Έχει διαμορφωθεί μια συνήθεια στη μουσική σκηνή να παρατηρούμε τραγούδια που, ενώ δεν κατάφεραν να κάνουν εντύπωση στην αρχική τους εκτέλεση, αναβιώνονται μέσα από διασκευές που πραγματοποιούνται από διάφορους καλλιτέχνες, είτε εντός του ίδιου είδους μουσικής είτε σε διαφορετικά. Εντούτοις, υπάρχει μια εξαιρετική κατηγορία τραγουδιών που, παρά την αρχική τους μη επιτυχία, οι διασκευές τους έχουν αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα στη μουσική ιστορία.
H ιστορία του “I Fought the Law“, παρότι πολλοί το μάθαμε από τους The Clash, ξεκινάει πριν το 1960. Συγκεκριμένα όταν και κυκλοφορήσε το album των the Crickets (το πρώτο μετά τον θάνατο του frontman τους Buddy Holly) “In Style with the Crickets”. Το τραγούδι γράφτηκε το 1958 από τον Sonny Curtis και ηχογραφήθηκε το 1959, όταν δηλαδή εντάχθηκε στους Crickets, στη θέση του Buddy Holly στην κιθάρα.
Μερικά χρόνια μετά, διασκευάζεται από τους Bobby Fuller Four και γίνεται η κορυφαία επιτυχία του συγκροτήματος το 1966. Η διασκευή του τραγουδιού τους βρέθηκε στο Νο. 175 της λίστας του Rolling Stone με τα 500 σπουδαιότερα τραγούδια όλων των εποχών το 2004. Tην ίδια χρονιά ονομάστηκε ένα από τα “500 τραγούδια που διαμόρφωσαν το ροκ” από το Rock and Roll Hall of Fame.
Ωστόσο το ταξίδι του είχε δρόμο ακόμα. Oι θρύλοι του punk, οι Clash, σε ένα EP το 1979, το “The Cost of Living” το διασκευάζουν εκ νέου ενισχύοντας την επιθετικότητα και τη μελωδία του. To μετατρέπουν από ένα σημαντικό κομμάτι σε ένα anthem μίας γενιάς.
To original “I Love Rock ‘n’ Roll” γράφτηκε από τους Alan Merrill και Jake Hooker. Ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά από τους Arrows, το 1975. Ο Merrill έγραψε τόσο τη μουσική όσο και τους στίχους, ενώ ζούσε στο Λονδίνο στο Nell Gwynn House στο Chelsea. Ωστόσο έδωσε credits στον Hooker για να του αποπληρώσει ένα χρέος. Σε μια συνέντευξη στο Songfacts, ο Merrill είπε ότι έγραψε το τραγούδι ως «μια απάντηση στο “It‘s Only Rock ‘n Roll (But I Like It)” των Rolling Stones».
Η Joan Jett είδε τους Arrows να ερμηνεύουν το “I Love Rock ‘n‘ Roll“, ενώ περιόδευε στην Αγγλία με τους Runaways το 1976. Η Jett ηχογράφησε για πρώτη φορά το τραγούδι το 1979 με δύο από τους Sex Pistols, τον Steve Jones και τον Paul Cook. Αυτή η πρώτη εκδοχή κυκλοφόρησε σε βινύλιο το 1979 από την Vertigo records ως B-side του “You Don’t Own Me”.
Το 1981, η Jett ηχογράφησε ξανά το τραγούδι, αυτή τη φορά με το συγκρότημά της, τους Blackhearts. Αυτό το single κυκλοφόρησε στα τέλη του 1981 και έγινε το νούμερο ένα single στο US Billboard Hot 100 για επτά εβδομάδες, όντας το μοναδικό για το συγκρότημα.
Οι Crow ήταν ένα blues-rock συγκρότημα από τη Μινεάπολη, αρχικά γνωστό ως South 40. Αφού άλλαξαν το όνομά τους, έκλεισαν δισκογραφικό συμβόλαιο το 1969 και κυκλοφόρησαν τρία άλμπουμ πριν διαλυθούν το 1972. Το πρώτο τους άλμπουμ, “Crow Music“, περιείχε τη μοναδική τους επιτυχία: “Evil Woman (Don‘t Play Your Games With Me)”.
