Στα μέσα των ’70s, οι νεαροί τότε Judas Priest κάνουν τα δικά τους όνειρα, όπως κάθε νέο συγκρότημα και κάθε παρέα νέων ανθρώπων. Η παρθενική προσπάθεια, για να δείξουν στον κόσμο τι μπορούν να κάνουν, δε στέφεται με επιτυχία. Από το πρώτο κιόλας βήμα, το μέλλον τους σαν μπάντα άρχισε να εναγκαλίζεται από τις θλιμμένες φτερούγες της Μοίρας.
Σαράντα πέντε χρόνια πριν, δε θα πω με το Ευαγγέλιο στο χέρι πως, οι Judas Priest ήταν υπό διάλυση. Χωρίς αμφισβήτηση, βρίσκονταν σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής. Mια λάθος απόφαση μπορεί να στερούσε ένα μεγάλο ποσοστό από αυτό, που ονομάζουμε όλοι εμείς Heavy Metal τα τελευταία 40 και κάτι χρόνια.
Πώς αντέδρασαν τα αγγλάκια σε αυτό το κρίσιμο σημείο της μηδαμινής μέχρι στιγμής καριέρας τους; Φέρνοντας στον κόσμο τον πιο λυρικό τους δίσκο. Ένα δίσκο, που συγκαταλέγεται στους πιο επιδραστικούς για το NWOBHM. Το “Sad Wings of Destiny” (περί αυτού ο λόγος) είναι ένας οδηγός για το ιδίωμα, που θα σάρωνε έπειτα από λίγα χρόνια τα ραδιόφωνα και τα μαγαζιά της Αγγλίας, τα οποία έψαχναν την επόμενη ηχητική εξαλλοσύνη μετά το punk.
Φαντάζομαι, το Μάρτιο του ’76 που κυκλοφόρησε, όλα τα παλικάρια μπροστά από τα πικάπ τους να κρατάνε ευλαβικά σημειώσεις όσο η βελόνα σουλατσάριζε στο βινύλιο. Είναι όλα αυτά τα παλικαράκια, που το πολύ τρία – τέσσερα χρόνια μετά, ιδρύουν χωρίς δεύτερη σκέψη NWOBHM σχήματα και να μου νερώσει η μπύρα αν πέφτω έξω.
Τι έγινε, όμως, και οι Judas Priest από την αποθαρρυντική διαδικασία του “Rock Rolla” έφθασαν στον καλλιτεχνικό κυρίως θρίαμβο και το πρώτο αριστούργημα της εκκωφαντικής καριέρας τους;
Το πολυεπίπεδο όνειρο του “Sad wings…” ξεκινάει από τον “εφιάλτη” του “Rocka Rolla”, δυο χρόνια πριν. «Τα τραγούδια είναι ωραία και κάποια άντεξαν στο χρόνο. Η παραγωγή όμως δεν είναι καλή», έχει πει εμφανώς απογοητευμένος στο παρελθόν ο Glen Tipton για τη δουλειά, που έγινε από τον παραγωγό τους, Rodger Bain. Αυτό θα είναι και το πρώτο όνομα, που θα απορριφθεί από τη λίστα των μελλοντικών συνεργατών για το νέο δίσκο, που θα προέκυπτε, και μάλιστα άμεσα. Βλέπεις, από το “Rocka Rolla” έμειναν τραγούδια στην απ’ έξω με παρέμβαση του παραγωγού.
Σημαντικά τραγούδια απορρίφθηκαν, όπως το “The Ripper” με κεντρικό θέμα τον Jack τον Αντεροβγάλτη. Ανατριχιαστική ατμόσφαιρα και μια δραματική αφηγηματικότητα του Halford σε τοποθετούν σε ένα σύντομο θρίλερ σχεδόν τριών λεπτών. Τα falsetto του σε αρχή και τέλος (εκεί που ουρλιάζει “shoooock”) αφήνουν με ανοιχτό το στόμα τον ακροατή, που συναντάει ένα από τα τραγούδια – επιρροές για το τι θα πράξουν αργότερα οι μπάντες του New Wave of British Heavy Metal. Ένα ακόμα τραγούδι, που αφήνει έντονα σημάδια μεταλλικότητας και για το οποίο άκουσαν επίσης το “όχι” οι Judas Priest, είναι το “Tyrant“.
Το “Rocka Rolla” θα μπορούσε να έχει και το προφητικό “Genocide” στο οπλοστάσιό του. Γιατί προφητικό; Διότι περιέχει τον στίχο “sin after sin” και δημιουργεί έναν άτυπο συσχετισμό με το διάδοχο του “Sad Wings Of Destiny”, το “Sin After Sin” του 1977. Το μουσικό του στυλ είναι προπομπός για το μέλλον της βρετανικής μπάντας. Είναι από τα αγαπημένα του Halford, και την εποχή της solo καριέρας του το παίζει σχεδόν πάντα στα live που δίνει.
