Morbid Angel: Altars of Madness | No Order, No Mercy

Το 1989, την περίοδο που το Τείχος του Βερολίνου έπεφτε και η διεθνής πραγματικότητα άλλαζε, ένα διαφορετικό είδος έντασης γεννήθηκε στη Φλόριντα. Το πρώτο άλμπουμ των Morbid Angel, “Altars of Madness“, ξεχώρισε αμέσως μέσα στο αυξανόμενο ρεύμα του death metal και ανέτρεψε κάθε συμβατική προσέγγιση στον ακραίο ήχο. Η κυκλοφορία του διαμόρφωσε νέους κανόνες, λειτουργώντας ως δήλωση πρόθεσης από μια μπάντα που ήθελε να επηρεάσει, όχι να ενταχθεί.

Το όραμα των Morbid Angel μέσα σε μια σκηνή που γεννιέται

Πριν την κυκλοφορία του “Altars of Madness”, το metal είχε ήδη αρχίσει να κινείται προς πιο ακραίες κατευθύνσεις. Οι Slayer αύξησαν τις ταχύτητες. Οι Death εισήγαγαν έναν πιο τραχύ και σύνθετο ήχο. Οι Morbid Angel προσέγγισαν τα όρια με διαφορετική λογική. Επιδίωξαν την πλήρη ανατροπή. Σκοπός τους ήταν να ακούγονται μοναδικοί σε κάθε επίπεδο: τεχνικά, θεματικά και πνευματικά. Ο κιθαρίστας Trey Azagthoth είχε δηλώσει πως ήθελε να γράφει μουσική που θα «έκανε τις άλλες μπάντες να τρέξουν να κρυφτούν».

Morbid Angel: Altars of Madness | No Order, No Mercy

Αυτή η νοοτροπία διαμορφώθηκε μέσα σε ένα ασταθές περιβάλλον. Η Φλόριντα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αποτελούσε το επίκεντρο του αμερικανικού death metal: ζεστή, ανταγωνιστική και κλειστή. Οι μπάντες προκαλούσαν η μία την άλλη να φτάσουν σε ακραία επίπεδα ηχητικής επιθετικότητας. Οι Morbid Angel, που ξεκίνησαν ως μαθητές λυκείου με έντονο ενδιαφέρον για αποκρυφιστικά κείμενα και αρχαία τελετουργικά, απέκτησαν γρήγορα ξεχωριστή ταυτότητα. Δεν στηρίχθηκαν σε εικόνες τρόμου ή σε κοινωνικές θεματικές. Μετέδιδαν κάτι αρχέγονο και μη ανθρώπινο. Ο Azagthoth έχει αναφέρει την ψυχεδελική μουσική και το Necronomicon ως βασικές επιρροές.

Η σύνθεση του line-up και η σημασία της ηχογράφησης

Το “Altars of Madness” δεν ήταν η πρώτη προσπάθεια των Morbid Angel να ηχογραφήσουν. Αυτή ανήκει στο “Abominations of Desolation“, ένα άλμπουμ του 1986 που έμεινε στο ράφι για χρόνια, επειδή η μπάντα δεν ήταν ικανοποιημένη με την πορεία που είχε πάρει. Ο Azagthoth το έβλεπε σαν ένα πρόχειρο και αποτυχημένο προσχέδιο αυτού που είχε στο μυαλό του. Το όραμά του άρχισε να παίρνει μορφή όταν γνώρισε τον David Vincent, έναν μπασίστα και τραγουδιστή με φωνή που δεν έμοιαζε με τίποτα συνηθισμένο. Στη συνέχεια μπήκε στην μπάντα ο ντράμερ Pete Sandoval, που είχε έρθει από τους Terrorizer, ένα grindcore σχήμα από το Λος Άντζελες. Με αυτούς τους δύο, οι Morbid Angel είχαν πλέον όλα όσα χρειάζονταν για να διαλύσουν κάθε προσδοκία.

Η ηχογράφηση έγινε τον Δεκέμβριο του 1988 στο Morrisound Recording, στούντιο της Τάμπα που έμελλε να συνδεθεί με το death metal. Το συγκρότημα ολοκλήρωσε τις ηχογραφήσεις σε περίπου οκτώ ημέρες, κινούμενο από ένταση και χαμηλό προϋπολογισμό. Η υγρασία της Φλόριντα προκαλούσε υπερθέρμανση στον εξοπλισμό, ενώ οι κασέτες έφταναν στα όριά τους. Από αυτές τις συνθήκες προέκυψε ένας δίσκος που ήδη τότε ακουγόταν σαν να είχε γεννηθεί έξω από κάθε λογική κανονικότητας.