Ο μπασίστας των Crow, Larry Wiegand, διηγείται: «Αφηγείται την ιστορία ενός τύπου που κατηγορήθηκε ότι είναι ο πατέρας του μωρού μιας κοπέλας. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν είναι ο πατέρας. “Κακιά γυναίκα, μην παίζεις τέτοια παιχνίδια μαζί μου” είναι η απάντησή του στις κατηγορίες της. Δεν είναι ασυνήθιστη ιστορία για τους νέους – τότε ή τώρα. Όλα τα τραγούδια των Crow αφορούσαν αυτά που οι νέοι είχαν να αντιμετωπίσουν κάποια στιγμή. Θέλω να πιστεύω ότι κάθε τραγούδι είναι ένα στιγμιότυπο του τι μας συνέβαινε εκείνη την εποχή».
Σχετικά με το πώς προέκυψε το τραγούδι, ο Larry λέει: «Ο αδελφός μου Dick (κιθαρίστας του συγκροτήματος) και εγώ δουλεύαμε πάνω στη μουσική σύνθεση του τραγουδιού. Ο Dave Wagner, ο τραγουδιστής μας, ήταν στο διπλανό δωμάτιο και άκουγε. Άρχισε να γράφει στίχους και τους ενώσαμε».
Το τραγούδι διασκευάστηκε το 1969 από τους Black Sabbath και κυκλοφόρησε στην Αγγλία ως το πρώτο single του συγκροτήματος. Το τραγούδι εμφανίστηκε επίσης στην ευρωπαϊκή έκδοση του ντεμπούτου άλμπουμ του συγκροτήματος, “Black Sabbath”. Ωστόσο, αποκλείστηκε από τις εκδόσεις που κυκλοφόρησαν σε άλλες αγορές.
Το τραγούδι δεν κυκλοφόρησε επίσημα στη Βόρεια Αμερική μέχρι το 2002. Συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ συλλογής “Symptom of the Universe: The Original Black Sabbath 1970-1978”.
To “Alone” χρειάστηκε να τραγουδηθεί από τρεις διαφορετικούς καλλιτέχνες μέχρι να καταφέρει να γίνει η επιτυχία που γνωρίζουμε σήμερα. Αρχικά κυκλοφόρησε στον δίσκο “Taking the Cold Look” από τους Steinberg και Kelly. Αυτό συνέβη την περίοδο που οι δύο τους είχαν ένα project το i-Ten. Ο δίσκος πέρασε απαρατήρητος, επομένως και το κομμάτι. Κάτι που δεν άλλαξε ούτε έναν χρόνο αργότερα όταν το ερμήνευσαν οι John Stamos και Valerie Stevenson στη σειρά “Dreams”.
«Δεν ήμουν καθόλου ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα του “Taking a Cold Look”. Αλλά ήξερα ότι είχε μερικά εξαιρετικά τραγούδια» θυμάται ο Steinberg. «Σίγουρα το πιο υποσχόμενο κομμάτι ήταν το “Alone”. Όμως, λόγω της μη επιτυχίας του album, τα κομμάτια κατέληξαν στο συρτάρι μας και τελικά τα ξεχάσαμε.»
Μετά τις επιτυχίες που σημείωσαν ως δημιουργοί, οι Steinberg και Kelly επέστρεψαν στο “Alone” για να περάσουν την ώρα τους. Άλλαξαν την πρώτη γραμμή των στίχων από “I always fared well on my own” σε “‘Til now, I always got by on my own“. «Ο Tom άλλαξε λίγο τη μελωδία και της έδωσε περισσότερη ενέργεια» περιγράφει ο Steinberg. «Αυτή η πινελιά του Tom άλλαξε όλο το κομμάτι ριζικά και ξαφνικά άρχισε να μου αρέσει ξανά. Κάναμε ένα demo και το πήγαμε στον παραγωγό των Heart, Ron Nevison, που ξετρελάθηκε όταν το άκουσε.»