Σαν μια ιδιάζουσα περίπτωση στέκεται το “Victim Of Changes”, που κατά κάποιο τρόπο μένει επίσης έξω από το ντεμπούτο των Judas Priest. Οι περισσότεροι γνωρίζουν πως πρόκειται για το συνδυασμό δυο αυτόνομων τραγουδιών. To πρώτο είναι το “Whiskey Woman“, που γράφεται με τον αρχικό τραγουδιστή (Al Atkins), και το δεύτερο το “Red Light lady“, που το φέρνει στα μπαγκάζια του ο Rob Halford από τους Hiroshima (η πρώην μπάντα του). Ο ίδιος ο Metal God έχει πει σε πρόσφατη συνέντευξη πως θυμάται τα πράγματα λίγο διαφορετικά και το “Victim Οf Changes” είναι η μοναδική από τις συνθέσεις, που προέρχεται από τα χρόνια του “Rocka Rolla”, και όχι τα τρία προαναφερθέντα.
Το εύλογο ερώτημα, που δημιουργείται, είναι πως αν όντως το “Rocka Rolla” είχε κυκλοφορήσει με διαφορετική σύνθεση τραγουδιών, τι impact θα δημιουργούσε παραέξω; Ποια θα ήταν η τύχη του, όπως και της μπάντας; Διότι οι Judas Priest εκείνες τις ημέρες κυριολεκτικά πεινάνε. Το budget από την – ανθυγιεινή για το μέλλον των Judas Priest – Gull Records ήταν και παρέμενε υπερβολικά χαμηλό μέχρι και τις ημέρες του “Sad Wings…”.
Τα μέλη των Judas Priest ηχογραφούν κατά τις πιο φθηνές νυχτερινές ώρες και την ημέρα ασκούν τις πρωινές τους δουλειές για να τα βγάλουν πέρα. “Ηχογραφούσαμε σε δυο από τα καλύτερα studio, τα Rockfield και Morgan και δε μπορούσαμε να το χαρούμε γιατί ζούσαμε στα όρια της φτώχιας“, γκρινιάζει δικαιολογημένα ο Downing. Φαντάζεστε τον Tipton να κάνει τον κηπουρό ή τον μπασίστα τους, τον Ian Hill, να δουλεύει σαν delivery της εποχής; Αμέ, γιατί όχι. Εξάλλου, οι Judas Priest υπολείπονταν της εποχής που ήταν μεταμορφωμένοι σε μεταλλικούς θεούς με τη δερμάτινη εξάρτησή τους και τις μοτοσυκλέτες επί σκηνής.
Το ημι-χίππικο στυλ των Ιερέων της πρώτης περιόδου δεν το θυμούνται (ίσως προσπαθούν και να το ξεχάσουν) ακόμα και οι πιο φανατικοί οπαδοί τους. Ντυμένοι ή ακόμα και ολότελα γυμνοί, οι Judas Priest ήθελαν να μεγαλώσουν σαν σχήμα. Παρότι τους επιβάλλεται να δουλέψουν με δύο παραγωγούς, που σαν μουσικό στυλ ήταν η μέρα με τη νύχτα, γίνεται σωστή δουλειά. Σαφώς, οι Max West και Jeffrey Cavert έχουν το νου τους και στην υπόλοιπη μπάντα, που δεν θέλει να επαναλάβει τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος της.
Οι Judas Priest βρίσκουν άξιο σύμμαχο έναν ανερχόμενο μηχανικό ήχου, που ουσιαστικά σφυρηλατεί την ηχητική του “Sad Wings…”. Αυτός δεν είναι άλλος από τον Chris Tsangarides. Φήμες θέλουν το ερέθισμά του, για να ασχοληθεί περαιτέρω, να είναι το σόλο του K.K. Downing στο “Victim of Changes“. Tι κομμάτι και αυτό. Έχει όλα τα στοιχεία των Priest εκείνη την πρώτη περίοδο.
Το πρώτο μπάσιμο του “Victim of Changes” θα το ακούσετε στην αρχή του ακυκλοφόρητου “Mother Sun“. Τελικά, κυριαρχεί η ιδέα με το κιθαριστικό δίδυμο να παίζει τη συγκεκριμένη αρμονία. Για την ιστορία, να πούμε πως το “Victim of Changes” είναι και το τραγούδι, με το οποίο πέρασε από audition ο Tim “Ripper” Owens το 1996. Τον έβαλαν να τραγουδήσει πάνω από μια live εκδοχή, χωρίς φυσικά τα φωνητικά του Halford. Στην πρώτη κιόλας στροφή, ο Tipton ευχαρίστησε τον Owens και του είπε ότι πήρε τη δουλειά!
Επιβεβλημένη θεωρείται η διακτίνισή μας μέσω κβαντικής τηλεμεταφοράς στο Μάρτιο του ’76. Τότε που οι Judas Priest ήταν μια hard rock μπάντα με progressive πιτσιλιές. Ένα εξαίσιο δίδυμο κιθαριστών και έναν άνθρωπο να κρατάει το μικρόφωνο έχοντας μια φωνή που δεν ακούγεται σαν καμία άλλη.
Όπως με το ντύσιμο που προανέφερα, το ίδιο ισχύει και για τη μουσικότητα που ανάβλυζαν εκείνες τις αλησμόνητες εποχές οι Priest. Είναι τέτοιες οι επιρροές της μπάντας του “Sad Wings…”, που οπαδοί της ’80s εποχής τους να φτάνουν στο σημείο της μη-αναγνώρισής της.