Το άλμπουμ ξεκινά με το “Immortal Rites“, ένα κομμάτι χωρίς σταθερή δομή ή επαναλαμβανόμενο ρεφρέν. Αντί γι’ αυτό, συνδυάζει αλλεπάλληλα riff, ταχύτατα σόλο και τη φωνή του Vincent που ακούγεται σαν θόρυβος μέσα από παραμορφωμένο μικρόφωνο. Τα “Chapel of Ghouls” και “Maze of Torment” συνεχίζουν με την ίδια λογική. Η βάση δεν είναι η μελωδία, αλλά η κίνηση. Ορισμένα σημεία λειτουργούν ως αναφορές, αν και χάνονται μέσα σε διαρκώς μεταβαλλόμενους ρυθμούς και κιθαριστικές γραμμές που αλληλοεπικαλύπτονται.

Μουσικά, το άλμπουμ κινείται διαρκώς. Τα κιθαριστικά σόλο βασίζονται στον αυτοσχεδιασμό και δεν ακολουθούν κλασικές φόρμες. Ο Azagthoth έχει πει ότι εγκατέλειψε τις παραδοσιακές κλίμακες και έπαιζε χωρίς να κοιτάζει την ταστιέρα. Αντιμετώπιζε την κιθάρα σαν μέσο εξερεύνησης, όχι σαν σταθερό εργαλείο. Ο Brunelle πρόσθεσε πιο εστιασμένες ιδέες, με ήχο ξεκάθαρο και πιο δομημένο. Ο τρόπος που έπαιζε ισορροπούσε τις πιο άναρχες γραμμές του Azagthoth.

Και μετά είναι ο Sandoval. Η συμμετοχή του στο “Altars of Madness” αναφέρεται συχνά ως σημείο αναφοράς για το drumming του death metal. Εκείνη την εποχή, προσπαθούσε να προσαρμοστεί στις τεχνικές της δίκασης, ενώ παράλληλα ανέβαζε σταθερά τις ταχύτητές του. Κατά τις πρώτες πρόβες, τα υπόλοιπα μέλη τού έβαλαν να ακούσει ένα demo με drum machine. Του είπαν πως ανήκε σε κάποιον που έπαιζε πιο γρήγορα από εκείνον. Ο Sandoval το πήρε προσωπικά. Άρχισε να προπονείται με στόχο να φτάσει – και τελικά να ξεπεράσει – την ταχύτητα του μηχανήματος. Λίγο αργότερα, απέδειξε ότι μπορούσε να το κάνει. Από εκείνο το σημείο και μετά, οι Morbid Angel ήξεραν ότι είχαν βρει τον άνθρωπο που χρειάζονταν. Τα μοτίβα του συνδύαζαν ακρίβεια και επιμονή και επηρέασαν καταλυτικά τον ήχο του δίσκου.

Στίχοι, κοσμολογία και υποδοχή του άλμπουμ

Στιχουργικά, το “Altars of Madness” ασχολείται με μια δική του κοσμολογία. Υπάρχουν σατανικές εικόνες, όμως απουσιάζει ο επιφανειακός τόνος που συναντάται σε άλλες μπάντες της εποχής. Οι επικλήσεις του Vincent δίνουν την αίσθηση σοβαρής πρόθεσης, σχεδόν ακαδημαϊκής. Ορισμένα τραγούδια περιλαμβάνουν φράσεις στα αρχαία σουμεριακά. Οι στίχοι περιστρέφονται γύρω από τη δύναμη, τη γλώσσα και τη δομή της πίστης. Ο τρόμος του Lovecraft είναι μια χρήσιμη αναφορά, αν και δεν αρκεί για να εξηγήσει τον εσκεμμένο μυστικισμό των στίχων. Όπως έχει πει ο Vincent, στόχος του δεν ήταν να προωθήσει τον σατανισμό. Ήθελε να ενισχύσει τον ατομικισμό ως στάση ζωής. Το «Κάνε ό,τι θέλεις» λειτουργούσε για εκείνον ως κατευθυντήρια αρχή.

Το άλμπουμ, παρά τον εσωτερικό του χαρακτήρα, σημείωσε σημαντική επιτυχία στην underground σκηνή. Πούλησε πάνω από 150.000 αντίτυπα τον πρώτο χρόνο. Για ντεμπούτο σε ένα τόσο περιορισμένο είδος, αυτός ο αριθμός ήταν εντυπωσιακός. Δεν εμφανίστηκε σε charts και δεν είχε κάποιο single που να ακουστεί στο ραδιόφωνο. Κυκλοφόρησε κυρίως μέσα από ανταλλαγές κασετών, μικρά περιοδικά και συστάσεις από στόμα σε στόμα. Όποιος ασχολούνταν σοβαρά με το death metal το 1989, δεν μπορούσε να αγνοήσει το “Altars of Madness”.