Η εκτέλεση των Heart μετέτρεψε το “Alone” σε ένα είδος σύγχρονου ύμνου. Τον Ιούλιο του 1987 το κομμάτι κατέληξε στο Νο. 2 του Top Pop Singles chart του 1987. Ήταν επίσης Νο. 1 στον Καναδά- το “Alone” έγινε επίσης το μοναδικό Top 5 single των Heart στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το “Girls Just Want to Have Fun” είναι ένα τραγούδι που έγινε γνωστό σε όλους μας από την Cyndi Lauper. Αυτό που είναι ίσως λιγότερο γνωστό είναι ότι η εκτέλεση που έχουμε όλοι στο μυαλό μας δεν είναι η πρωτότυπη. Αυτή ανήκει στον Robert Hazard, ο οποίος ηχογράφησε το τραγούδι σε ένα ντέμο του το 1979. Ο Hazard έγραψε το τραγούδι από διαφορετική οπτική γωνία, μιλώντας για τις γυναίκες στην κρεβατοκάμαρα.
Η Cyndi Lauper “ανέτρεψε το σενάριο” και το έκανε να φέρει μια φεμινιστική στάση. Αλλάζοντας διακριτικά κάποιους από τους στίχους μετά από πρόταση του παραγωγού της. Το τραγούδι κυκλοφόρησε στα τέλη του 1983. Το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας του στα charts ήρθε κατά το πρώτο μισό του 1984. Το single έφτασε στο Top 10 σε περισσότερες από 25 χώρες και έφτασε στο Νο. 1 σε δέκα από αυτές τις χώρες. Συμπεριλαμβανομένων της Αυστραλίας, της Βραζιλίας, του Καναδά, της Ιρλανδίας, της Ιαπωνίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Νορβηγίας. Έφτασε επίσης στο Νο. 2 τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το τραγούδι πρώτη φορά κυκλοφόρησε ως “Susie Q”, και ναι, δεν είναι τυπογραφικό λάθος. Ο αρχικός τίτλος ήταν με “s”. Αρχικοί συνθέτες του κομματιού είναι οι Dale Hawkins και Robert Chaisson. Όταν κυκλοφόρησε, ο Stan Lewis, ιδιοκτήτης της Jewel/Paula Records και του οποίου η κόρη Susan ήταν η έμπνευση για το τραγούδι, και η Eleanor Broadwater, η σύζυγος του Gene Nobles, πιστώθηκαν ως συν-συγγραφείς για να τους δοθούν μερίδια από τα πνευματικά δικαιώματα.
Οι Creedence Clearwater Revival ηχογράφησαν τη δική του version για το πρώτο τους album το 1968. Αρχικά είχε διάρκεια οκτώμισι λεπτών, αλλά χωρίστηκε στη μέση για να κυκλοφορήσει ως single, με ένα μισό του τραγουδιού σε κάθε πλευρά του δίσκου.
Ο J. J. Cale περιγράφει τη σύνθεση του τραγουδιού στο ντοκιμαντέρ To Tulsa and Back του 2004. «Έγραψα το “Cocaine” προσπαθώντας να επιτύχω ένα είδος κοκτέιλ τζαζ και swing. Βασικά, επειδή είμαι μεγάλος θαυμαστής του Mose Allison, προσπαθούσα να του μοιάσω. Όταν το άκουσε ο Audie Murphy μου είπε: “Αυτό είναι πραγματικά καλό τραγούδι, John. Αλλά θα έπρεπε να το κάνεις λίγο πιο rock & roll, λίγο πιο εμπορικό”. Οπότε άρχισα να το δουλεύω ξανά, μέχρι που πήρε τη μορφή που γνωρίζετε όλοι σήμερα».
Την επόμενη χρονιά, το 1977, ο Eric Clapton θα το διασκευάσει στο άλμπουμ του “Slowhand” και γρήγορα θα γίνει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “Slowhand”, ο Clapton και η μπάντα του πήγαν να δουν μια συναυλία του J.J. Cale. Ο Cale ανέβασε τον Clapton στη σκηνή για να ερμηνεύσουν ένα ντουέτο του Cocaine.
