Σε τέσσερα άλμπουμ, οι Messa έχουν χτίσει τη δισκογραφία τους σαν ένα μακρόπνοο αρχιτεκτονικό σχέδιο όπου κάθε κυκλοφορία μετακινεί τα βασικά στοιχεία του ήχου τους. Η αρχική τους ενασχόληση με το doom metal άνοιξε δρόμο για μια πιο πλατιά μελέτη της μορφής, της δομής, της ρευστότητας του είδους και της στιλιστικής τους ταυτότητας. Αν δούμε τα “Belfry”, “Feast for Water”, “Close” και “The Spin” ως ενιαία πορεία, προκύπτει η εικόνα μιας μπάντας που προσεγγίζει κάθε άλμπουμ με δική του μέθοδο, ακόμη κι όταν επιλέγει γνώριμα εργαλεία.
Το ντεμπούτο “Belfry” λειτουργεί ως παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο οι Messa προσεγγίζουν την εξερεύνηση του ήχου. Δεν αντιμετωπίζουν το doom metal ως σταθερό καλούπι, το βλέπουν σαν υλικό που μπορεί να αραιώσει, να κοπεί και να συνδυαστεί με στοιχεία έξω από το συνηθισμένο πλαίσιο του είδους. Οι ambient εισαγωγές που εμφανίζονται σποραδικά δείχνουν τη διάθεση μιας μπάντας να διαμορφώσει το περιβάλλον του άλμπουμ με δικούς της ρυθμούς, χωρίς να χρειάζεται να οδηγεί τον ακροατή. Η μουσική γίνεται ένας χώρος που επιδέχεται αλλαγές, οι παρατεταμένοι τονικοί ήχοι λειτουργούν ως πυρήνες που κατευθύνουν τη ροή και τα πνευστά ενσωματώνονται οργανικά στο άλμπουμ αντί να λειτουργούν ως απλές λεπτομέρειες.
Με το “Feast for Water”, οι Messa συνέχισαν την προσέγγιση που είχαν ξεκινήσει στο “Belfry”, δίνοντας μεγαλύτερη προσοχή στη λεπτομέρεια και στην ατμόσφαιρα. Οι ίδιοι το περιγράφουν ως «το επόμενο μέρος της μάζας που ξεκινήσαμε με το Belfry», δείχνοντας ότι το βλέπουν ως συνέχεια μιας ιδέας και όχι ως ανεξάρτητο δεύτερο βήμα. Η αναφορά τους στην ιδέα ότι το “Feast for Water” βασίστηκε στον συμβολισμό του νερού, «με τις πολλές πλευρές αυτού του στοιχείου που συνδέεται με τελετές και μύηση», εξηγεί γιατί το άλμπουμ στρέφεται σε ήχους που κινούνται με σταθερό ρυθμό και δίνουν χώρο στη ροή των συνθέσεων

Πολλά από τα στοιχεία που χαρακτήριζαν το “Belfry” παραμένουν, όπως οι εναλλαγές ανάμεσα σε πιο ήσυχες στιγμές και σε σημεία μεγαλύτερης έντασης, η ισορροπία ανάμεσα στη φωνή και τα όργανα και η διάθεση να μπουν στον ήχο όργανα έξω από το metal πλαίσιο. Η χρήση αυτών των επιλογών ακούγεται πιο συγκροτημένη. Η ίδια η μπάντα μιλά για μια αλλαγή στον τρόπο που δομούν τα κομμάτια: «Οι δομές στο “Feast for Water” είναι πιο μελετημένες, λιγότερο αυτοσχέδιες… Θέλαμε να είμαστε 100% ικανοποιημένοι με τα τραγούδια, αφήνοντας όμως περιθώρια για ελευθερία στην εκτέλεση».
Η μέθοδος σύνθεσής τους δείχνει αυτή τη πιο οργανωμένη κατεύθυνση. Τα κομμάτια πήραν μορφή μέσα από πολλές πρόβες, ξεκινώντας από απλά riffs ή πρώιμες ιδέες που η μπάντα δούλεψε συλλογικά και συζήτησε ανοιχτά, με κάθε μέλος να εκφράζει τι λειτουργούσε και τι όχι. Αυτή η διαδικασία οδήγησε σε ένα υλικό που απλώνεται με τον δικό του ρυθμό, με πιο καθαρές επιλογές και με ξεκάθαρο στόχο για το πού θέλει να φτάσει. Το “Feast for Water” ηχογραφήθηκε κυρίως ζωντανά, με κιθάρα, μπάσο και τύμπανα να παίζονται μαζί ώστε να μείνει ακέραιη η αίσθηση του συνόλου. Οι Messa στόχευσαν σε έναν ήχο που να ταιριάζει με τη βασική τους εικόνα για το άλμπουμ: «Θέλαμε έναν πιο ρευστό ήχο, σαν να βρίσκεσαι κάτω από το νερό».
