Όταν τα φώτα σβήνουν και η οθόνη πλημμυρίζει με το απόκοσμο κόκκινο του Neo-Tokyo, καταλαβαίνεις ότι δεν πρόκειται για μια απλή επανέκδοση. Το “Akira” δεν είναι άλλη μια cult ταινία που επιστρέφει για να θυμίσει σε πολλούς τα νιάτα τους. Είναι ένα έργο που έρχεται από το παρελθόν για να μας προειδοποιήσει ξανά, ίσως και για τελευταία φορά.
Το 1988, όταν έκανε πρεμιέρα, ήταν ήδη κάτι ανείπωτο: ένα anime με παραγωγικό κόστος-ρεκόρ, μια τεχνολογική υπέρβαση, ένα αφήγημα πολιτικά φορτισμένο και αφηγηματικά εφιαλτικό. Σήμερα, ξαναβλέποντάς το στη σκοτεινή αίθουσα, διαπιστώνεις ότι δεν γέρασε. Απλώς… πλησίασε επικίνδυνα τη δική μας πραγματικότητα.

Η πόλη του “Akira” είναι μια μεταποκαλυπτική έκρηξη από νεοφασιστική καταστολή, βία, επιστημονική αλαζονεία και νεανική απελπισία. Το Neo-Tokyo δεν είναι πια μια φουτουριστική υπερβολή. Είναι ο κόσμος γύρω μας – με drones, διαδηλώσεις, φάρμακα που καταστέλλουν και δυνάμεις που δεν ελέγχει κανείς. Οι Kaneda και Tetsuo δεν είναι ήρωες, αλλά ανθρώποι, που παλεύουν μέσα σε αυτό το χάος.. Ο ένας παλεύει να κρατηθεί στην επιφάνεια. Ο άλλος αφήνεται να καταπιεί από τη δύναμη που πάντα ήξερε ότι δεν του άξιζε.
Τίποτα δεν μοιάζει παλιό. Το αντίθετο: η σημερινή ψηφιακή αισθητική μοιάζει αποστειρωμένη δίπλα του
Ξαναβλέποντας το “Akira” σε ταρακουνά το πλαίσιο, στο οποίο εξελίσσονται τα γεγονότα. Όλα μοιάζουν σχεδόν τρομακτικά σύγχρονα: η τεχνολογία που διαφεύγει κάθε έλεγχου, τα κυβερνητικά πειράματα, οι μυστικιστικές σέκτες, η νέα γενιά που δεν ζητά εξηγήσεις αλλά φωνάζει για καταστροφή. Ο Tetsuo είναι μεταφορικά ο αποδέκτης όλων των συλλογικών αποβλήτων του συστήματος. Μια χιονοστιβάδα από απορρίψεις, πείραμα, μοναξιά και εξουσία που κανείς δεν του έμαθε να χειρίζεται.
Κι ενώ όλα αυτά εξελίσσονται, δεν μπορείς να μην σταθείς στην τεχνική τελειότητα. Το animation παραμένει, δεκαετίες μετά, ασύλληπτο. Η κίνηση της μηχανής του Kaneda, το βάθος των background, τα χρώματα, τα frame-by-frame χειρόγραφα effects. Τίποτα δεν μοιάζει παλιό. Το αντίθετο: η σημερινή ψηφιακή αισθητική μοιάζει αποστειρωμένη δίπλα του. Το soundtrack, με τα ιαπωνικά κρουστά και τις χορωδίες, προσθέτει μια σχεδόν τελετουργική διάσταση στον όλεθρο. Και η ταινία αυτή ζητά να τη νιώσουμε ξανά, με άλλα μάτια, με άλλα νεύρα.
Το “Akira” άνοιξε τον δρόμο για τη διείσδυση του ιαπωνικού animation στη Δύση. Για πολλούς, ήταν η πρώτη επαφή με έναν κινηματογράφο διαφορετικό, ακραίο, χωρίς όρια. Η αισθητική του δεν έγινε μόδα – έγινε γλώσσα. Και το αποτύπωμά του εντοπίζεται ακόμα σε έργα όπως το “The Matrix”, το “Chronicle”, ακόμη και στο “Cyberpunk 2077”. Η κληρονομιά του δεν είναι απλώς ορατή. Είναι θεμέλιο.
Η ταινία μοιάζει με προφητεία που εκπληρώθηκε χωρίς να το καταλάβουμε.
Ίσως γι’ αυτό καμία απόπειρα για live-action remake δεν ευδοκίμησε. Όχι γιατί δεν βρέθηκαν σκηνοθέτες ή στούντιο. Αλλά επειδή το “Akira” δεν μεταφράζεται. Δεν είναι απλώς σενάριο ή κόσμος. Είναι υφή, ρυθμός, παραίσθηση. Είναι το πώς τρέμει η εικόνα όταν καταρρέει ο Tetsuo. Το πώς ο ήχος μοιάζει με προσευχή. Όλα αυτά δεν αναπαράγονται – βιώνονται.
Όμως το πιο ενοχλητικό με το “Akira” δεν είναι όσα δείχνει. Είναι πόσα από αυτά δεν μας σοκάρουν πια. Το χάος, οι κρατικές σκιές, η βία στους δρόμους, τα σώματα που γίνονται πειραματόζωα – όλα αυτά τα ζούμε καθημερινά, σε άλλες μορφές, με άλλες λέξεις. Η ταινία μοιάζει με προφητεία που εκπληρώθηκε χωρίς να το καταλάβουμε. Ξαναβλέποντας το, αντιλαμβάνεσαι ότι δεν ήταν ποτέ μια ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ήταν και είναι μια κραυγή για το τι έρχεται. Και τώρα που το “τι έρχεται” έχει φτάσει, η ταινία επιστρέφει όχι ως νοσταλγία, αλλά ως καθρέφτης. Σπασμένος, κοφτερός και πιο καθαρός από ποτέ.