Η Αμερικανίδα Gloria Jones ήταν εκείνη που έκανε την πρώτη ηχογράφηση του “Tainted Love” το 1964. Το τραγούδι γράφτηκε από τον ίδιο άνθρωπο που έκανε την παραγωγή, τον Ed Cobb. Τέλος, την ενορχήστρωση υπέγραψε ο Lincoln Mayorga. Κυκλοφόρησε ως B-side του single “My Bad Boy‘s Comin‘ Home” το 1965 και ήταν παταγώδης αποτυχία εμπορικά. Σημειώνεται ότι δεν κατάφερε να μπει στα charts ούτε στις Η.Π.Α. ούτε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το 1973, ο Βρετανός DJ Richard Searling αγόρασε ένα αντίγραφο του σχεδόν δεκαετούς single, ενώ βρισκόταν σε ένα ταξίδι στις Η.Π.Α.. Ο επηρεασμένος από τις κυκλοφορίες της Motown, ήχος του κομματιού ταίριαζε με τα γούστα όσων συμμέτειχαν στη βρετανική Northern soul club σκηνή των αρχών της δεκαετίας του 1970. Ο Searling ήταν αυτός που έκανε γνωστό το κομμάτι σε εκείνη τη σκηνή. Έτσι, λόγω της νεοαποκτηθείσας underground δημοτικότητάς του, ο Jones ηχογράφησε εκ νέου το “Tainted Love” το 1976 και το κυκλοφόρησε ως single. Όμως, ούτε τότε κατάφερε να μπει στα charts.
Το 2010, ο DJ Ian “Frank” Dewhirst ισχυρίστηκε ότι ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έβαλε το τραγούδι στον Marc Almond, τον τραγουδιστή των Soft Cell. Λίγο καιρό μετά, οι Soft Cell άρχισαν να ερμηνεύουν το τραγούδι στα live τους, επιλέγοντάς το αντί για το “The Night”. Τελικά, ένας manager της Phonogram Records, ο Roger Ames, αποφάσισε το συγκρότημα να ηχογραφήσει το single. Ως χώρος επιλέχθηκαν τα Advision Studios του Λονδίνου, ενω την παραγωγή ανέλαβε ο Mike Thorne. Η εκδοχή των Soft Cell ηχογραφήθηκε σε μιάμιση μέρα, με την πρώτη φωνητική λήψη του Almond να χρησιμοποιείται στον δίσκο.
Ο Thorne σχολίασε ότι εξεπλάγη από την επιλογή, καθώς δεν είχε εντυπωσιαστεί από την εκδοχή του Jones το 1976 όταν την άκουσε. Αυτός όμως άλλαξε όταν άκουσε τη νέα ενορχήστρωση και τη φωνή του Almond. Η Phonogram Records επέλεξε να κυκλοφορήσει το “Tainted Love” το 1981 ως το δεύτερο single των Soft Cell. Χάρη σε μια αξιομνημόνευτη ερμηνεία στην εκπομπή Top of the Pops του BBC, το “Tainted Love” έφτασε στο νούμερο ένα του UK Singles Chart. Ήταν επίσης το single με τις περισσότερες πωλήσεις το 1981 μέχρι το 2021 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το “Tainted Love” είχε 1,05 εκατομμύρια πωλήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1981, με το σύνολο αυτό να αυξάνεται σε 1,35 εκατομμύρια αντίτυπα τον Αύγουστο του 2017.
Το “Always on My Mind” έχει αρκετά διαφορετική ιστορία, αφού μέσα στο 1972 ηχογραφείται και κυκλοφορεί από τρεις διαφορετικούς καλλιτέχνες. Το τραγούδι είναι γραμμένο από τους Wayne Carson, Johnny Christopher και Mark James, και κυκλοφορεί πρώτη φορά στις 28 Μαρίου του 1972 από την Gwen McCrae (ως “You Were Always on My Mind”). Τον Ιούνιου του ίδιου έτους κυκλοφορεί με τη φωνή της Brenda Lee. Όμως, η πρώτη του εμπορική επιτυχία σημειώνεται μετά τις 31 Οκτωβρίου του 1972. Αυτό συνέβη διότι μία τρίτη εκδοχή του κυκλοφορεί, μόνο που αυτήν τη φορά την υπογράφει ο βασιλιάς, ο Elvis Presley.
