουθούμε ένα δικό μας νήμα. Μπορεί να ξεκινάμε από μια γνώριμη δομή, αλλά από εκεί και πέρα, το πώς θα εξελιχθεί ενορχηστρωτικά είναι άλλο πράγμα.
Κι εκεί είναι που γίνεται το ενδιαφέρον. Γιατί μπαίνουν έξι φωνές μέσα στην κουβέντα. Έξι διαφορετικά backgrounds. Ένας ξεκινάει το κομμάτι, σαν πάσα, και μετά αρχίζει το «Μήπως αυτό να πάει εκεί;», «Μήπως να το κόψουμε αυτό;», «Να βάλουμε εκείνο;». Και δεν είναι εύκολο. Γι’ αυτό κιόλας δεν βγάζουμε δίσκο κάθε χρόνο. Όχι γιατί δεν θέλουμε. Αλλά γιατί είναι μικρό θαύμα που είμαστε ακόμα όλοι μαζί και δεν έχουμε σφαχτεί. Αυτές οι φωνές είναι και πεισματάρες — του στυλ “το δικό μου είναι το σωστό”. Αλλά αυτό είναι και το ωραίο. Εμένα μου αρέσει πάντα η πολυφωνία. Η αλήθεια είναι πως έτσι γλιτώνεις τη “συνταγή”. Κάτι που δεν θα σκεφτόμουν ποτέ εγώ, μπορεί να το φέρει άλλος. Κι εγώ, αντίστοιχα, φέρνω πράγματα που βγάζουν το κομμάτι από τη νόρμα. Όλα φόρμες είναι τελικά. Απλά αλλάζουν οι οπτικές.
Έχετε πει ότι η μουσική είναι για εσάς μια μορφή «θεραπείας». Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Όταν μπαίνετε στο στούντιο, με ποιον τρόπο σας βοηθάει να αφήνετε πίσω το άγχος της καθημερινότητας; Υπάρχουν μικρές συνήθειες που κάνετε μεταξύ σας – πριν ή μετά τις πρόβες – που σας κρατάνε δεμένους και σας βοηθούν να μετατρέπετε την ένταση σε δημιουργικότητα;
Είναι θεραπεία, εννοείται. Μα αυτό είναι και το θέμα: κάθε φορά που πας να κάνεις κάτι, δεν σημαίνει κιόλας ότι θα γίνει. Δηλαδή, το να πεις “πάμε να γράψουμε ένα τραγούδι”, δεν σημαίνει πως θα γράψεις τραγούδι. Μπορεί να βγει… μπαρούφα, ξεκάθαρη μπαρούφα. Για αυτόν τον δίσκο, γράψαμε πόσα κομμάτια και τόσα πετάχτηκαν. Γιατί; Γιατί δεν σου βγαίνει πάντα. Άλλες φορές δεν είσαι καλά στη δουλειά, άλλες στην προσωπική σου ζωή, άλλες απλώς είσαι στα κόκκινα.
Αυτό που σε κρατάει, όμως, είναι πως είσαι μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων που, όσο διαφορετικοί κι αν είστε, έχετε ένα κοινό όραμα, απόλυτα ειλικρινές. Δεν το κάνουμε για να γίνουμε κάτι – το κάνουμε γιατί το γουστάρουμε. Κι αν αυτό που μας εκφράζει, τυχαίνει να “πουλάει”, ακόμα καλύτερα. Αλλά η βάση είναι αλλού. Εγώ το κάνω για να το ζήσω, να το χαρώ. Οπότε ναι, είναι ψυχοθεραπεία. Γιατί βγάζεις από μέσα σου αυτό που σε καίει, αυτό που έχεις ανάγκη να πεις. Κάνεις το μεράκι σου πράξη, και αυτό είναι το πιο τίμιο πράγμα. Το πιο θεραπευτικό.
Εκεί είναι η ψυχοθεραπεία για εμάς. Κι όσο κι αν έχουμε σκοτωθεί μεταξύ μας – και μιλάμε για σοβαρούς τσακωμούς, όχι αστεία – πάντα υπάρχει επιστροφή. Τελειώνει ο καβγάς, και σε πέντε λεπτά είμαστε μια χαρά γιατί γουστάρουμε που το κάνουμε αυτό μαζί.