Επιπρόσθετα, αν ακούσεις τι έγραψε στα ’80s το παρεάκι του Halford, του Tipton, του Downing και του Hill, τότε θα εκτιμήσεις -ακόμα και αν ταλαιπωρείσαι από ωτίτιδα- την μελαγχολική ποιητικότητα και τον λυρισμό του “Sad Wings of Destiny”.
Το “Dreamer Deceiver“, άξιο παράδειγμα, με τον Halford να κάνει μια επίδειξη της πολυσχιδούς φωνής και εκφραστικότητάς του. Το “Epitaph” ακολουθεί τα βήματα του προηγούμενου και οι Priest επικοινωνούν νοερά με τους Queen, επίσης της πρώτης περιόδου τους. “Όσο περνάει ο καιρός, το Sad Wings of Destiny γίνεται όλο και πιο κλασσικό στα μάτια του metal κόσμου“, έχει συμπεράνει ο ίδιος ο τραγουδιστής και επί του πρακτέου έχει δίκιο.
Ο δεύτερος δίσκος των Judas Priest σε πρώτο χρόνο πουλάει τίμια, φθάνοντας δειλά δειλά στο #48 των chart, μια θεωρούμενη επιτυχία. Στην Αμερική ούτε λόγος να γίνεται. Όμως, έχουμε να κάνουμε με μια από τις συναρπαστικότερες ζωντανές μπάντες. Τα live τους “εκτοξεύουν” μέχρι και πιο “μέτρια” κομμάτια του δίσκου και παρασύρουν τη νέα κυκλοφορία. Στις ΗΠΑ πλέον έχει πουλήσει πάνω από τέσσερα εκατομμύρια κόπιες. Μόλις το 1989 γίνεται χρυσό. Ουδόλως μας αφορά, βέβαια, διότι σε κάθε περίπτωση στις καρδιές μας είναι ένα μνημείο.
Η προκλητική αδιαφορία της εταιρείας (Gull Records), που τους αδρανοποιεί και σε επίπεδο συναυλιών, τους φέρνει με τα δυο πόδια στην πόρτα της εξόδου. Υπογράφουν στην CBS (μετέπειτα Columbia). Ως συνέπεια, αποποιούνται τα δικαιώματα για τα δυο πρώτα άλμπουμ τους.
Η Columbia, όσο και αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε ποτέ να εξαγοράσει τα δικαιώματα του “Rock Rolla” και του “Sad Wings of Destiny”. Ούτε από οποιαδήποτε παραλειπόμενη ηχογράφηση εκείνης της περιόδου. Έτσι, ακόμα και σε best of συλλογές των Priest συναντάς μηδενική παρουσία κομματιών από τα συγκεκριμένα άλμπουμ και, όταν το κάνεις, αυτά είναι σε ζωντανές εκτελέσεις.
Η κυκλοφορία του “Sad Wings Of Destiny” δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο εσωτερικούς εχθρούς. Συμπίπτει και με την αρχή της λαίλαπας, που ονομάζεται Punk. Η ιστορία, όπως όλοι γνωρίζουμε, ήταν κάτι πολύ παραπάνω από ένας επιζήσας.
ΥΓ. Αληθινό κόσμημα το εξώφυλλο του συγχωρεμένου πλέον Patrick Woodroffe. Ονομάζεται “Fallen Angel” και η ονομασία του δε θα μπορούσε να είναι ακριβέστερη.
ΥΓ1. Ξεκάθαρα προτιμώ το pressing της Gull, που έχει σαν πρώτη μεριά αυτή που ξεκινάει με το “Prelude”. Όλες οι υπόλοιπες εκδόσεις ξεκινάνε με τη μεριά, που έχει σαν αρχικό κομμάτι το “Victim Of Changes”.
ΥΓ2. Το growl του Halford λίγο πριν το τέλος του “Victim Of Changes” είναι, έστω και σαν ίχνος, η πρώτη επιρροή των death metal τραγουδιστών ή ιδέα μου είναι;
1. Victim of Changes
2. The Ripper
3. Dreamer Deceiver
4. Deceiver
5. Prelude
6. Tyrant
7. Genocide
8. Epitaph
9. Island of Domination
Artist: Morrissey
Album: I Am Not a Dog on a Chain
Label: BMG
Release Date: 20/03/2020
Genre: Indie Rock
Artist: Judas Priest
Album: Sad Wings of Destiny
Label: Gull
Release Date: 23/03/1976
Genre: Heavy Metal, NWOBHM
Producer: Martin Birch
Iron Maiden: Glenn Tipton (Κιθάρα, φωνή, πιάνο), K.K. Downing (Κιθάρα), Ian Hill (Μπάσο), Alan Moore (Τύμπανα), Robert Halford (Φωνή)
Judas Priest: Judas Priest (OW) | Bandcamp | Deezer | Facebook | Instagram | ReverbNation | Songkick | SoundCloud | Spotify | Tidal | TikTok | Twitter | VEVO | YouTube