To “Always On My Mind”, δεκαπέντε χρόνια μέτα, έμελλε να επανέλεθει στο προσκήνιο, χάρη στους PSB. To κομμάτι κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια προώθησης του άλμπουμ “Actually”, αν και το κομμάτι δεν περιλαμβανόταν στον δίσκο. Για την ακρίβεια, στις σημειώσεις του single υπήρχε η φράση «not from the album, actually».
Το συγκρότημα ερμήνευσε αρχικά αυτό το τραγούδι στο τηλεοπτικό πρόγραμμα “Love Me Tender”, στο πλαίσιο ενός αφιερώματος στον Elvis Presley. Εν τέλει οι Pet Shop Boys, αν και επρόκειτο να κυκλοφορήσουν το κομμάτι αυτό ως b-side του “Rent”, πείστηκαν ότι έπρεπε να έχει τη δική του single κυκλοφορία.
Στο βιβλίο “Pet Shop Boys, Literally”, ο Chris Heath αφηγείται ένα περιστατικό σχετικό με το κομμάτι. Η παρουσιάστρια Janet Street Porter εκστασιάστηκε από την εμφάνισή τους στην εκπομπή “Love Me Tender” και τους πρότεινε να κυκλοφορήσουν το τραγούδι ως single. Αυτό που της διέφευγε ήταν ότι όχι μόνο είχε κυκλοφορήσει αλλά πως το 1987 ήταν το νούμερο ένα των Χριστουγέννων.
To “I Will Always Love You” είναι ένα τραγούδι που έχει μία ιστορία αντάξια της ομορφιάς του. Γράφτηκε το 1973 από την Dolly Parton για τον άλλοτε σύντροφο και μέντορά της Porter Wagoner, από τον οποίο χώριζε επαγγελματικά μετά από επτά χρόνια και το συμπεριέλαβε στο άλμπουμ της “Jolene” του 1974. Η εκδοχή της Whitney Houston θα αργούσε μερικά χρόνια ακόμα.
Δεν είναι ένα συμβατικό ερωτικό τραγούδι. Το 1967, η Dolly προσκλήθηκε από τον αστέρα της country Porter Wagoner να συνδιοργανώσει την τηλεοπτική του εκπομπή, όπου έγιναν διάσημοι για τα ντουέτα τους. Ωστόσο, το τεράστιο ταλέντο της σύντομα επισκίασε εκείνο του μέντορά της και προχώρησε σε μεγαλύτερα πράγματα. Έγραψε το τραγούδι γι’ αυτόν ώστε να δείξει την εκτίμησή της για τον χρόνο που πέρασαν μαζί.
Ο Wagoner πίστευε ότι η αποχώρηση της Dolly ήταν λάθος και ότι ήταν «άπιστη». Του έπαιξε το τραγούδι το πρωί αφότου το έγραψε, ως τον τρόπο της να τον αφήσει να καταλάβει ότι είχε πάρει την απόφασή της και να δείξει ακριβώς πώς ένιωθε γι’ αυτόν. Η Dolly είπε αργότερα ότι ο Wagoner δάκρυσε όταν τελείωσε και το αποκάλεσε «το πιο όμορφο τραγούδι που άκουσα ποτέ».
Ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε να διασκευάσει το κομμάτι ήταν ο Elvis Presley. H Dolly δεν ήταν αντίθετη με αυτό το ενδεχόμενο, ωστόσο, οι άνθρωποί του Elvis επέμεναν να του δοθεί μερίδιο από τα συνθετικά δικαιώματα αν το ηχογραφούσε. Αν και αυτή ήταν μία σύνηθης πρακτική εκείνα τα χρόνια, η Dolly Parton την απέρριψε.
Η ίδια δήλωσε στο Mojo το 2004: «Τα τραγούδια μου ήταν αυτό που άφηνα στην οικογένειά μου και δεν θα τα εγκατέλειπα. Οι άνθρωποι έλεγαν ότι ήμουν ηλίθια. Έκλαιγα όλη τη νύχτα. Θα σκότωνα για να τον ακούσω να το τραγουδάει. Αλλά, τελικά, όταν ο Whitney το ηχογράφησε, χάρηκα που άντεξα».
