«Ήθελα να δω το χαρακτήρα σε αυτήν την ηλικία, να δω τι μπορεί να κάνει χωρίς την ώθηση και τη ζωντάνια της νιότης του και να ολοκληρώσω την ιστορία του». Με αυτή την ατάκα ο Harrison Ford, αιώνιος Indiana Jones, φρόντισε να θέσει το πλαίσιο γύρω από το τελευταίο φιλμ του αγαπημένου αρχαιολόγου, το Indiana Jones and the Dial of Destiny. Ένα φιλμ που είχε ήδη βαριά κληρονομία, ενώ οι επιδόσεις του στα ταμεία το έχρισαν ως αποτυχία. Με 300 εκ. μπάτζετ (χωρίς τα έξοδα του μάρκετινγκ) και με εισπράξεις που ξεπέρασαν για λίγο τα 300 εκ. δολάρια παγκοσμίως είναι λογικό να μιλήσουμε για «τρύπα» στα ταμεία της Disney. Όπως ίσως είναι λογικό να μιλήσουμε για τη μη-χρησιμότητα τέτοιων ηρώων στην εποχή μας.
Έτυχε δε, το φετινό καλοκαίρι να συμπέσει με την επιστροφή ενός άλλου αγαπημένου ηθοποιού σε ρόλο που μεγαλούργησε στα 80ς: Του Michael Keaton ως Μπάτμαν στο πρόσφατο –κι επίσης αποτυχημένο εισπρακτικά- The Flash. Ναι, ίσως μύρισε λίγη ναφθαλίνη, αλλά δεν είναι δα ότι η σύγχρονη μυθοπλασία του μπλοκμπάστερ βοηθάει. Την τελευταία φορά που είδαμε τον Ιντιάνα Τζόουνς δε, ήταν το 2008, η χρονιά – απαρχή της «μαρβελικής» μανιέρας που θα έστηνε ένα μονοπωλιακό ογκόλιθο στην αγορά του mainstream κινηματογράφου με αρκετό ενδιαφέρον στην αρχή, αλλά –δεκαπέντε χρόνια μετά- να φαντάζει κάπως ασθμαίνων.
Από την άλλη, τίθεται συχνά-πυκά το ζήτημα της νοσταλγίας: Αρκετά δαιμονοποιημένη στις μέρες μας, φαντάζει περισσότερο σαν προσκόλληση σ’ ένα εξωραϊσμένο παρελθόν παρά σαν ο,τιδήποτε άλλο. Παρόλα αυτά, θα μπορούσε να είναι ένα καλό καταφύγιο, ειδικά αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να βρει ισορροπία ανάμεσα στην εξέλιξη και την επανάληψη μοτίβων από παλαιότερα φιλμ. Δημιουργείται μια αιθητική συνοχή ανάμεσα στα σίκουελ ή/και πρίκουελ. Ο James Mangold, σκηνοθέτης του Indiana Jones and the Dial of Destiny, θα αναλάμβανε να κάνει ένα φιλμ όχι σαν το Στίβεν Σπίλμπεργκ, αλλά ταυτόχρονα κάτι που να τον θυμίζει. Δυσκόλο; Σίγουρα. Το πέτυχε;
Επειδή όμως η ταινία πραγματεύεται το χρόνο κι επειδή έχει ενδιαφέρον το πώς αλλάζουμε, συχνά από μέρα σε μέρα. Ενώ η πρώτη μου επαφή με την ταινία ήταν θετική, το φινάλε με «πέταξε» εκτός της σύμβασης κι ως εκ τούτου μου άφησε μια απογοητευτική γεύση. Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε τον Ιούνιο αμέσως μετά την πρεμιέρα της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες:
«Οπότε τι γίνεται ρε παιδί μου με τη νοσταλγία που τρυπώνει παντού; Πηγαίνει στο όριο, το ξεπερνάει ενίοτε, αλλά παραμένει ενοχλητικά αυτοαναφορική για πράγματα που κάποτε δεν ήταν κουλ, αλλά τώρα είναι. Στυλιζάροντας πόζες, καπέλα, μαστίγια δεν αρκεί για να φανερώσεις τη γοητεία του χαρακτήρα, αλλά βασικά, να ξεκινήσεις να του δώσεις ρόλο, χρόνο και κείμενο. Και ομολογουμένως, όπως και στο προηγούμενο ατοπηματικό Κρυστάλλινο Κρανίο, ο Χάρισον Φορντ δεν είναι το πρόβλημα της ταινίας. Ο άνθρωπος είναι ο Ιντιάνα Τζόουνς, έχει κάνει δικό του το ρόλο και τον ακολουθεί σε ένα παράλληλο μονοπάτι σε κάθε δεκαετία από το 1980 μέχρι και σήμερα (θυμίζω το μικρό κάμεο στη σειρά Young Indiana Jones Chronicles, επεισόδιο Mystery of the Blues).
Είναι σχεδόν λυπηρό ότι η ταινία πήγαινε σε έναν ασφαλή, αλλά αρκετά ωραίο τόνο, με μικρές νύξεις σε όλο το σύμπαν του Ίντυ, από το Σάλλαχ, μέχρι ένα αμυδρό περίγραμμα του βιντεοπαιχνιδιού Fate of Atlantis -ίσως του ωραιότερου μη κινηματογραφικού Ίντυ- για να τα πετάξει όλα στα σκουπίδια. Γενικώς, ο Τζέιμς Μάνγκολντ φαίνεται να έχει πιάσει το ύφος, ωστόσο φαίνεται να μην το οικειοποιείται πλήρως, σα να παρασεβάστηκε το μύθο Ιντιάνα Τζόουνς – Στίβεν Σπίλμπεργκ – Τζορτζ Λούκας.