Λοιπόν, ήρθε η ώρα να πούμε και για συναυλίες. Πριν πούμε για τον Νοέμβριο, ας μίλησουμε λίγο για το Rock Hard. Αν εξαιρέσεις τους InnerWish, ποιο είναι το σχήμα που δεν μπορείς να περιμένεις να δεις.
Αναγκαστικά θα πάω με Candlemass και Messiah Marcolin. Παρότι ποτέ δεν ήμουν του καθαρού doom – πιο πολύ doom-death, πιο βαρύς, πιο σκοτεινός, όχι τόσο κλασικός doomάς – όταν μιλάμε για Candlemass με Messiah, μιλάμε για Ιστορία. Δεν είναι ένα απλό live. Και το θέμα είναι πως ναι, έχω δει Candlemass, αλλά ποτέ με τον Messiah. Και το βάζω δίπλα, ίσως και λίγο πιο πάνω, από τους Heaven’s Gate. Γιατί εκεί κολλάει και κάτι συναισθηματικό – είναι το αποθυμένο από τις αρχές του ‘90s.
Φέτος οι Innerwish κλείνουν 30 χρόνια παρουσίας, κάτι που είναι από μόνο του σπουδαίο. Αν κοιτάξετε συνολικά τη διαδρομή της μπάντας, ποια στιγμή θα λέγατε ότι σφράγισε την ταυτότητά σας; Και για σένα προσωπικά, Φραγκίσκο, που δεν ήσουν από την αρχή αλλά πλέον έχεις πίσω σου δεκαπέντε χρόνια μαζί τους, τι σημαίνει να είσαι κομμάτι αυτής της ιστορίας και πώς φαντάζεσαι την μπάντα –και τον εαυτό σου μέσα σε αυτή– όταν θα γιορτάζετε τα 40;
Όταν θα γιορτάσουμε τα 40, εγώ θα είμαι 54. Μέχρι τότε, λογικά θα το ‘χω γυρίσει σε πιο ήσυχες φάσεις, μονόκασο. Αλλά, κοίτα, για μένα η στιγμή που πραγματικά μας όρισε ήταν όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε το προηγούμενο άλμπουμ. Εκεί έγινε η τομή. Κι αυτό δεν το λέω μόνο εγώ – το ‘χουν πει και τα παιδιά που είναι πιο παλιοί. Ο Θύμιος ειδικά, που είναι και η μπάντα του στην τελική, και ο Μανώλης και ο Αντώνης. Εκεί, για πρώτη φορά, νιώσαμε ότι βρήκαμε πλήρως την ταυτότητά μας σε κάθε τομέα. Δηλαδή, “Aυτοί είμαστε, αυτοί οι έξι, παίζουμε αυτό και πάμε”.
Λίγο λιγότερη μιζέρια δεν έβλαψε ποτέ κανέναν
Προφανώς αυτό δεν έχει καμία σχέση με μομφές για προηγούμενους ή για το παρελθόν. Ειδικά εγώ, δεν είχα καν επαφή με τους ανθρώπους που ήταν πριν. Δεν τους ήξερα προσωπικά, δεν υπήρχε τίποτα αρνητικό. Απλώς έτσι το νιώσαμε. Έτσι βγήκε από μέσα μας. Ότι τώρα, κάτι έχει δέσει. Αυτό που είμαστε τώρα, αυτοί οι έξι, είναι αυτό που έπρεπε να γίνει. Και το νιώσαμε όλοι μαζί, ταυτόχρονα. Γι’ αυτό και θεωρούμε πως εκείνη η περίοδος ήταν κομβική. Δεν είναι αυτονόητο, καταλαβαίνεις; Πολλοί άλλοι στη θέση μας θα τα ‘χαν παρατήσει. Θα τα είχαν σπάσει. Εμείς όμως για κάποιο λόγο ξαφνικά το ξαναβρήκαμε. Μας ήρθε η όρξεη που έλειπε μετά τον covid.