Προχωρούμε μερικά χρόνια μπροστά και φτάνουμε στις αρχές των ‘90s, όταν και γυριζόταν η ταινία “The Bodyguard“. H Whitney Houston που συμπρωταγωνιστούσε ετοιμάζονταν να κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο και να ηχογραφήσει μια διασκευή του “What Becomes of the Brokenhearted” του Jimmy Ruffin ως lead single της ταινίας.
Στη συνέχεια ανακάλυψαν ότι το ίδιο τραγούδι επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για το “Fried Green Tomatoes” και η Whitney ζήτησε ένα διαφορετικό τραγούδι. O συμπρωταγωνιστής της, Kevin Costner, ήταν αυτός που πρότεινε το “I Will Always Love You”, παίζοντας της το κομμάτι.
Ο Clive Davis, το αφεντικό της Arista Records και μέντορας της Whitney καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της, προβληματίστηκε με την επιλογή του τραγουδιού, ιδιαίτερα με την a cappella εισαγωγή, αλλά η Whitney και ο Kevin επέμειναν. Ο Kevin Costner εξήγησε: «Τους εξήγησα ότι αυτό το τραγούδι είναι πολύ σημαντικό για την ταινία. Δεν με ενδιέφερε αν θα ακουγόταν ποτέ στο ραδιόφωνο. Οπότε ήθελα να είναι a cappella στην αρχή. Το ήθελα για να δείχνει ένα μέτρο του πόσο πολύ γουστάρει αυτόν τον τύπο – ότι τραγουδάει χωρίς μουσική».
Αφού η εκδοχή της Whitney έγινε επιτυχία το 1992, ο τύπος της εποχής υποστήριζε ότι υπήρχε διαμάχη μεταξύ των δύο τραγουδιστριών, προφανώς λόγω του ότι η Dolly φέρεται να αγνόησε μια συμφωνία ότι δεν θα ερμήνευε το τραγούδι για αρκετούς μήνες, ενώ η εκδοχή της Whitney ήταν στα charts. Ωστόσο, και οι δύο απέρριψαν τις φήμες, μιλώντας θετικά η μία για την άλλη σε συνεντεύξεις.
Η Dolly Patron μιλώντας για τη διασκευή της Whitney Houston δήλωσε: «Η Whitney είναι η μόνη που θα μπορούσε να κάνει τέτοιο. Ο τρόπος με τον οποίο ερμήνευσε το κομμάτι, το έκανε τόσο δυνατό που τώρα είναι σχεδόν δικό της. Κάποιοι συνθέτες δε θέλουν να πειράζουν τα τραγούδια τους. Εγώ πιστεύω ότι είναι υπέροχο που οι άνθρωποι μπορούν να πάρουν ένα τραγούδι και να το κάνουν με τόσους πολλούς διαφορετικούς τρόπους».
Το τραγούδι ήταν νούμερο ένα στο Ηνωμένο Βασίλειο για 10 εβδομάδες και 14 εβδομάδες στις ΗΠΑ. Ήταν το single με τις περισσότερες πωλήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο για το 1992 και για το 1993 στις ΗΠΑ. Εξακολουθεί να παραμένει ένα από τα 5 καλύτερα σε πωλήσεις singles όλων των εποχών παγκοσμίως, με πωλήσεις άνω των 20 εκατομμυρίων αντιτύπων.
Ανάμεσα στις πολλές διακρίσεις του, το τραγούδι κέρδισε δύο Grammy το 1994 για το δίσκο της χρονιάς και την καλύτερη γυναικεία ποπ φωνητική ερμηνεία. Ωστόσο, δεν κέρδισε Όσκαρ, καθώς το βραβείο αυτό απονέμεται μόνο σε πρωτότυπα τραγούδια.
Οι Slade κυκλοφόρησαν το “Cum On Feel the Noize” τον Φεβρουάριο του 1973 ως το πρώτο τους single της χρονιάς. Το έγραψαν ο τραγουδιστής Noddy Holder και ο μπασίστας Jim Lea, ενώ την παραγωγή υπέγραψε ο Chas Chandler. Το τραγούδι χάρισε στο συγκρότημα το τέταρτο νούμερο ένα στο Ηνωμένο Βασίλειο και επίσης το πρώτο τους single που μπήκε στο νούμερο ένα την πρώτη εβδομάδα.