Αυτή η στροφή προς μια πιο εσωτερική συνοχή δείχνει μια μπάντα που έχει βρει τον ρυθμό της, όμως το “Close” μετακινεί ξανά το σημείο ισορροπίας και ανοίγει το πλαίσιο προς περισσότερες κατευθύνσεις. Αντί να επαναφέρουν την αφαίρεση του “Belfry” ή τη συγκράτηση του “Feast for Water”, οι Messa «ανοίγουν» τον ήχο τους, εντάσσοντας κλασικές rock επιρροές, στιγμές αυτοσχεδιασμού και ιδέες που απομακρύνουν τον ήχο τους από το αυστηρό doom. Η διάρκεια και η διάταξη των κομματιών ακολουθούν αυτή τη διάθεση: τα μεγάλα κομμάτια κινούνται πιο άνετα, άλλοτε με ξεκάθαρη πορεία όπως στο “Pilgrim”, κι άλλοτε χάνοντας λίγο τη συνοχή τους, όπως στο “0=2”. Το “Close” δείχνει πως η εξέλιξη των Messa δεν ακολουθεί ευθεία γραμμή, αλλά μια πιο κυκλική διαδικασία, όπου κάθε φορά που η δομή γίνεται πιο σφιχτή, η μπάντα νιώθει την ανάγκη να την ανοίξει ξανά.
Ο σταθερός άξονας σε όλες αυτές τις αλλαγές είναι η προσοχή στην εκτέλεση. Η φωνή της Sara προσαρμόζεται σε όποια δομή τη συνοδεύει: πιο δυνατή στα ροκ σημεία, πιο ήρεμη στα φολκ μέρη, πάντα σε ισορροπία μέσα στο σύνολο. Ο πυρήνας των οργάνων λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, με κιθάρες που περνούν από blues σε doom, ενώ οι ρυθμοί κινούνται ανάμεσα σε σταθερά χτυπήματα και πιο ελεύθερες ιδέες. Στο “Close”, οι Messa δείχνουν ενδιαφέρον όχι μόνο για το πώς διευρύνεται το στυλ τους, αλλά και για το πώς μεγαλώνει το εύρος των «εργαλείων» που χρησιμοποιούν.
Το “The Spin”, η πιο πρόσφατη κυκλοφορία της μπάντας, δείχνει ένα διαφορετικό είδος εξέλιξης, πιο κοντά στην ενοποίηση παρά στη διεύρυνση. Η καθαρότητα, ο ρυθμός και η αμεσότητά του φανερώνουν μια τάση προς πιο άμεσες μορφές έκφρασης. Η ίδια η μπάντα περιγράφει αυτή τη μετατόπιση ως μέρος μιας εσωτερικής αναζήτησης: «Θέλουμε να εκπλήξουμε τον εαυτό μας, να βρούμε μια νέα μουσική γλώσσα, να βγούμε από τη ζώνη άνεσής μας… Δεν θέλουμε να βαρεθούμε». Αυτή η στάση συνδέεται με τον τρόπο που το άλμπουμ παίρνει την τελική του μορφή.
Το “The Spin” λειτουργεί πιο συμπυκνωμένα σε σχέση με όσα είχαν προηγηθεί. Εκεί όπου τα προηγούμενα άλμπουμ στηρίζονταν σε πιο ατμοσφαιρικές εισαγωγές, εδώ δίνεται έμφαση σε καθαρές μεταβάσεις και πιο συγκεκριμένα μοτίβα. Η σύνδεση με πρώιμο goth-rock και post-punk προκύπτει από συνειδητή επιλογή, κάτι που η μπάντα εξηγεί ανοιχτά: «Ερευνήσαμε ένα έδαφος που δεν είχαμε ακουμπήσει στο παρελθόν… Μερικές βασικές επιρροές για το “The Spin” ήταν οι Killing Joke και οι The Sound».
Και οι επιλογές παραγωγής ενισχύουν αυτή τη νέα κατεύθυνση. Η απόφαση να ηχογραφήσουν σε διαφορετικές τοποθεσίες, ανάμεσά τους και μια βίλα 500 ετών, και να χρησιμοποιήσουν κυρίως εξοπλισμό από τη δεκαετία του ’80, στηρίζει την ανάγκη για καθαρό και άμεσο ήχο. «Θέλαμε να αλλάξουμε τον τρόπο που δουλεύουμε… Αντί να περνάμε ατελείωτες ώρες στο στούντιο, το “The Spin” ηχογραφήθηκε σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού», λένε οι ίδιοι.
Κομμάτια όπως το “Fire on the Roof” συμπυκνώνουν τον χαρακτήρα του “The Spin” σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα χωρίς να τον περιορίζουν, ενώ το “The Dress” δείχνει ότι η διάθεση για πειραματσιμό παραμένει ενεργή ακόμη και μέσα σε πιο μετρημένα πλαίσια. Η συνοχή του άλμπουμ, άλλωστε, είναι αποτέλεσμα επιλογής: «Θέλαμε να γράψουμε πιο καθορισμένα τραγούδια. Θέλαμε το άλμπουμ να λειτουργεί ενιαία από την αρχή μέχρι το τέλος».
Συνολικά, αυτά τα τέσσερα άλμπουμ δείχνουν μια εξελικτική πορεία που δεν συναντάται και κάθε μέρα στον heavy ήχο. Οι Messa δείχνουν να μην κινούνται προς ένα συγκεκριμένο σημείο, αντιμετωπίζουν κάθε κυκλοφορία σαν ένα ακόμη στάδιο σε μια συνεχή προσπάθεια κατανόησης του τρόπου με τον οποίο χτίζεται η μουσική τους, άλλοτε ανοίγουν το πεδίο, άλλοτε το συγκεντρώνουν, πάντα όμως εξετάζουν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται. Η εξέλιξή τους δεν μοιάζει ούτε χαοτική ούτε απόλυτα γραμμική. Θυμίζει περισσότερο χτίσιμο: κάθε νέο άλμπουμ αλλάζει το υπάρχον σύνολο χωρίς όμως ποτέ να το γκρεμίζει.