Όλα αυτά βέβαια, μέχρι την τρίτη πράξη του φιλμ, όπου όλα εκχύονται εξαιρετικά παράξενα σε ένα συμπαντικό χωροχρονικό ταξίδι που φέρνει τον πρωταγωνιστή μας αντιμέτωπο με την ίδια την ιστορία, τον βάζει να συνομιλεί με εκείνην -και έξτρα μπόνους κάποια, αρκετά γέλια, για τα ελληνικά που ακούγονται-. Και εδώ φαίνεται ένα βασικό ζήτημα, που συναντάμε αρκετά συχνά στα μπλοκμπάστερ της εποχής μας: Το δέσιμο όλων των σημείων της πλοκής. Το ίδιο πρόβλημα υπήρξε και στο τέταρτο Ιντιάνα, με την αποκάλυψη των εξωγήινων, το ίδιο και εδώ με το διαρκές τσίγκλημα για το τι σημαίνει το Dial of Destiny και πόσο σημαντικό είναι το ταξίδι στο χρόνο, μέχρι που συμβαίνει και συνειδητοποιείς πόσο καλύτερα ήταν όταν δεν ξέραμε.
Δεν ξέρω αν έχει νόημα να συζητήσουμε για το εντυπωσιακό σε σημεία de-aging του Φορντ, το αν ήταν καλή η χημεία της Φοίμπι Γουόλερ Μπριτζ με τον Ίντυ, αν ο Μίκελσεν ήταν καλός στο ρόλο, την υπέροχη μουσική του Τζον Γουίλιαμς (και πάλι). Η ταινία φάνηκε να λειτουργεί και συνάμα να κρατάει αποστάσεις από αρκετά ρεντίκολα, μέχρι που τα πέταξε όλα μαζί συγκεντρωμένα στο κλείσιμο.
Θα του δώσω το εξής: Είχε καιρό να με σοκάρει τόσο απότομα ταινία. Κι αυτό είναι κάποιου είδους κατόρθωμα στην κάπως ανηδονική και φοβική πια πτέρυγα των μπλοκμπάστερ. Αλλά από την άλλη ένιωσα να πηγαίνω με 2-0 υπέρ σκορ στο ημίχρονο και γύρισα με ξαφνική ανατροπή 2-3 και πικρή ήττα για τον αγαπημένο μου κινηματογραφικό ήρωα. Ίσως μαλακώσω στο μέλλον, ίσως απλά προτιμήσω να γυρίζω πίσω στο χρόνο και την τελευταία σταυροφορία του 1989».
Τελικά, μετά από δύο μήνες και τρεις επαναπροβολές, όντως μαλάκωσα. Το φιλμ κάπως γίνεται καλύτερο με κάθε προβολή – διατηρεί βέβαια τα θέματά του- ωστόσο οι αντιστάσεις του αυστηρού φαν κάμφθηκαν. Κυρίως αν δώσεις όλη σου την προσοχή στο ρόλο του Ιντιάνα Τζόουνς. Αυτός είναι το κέντρο της προσοχής, εκείνος το πραγματικό «ιστορικό αντικείμενο» και το κινηματογραφικό McGuffin. Κάθε πόρος του φιλμ είναι για εκείνον και παρόλες τις τυπικές γκρίνιες περί «ντισνεϊκού» ξεπλύματος που παροπλίζει το χαρακτήρα κλπ, το Dial of Destiny θέτει τον ήρωα σε μια τροχιά κλεισίματος.
Ο Χάρισον Φορντ είναι 80 ετών. Σηκώνει μεν άνετα στις πλάτες του την ταινία, αλλά πρέπει να το λάβουμε υπόψιν πριν δούμε την ταινία. Ταυτόχρονα, δίνει χώρο στους υπόλοιπους, αλλά δεν φεύγει ούτε λεπτό από το κεντρικό φόκους. Αντίθετα, στη νέα, μοντέρνα δεκαετία του ’60, έχει χάσει το ρόλο του. Η εποχή τον έχει προσπεράσει, η ιστορία έχει φύγει από χαρακτήρες σαν κι εκείνον. Οι αρχαιολόγοι γίνονται έκθεμα, οι τυχοδιώκτες το ίδιο και ο Τζόουνς τυγχάνει να είναι και τα δύο.
Ίσως τελικά να μην πρέπει ν’ αφήσουμε τους ήρωές μας τσακισμένους και θλιμμένους, αλλά να τους τοποθετήσουμε εάν και όταν πρέπει στη σωστή βάση. Όχι πεταμένους σα παλιά παιχνίδια, ούτε ξεχασμένους σαν κάτι δυσάρεστο. Αυτή είναι μία ταινία – δώρο για τον ίδιο το Χάρισον Φορντ. Φαίνεται πόσο απολαμβάνει το ρόλο όπως φαίνεται πόσο ήθελε να κλείσει με μία καλύτερη ταινία από το Κρυστάλλινο Κρανίο.
Κι αν μη τι άλλο, ο Ιντιάνα Τζόουνς αξίζει όχι ένα, αλλά τρία φινάλε –έτσι για να ικανοποιούνται και οι πιο απαιτητικοί: Ένας καλπασμός προς το ηλιοβασίλεμα στην Τελευταία Σταυροφορία το 1989, μία γαμήλια ευτυχία στο Κρυστάλλινο Κρανίο το 2008 (αν και δε θέλουμε να μιλάμε πολύ γι’ αυτό) και μια γλυκόπικρη επανένωση με τη ζωή στο Δίσκο του Πεπρωμένου. Απόλυτα ταιριαστά για έναν από τους σπουδαιότερους κινηματογραφικούς χαρακτήρες του σύγχρονου σινεμά.