Η αποδοχή από τον τύπο ενισχύθηκε σταδιακά. Με τον καιρό, περιοδικά όπως τα Decibel και Terrorizer το χαρακτήρισαν ως ένα από τα σημαντικότερα death metal άλμπουμ. Έκτοτε έχει επανακυκλοφορήσει πολλές φορές και σε διάφορες μορφές, συχνά με bonus tracks όπως το “Lord of All Fevers & Plague” και live ηχογραφήσεις όπως το Live Madness ’89. Κάθε νέα έκδοση λειτουργεί σαν χρονοκάψουλα, δίνοντας σε νεότερους ακροατές πρόσβαση σε έναν δίσκο που εξακολουθεί να ακούγεται ακραία επικίνδυνος.

Το εξώφυλλο του άλμπουμ, φιλοτεχνημένο από τον 18χρονο Dan Seagrave, συμπληρώνει τη συνολική εμπειρία. Απεικονίζει μια σουρεαλιστική μάζα από πρόσωπα, που περιστρέφονται γύρω από έναν δίσκο με υφή απολιθώματος. Η εικόνα αποδίδει οπτικά το αίσθημα περιορισμού και χάους που διαπερνά τη μουσική. Αν και πολλοί θεωρούν πως πρόκειται για κάτι σφαιρικό, ο Seagrave έχει διευκρινίσει ότι είναι επίπεδο. Παρ’ όλα αυτά, αρκετοί οπαδοί το έχουν συνδέσει με την ιδέα μιας διαστατικής φυλακής. Το εικαστικό στοιχείο αποτυπώνει το αίσθημα ότι ο δίσκος προέρχεται από διαφορετική πραγματικότητα.

Η διαχρονική επιρροή ενός έργου που δεν εξηγείται

Η επιρροή του “Altars of Madness” επεκτάθηκε πέρα από τη δισκογραφία των Morbid Angel. Συνέβαλε στη διαμόρφωση των τεχνικών χαρακτηριστικών του death metal. Παράλληλα, ενίσχυσε την ιδέα ότι το είδος μπορεί να ξεφεύγει από τα καθιερωμένα πρότυπα. Συγκροτήματα όπως οι Nile, οι Behemoth, αλλά και οι Emperor, το έχουν αναφέρει ως βασικό σημείο αναφοράς. Η επίδρασή του δεν περιορίστηκε σε μία κατεύθυνση. Επαναπροσδιόρισε τα όρια και άνοιξε χώρο για εξερεύνηση.

Η επιρροή είναι δύσκολο να μετρηθεί. Αυτό που πέτυχε το “Altars of Madness” ήταν να διευρύνει τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε την αισθητική και την τεχνική στο extreme metal. Σε μια σκηνή δομημένη γύρω από τη διαρκή ένταση, οι Morbid Angel εισήγαγαν τον αποπροσανατολισμό ως μέθοδο. Δεν ακολουθούσαν αναμενόμενες πορείες. Η μουσική λειτουργούσε σαν ενεργοποίηση, όχι σαν προϊόν. Χρειαζόταν πρόθεση για να την προσεγγίσεις και συγκέντρωση για να μείνεις μέσα της.

Το “Altars of Madness” δεν επιχειρεί να εξηγήσει τίποτα. Δεν προσφέρει κάθαρση, ούτε ζητά αποδοχή. Υπάρχει ως γεγονός που δεν αναλύεται, μόνο ακούγεται. Παραμένει ένα έργο που δεν μιμείται και δεν αντιγράφεται. Στη βάση του δεν βρίσκεται η δεξιοτεχνία, αλλά μια σταθερή πρόθεση: να διαταραχθεί η τάξη, ακόμα και μέσα από καθαρό ήχο.

Artist: Sober On Tuxedos

Album: Good Intentions

Label: Heaven Music

Release Date: 11/12/2020

Genre: Nu Metal, Metalcore

Artist: Morbid Angel

Album: Altars of Madness

Label: Earache Records

Release Date: 12/05/1989

Genre: Death Metal

1. Immortal Rites

2. Suffocation

3. Visions from the Dark Side

4. Maze of Torment

5. Chapel of Ghouls

6. Bleed for the Devil

7. Damnation

8. Blasphemy

9. Evil Spells

Producer: Dig

Morbid Angel: David Vincent (Φωνή, μπάσο), Trey Azagthoth (Κιθάρα), Richard Brunelle (Κιθάρα), Pete Sandoval (Τύμπανα)

Share.
Exit mobile version