Σε συνέντευξή του στο Record Mirror το 1984, ο Lea μίλησε για τα “Mama Weer All Crazee Now” και “Cum On Feel the Noize”: «Ήμουν σε μια συναυλία του Chuck Berry το ’72 και όλοι τραγουδούσαν τις μελωδίες του. Σταμάταγε συνέχεια και άφηνε το πλήθος να τραγουδήσει και δεν ήταν μόνο μερικοί άνθρωποι, ήταν όλοι. Το βρήκα καταπληκτικό και σκέφτηκα ότι θα έπρεπε και εμείς να βάλουμε το κοινό στα τραγούδια μας. Έτσι φτάσαμε στο “Mama Weer All Crazee Now” και το “Cum On Feel the Noize” και όλα τα τραγούδια γράφτηκαν μέσα στις μελωδίες».
Το 1983, οι Quiet Riot ηχογράφησαν τη δική τους εκδοχή, η οποία σημείωσε εκατομμύρια πωλήσεων στις Η.Π.Α., φτάνοντας στο Νο. 5 του Billboard Hot 100. Η επιτυχία του τραγουδιού έστρεψε την προσοχή στη metal σκηνή του Λος Άντζελες της δεκαετίας του 1980 και βοήθησε επίσης στο να ξεχωρίσουν οι Slade, έστω και καθυστερημένα, στις ΗΠΑ.
Αρχικά, ο τραγουδιστής Kevin DuBrow ήταν αποφασισμένος να μην διασκευάσει το τραγούδι, επειδή ήθελε η μπάντα να γράψει κάθε τραγούδι στο άλμπουμ. Επιπλέον, δεν ήταν μεγάλος θαυμαστής των Slade. Αντ’ αυτού, η μπάντα αποφάσισε να προσπαθήσει να διασκευάσει το τραγούδι όσο πιο άσχημα μπορούσε, ώστε η εταιρεία να αρνηθεί να το κυκλοφορήσει.
Σε μια συνέντευξή του 1983 στο Kerrang!, ο Holder μίλησε για την έκδοση των Quiet Riot: «Η πρώτη φορά που ακούσαμε τους Quiet Riot ήταν όταν μας πλησίασαν για να ζητήσουν την άδεια μας να κάνουν το “Cum On Feel the Noize“. Συμφωνήσαμε, χωρίς ποτέ να πιστεύουμε ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε. Το πραγματικά ωραίο στην όλη υπόθεση είναι ότι αποδεικνύει πόσο δυνατά είναι τα τραγούδια μας. Εξάλλου, το “Cum On Feel the Noize” ήταν πλέον δέκα ετών, οπότε προφανώς έχει αντέξει αρκετά καλά στη δοκιμασία του χρόνου!»
Από την πλευτά του, ο ντράμερ των Quiet Riot, Frankie Banali, αναφερόμενος στο κομμάτι, είπε: «Νομίζω ότι οι Slade ήταν λίγο πικραμένοι για την επιτυχία μας με το τραγούδι τους. Είχαν επιτυχία με αυτό σε άλλες περιοχές αλλά όχι στις ΗΠΑ και αργότερα η δική μας εκδοχή επισκίασε τη δική τους παγκοσμίως. Οποιαδήποτε πραγματική επιτυχία στις ΗΠΑ φαινόταν πάντα να διαφεύγει από τους Slade, οπότε το να έχουν οι Quiet Riot μια μεγάλη επιτυχία με το “Cum On Feel the Noize” ήταν γλυκόπικρο γι’ αυτούς.
Όταν οι Quiet Riot έπαιξαν στο Hammersmith Odeon στο Λονδίνο το 1983, τους προσφέραμε μια πρόσκληση μαζί με μια υπηρεσία λιμουζίνας για να παρακολουθήσουν τη συναυλία, αλλά δεν ανταποκρίθηκαν ποτέ. Αργότερα ψώνιζα στην αγορά του Κένσινγκτον και συνάντησα τυχαία τον Jimmy Lea. Ήθελα να του σφίξω το χέρι και να τον ευχαριστήσω που έγραψε ένα σπουδαίο τραγούδι. Με κοίταξε και έφυγε αφήνοντάς με το χέρι στον αέρα! Βλέπω την κατάσταση ως εξής: Οι Quiet Riot γνώρισαν μεγάλη επιτυχία με τη βοήθεια αυτού του τραγουδιού και οι Slade έλαβαν πολλά χρήματα για τον κόπο τους. Αρκετά δίκαιο!»