Σου το ‘πα και πριν, ήμασταν σαν ζόμπι. Κυριολεκτικά. Δεν είχαμε ενέργεια, δεν είχαμε κίνητρο. Τώρα όμως; Τώρα έχουμε μόνο όρεξη. Δεν ξέρω τι άλλαξε, αλήθεια. Αλλά πραγματικά περιμένουμε πότε θα παίξουμε live, και την ίδια στιγμή περιμένουμε πότε θα τελειώσουν τα live για να μπούμε να γράψουμε τον επόμενο δίσκο. Είναι τρελό αυτό. Δεν το ‘χαμε ποτέ σε τέτοιο βαθμό. Και μιλάμε για φουλ ενέργεια, όχι “άντε να κάνουμε κάτι”. Αν συνεχίσει έτσι, σε δέκα χρόνια από τώρα πιστεύω θα έχουμε τουλάχιστον δύο άλμπουμ ακόμα. Δεν υπάρχει περίπτωση να περάσουν άλλα οκτώ χρόνια χωρίς νέο υλικό.
Ωραία, κι εμείς εδώ πέρα συνηθίζουμε να κάνουμε τις συνεντεύξεις μας με τον ίδιο τρόπο — δίνοντας, ξέρω ’γω, μια πάσα στον καλλιτέχνη να πει κάτι που θέλει, σε όποιον θέλει.
Ωραία, λοιπόν — όπως συνηθίζετε να κλείνετε τις συνεντεύξεις σας, με εκείνη την ελεύθερη πάσα για να πει ο καθένας ό,τι θέλει, σε όποιον θέλει… Θα το πάρω όπως έρχεται. Δεν χρειάζεται καν να έχει νόημα. Δηλαδή, Salma Hayek, θέλω να σου πω ότι σε αγαπώ! Αλλά, πέρα από την πλάκα, αν είναι να το απευθύνω σε κάποιον, ας είναι σε όσους παρακολουθούν όλο αυτό που κάνουμε, στους InnerWish, σε οποιονδήποτε πέσει πάνω σ’ αυτή τη συνέντευξη. Μπορεί να μην τους αφορά καν η μουσική, μπορεί να τους αφορά κάτι άλλο. Δεν έχει σημασία.
Αυτό που θέλω να πω — και το λέω χωρίς καμία διάθεση διδακτισμού — είναι ότι λίγο λιγότερη μιζέρια δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Ζούμε σε μια εποχή που όλοι είμαστε συνέχεια στα social, και αυτό έχει και καλά και κακά. Αλλά κάπου έχουμε ξεφύγει. Υπάρχει πολύς θόρυβος για το τίποτα. Δηλαδή, με τόσα που συμβαίνουν γύρω μας, με τόσες καταστάσεις κάθε μέρα, καθόμαστε και τσακωνόμαστε για την κάθε μ@λακία, κυριολεκτικά.
Θα ήθελα να υπάρχει λίγη παραπάνω σύμπνοια και να μπορείς να πεις “είμαι καλά” και να το εννοείς, να μη χρειάζεται να παίζεις ρόλους για να χωρέσεις. Και να μη ξεχνάμε, ποτέ, έτσι για την ιστορία… Salma Hayek, σε αγαπώ.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
InnerWish (OW) | Deezer | Facebook | Instagram | ReverbNation | Spotify | Tidal | X/Twitter | YouTube
Ξέρετε, υπάρχει κάτι παράξενο -ίσως και παράλογο- όταν ένας μουσικός είναι φίλος σου, πραγματικός φίλος, από αυτούς που η σχέση δεν αλλάζει ακόμα κι αν περάσει καιρός χωρίς να μιλήσετε. Εκεί καμιά φορά, στον βωμό της αντικειμενικότητας, τον «θυσιάζεις» άθελά σου. Τον βλέπεις σαν κάτι μικρότερο από αυτό που στην πραγματικότητα είναι. Και μετά έρχεται ένας δίσκος σαν το “Ash Of Eternal Flame” να σου θυμίσει με τον πιο ηχηρό τρόπο ποιος πραγματικά στέκεται απέναντί σου: όχι απλώς ο φίλος σου, αλλά ένας καλλιτέχνης που έχει γράψει το δικό του κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού metal.