Πιθανώς η μορφή Dan McCafferty να τραγούδα τους στίχους να σας έρχεται αυτόματα στο μυαλό όποτε ακούτε το κομμάτι. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι Nazareth έχουν συνδεθεί άρρηκτα με το εν λόγω τραγούδι, το κομμάτι ανήκει στους The Everly Brothers.
Το “Love Hurts” γράφτηκε από τον Boudleaux Bryant, ένα πολύ παραγωγικό και επιτυχημένο τραγουδοποιό κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Το “Love Hurts” ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά από τους Everly Brothers τον Ιούλιο του 1960 και διασκευάστηκε από πολλούς καλλιτέχνες. Όμως, πραγματικά διεθνή φήμη απέκτησε όταν οι Nazareth ηχογράφησαν τη δική τους εκδοχή του το 1974.
Μπορεί οι Everly Brothers να ήταν οι πρώτοι που το ηχγράφησαν, αλλά καθώς δεν κυκλοφόρησαν ποτέ το τραγούδι ως single, ο Roy Orbison ήταν αυτός που έκανε για πρώτη φορά επιτυχία με αυτό, όταν το ανέβασε στο Top 5 των αυστραλιανών charts το 1961. Μια ηχογράφηση του τραγουδιού από την Emmylou Harris και τον Gram Parsons είναι επίσης αξιοσημείωτη και είναι αυτή που ενέπνευσε τους Nazareth να κάνουν τη δική τους.
Η εκδοχή των Nazareth είναι αναμφίβολα η πιο δημοφιλής εκδοχή του τραγουδιού. Το συγκρότημα είχε τρεις βρετανικές επιτυχίες στο ενεργητικό του όταν κυκλοφόρησε το “Love Hurts” στα τέλη του 1974. Παραδόξως, το τραγούδι δεν είχε επιτυχία, αλλά τον Απρίλιο του 1975 έγινε επιτυχία στη Νότια Αφρική, γεγονός που ώθησε την εταιρεία τους, την A&M, να το κυκλοφορήσει στην Αμερική. Χρειάστηκε να περάσει λίγος καιρός, αλλά οι ραδιοφωνικοί σταθμοί στο Τέξας άρχισαν να παίζουν το τραγούδι και σταδιακά ακολούθησαν και άλλοι σε όλη τη χώρα.
Τον Απρίλιο του 1976 έφτασε στην κορυφαία θέση #8 στο Billboard Hot 100, κάνοντας την εκτέλεση του τραγουδιού από τους Nazareth το πρώτο και μοναδικό single hit στις ΗΠΑ. Το κομμάτι ήταν σε μεγάλο βαθμό τεράστια επιτυχία και στις περισσότερες άλλες αγορές, φτάνοντας συχνά στην πρώτη δεκάδα (ή κοντά σε αυτήν). Έφτασε μέχρι το #1 στον Καναδά, την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Νότια Αφρική και τη Νορβηγία.
Σε συνέντευξή του στο classicbands.com, ο μπασίστας Pete Aginew αποκαλύπτει ότι το συγκρότημα είχε πάντα την πρόθεση να ηχογραφήσει το κομμάτι: «Όλοι αγαπούσαμε το τραγούδι. Συχνά διασκευάζαμε τραγούδια που μας άρεσαν και τα ακούγαμε σε κασέτες. Κάθε τόσο, πηγαίναμε πίσω και προσπαθούσαμε να κάνουμε κάτι με ένα από αυτά τα πράγματα. Αν μπορούσες να το αλλάξεις και να το κάνεις δικό σου, θα το κάναμε στο στούντιο και θα βλέπαμε αν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Όταν κάναμε το Love Hurts, πιστεύω ότι ηχογραφήθηκαν 42 διαφορετικές εκδοχές του. Αυτή που συνηθίζαμε να ακούμε ήταν του Gram Parsons και της Emmylou Harris, από το άλμπουμ “Grievous Angel”».