Στη streaming εποχή λογικό είναι να παράγονται ταινίες που προορίζονται απευθείας για τις πλατφόρμες. Όπως και στην straight to video εποχή, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τι πραγματικά αξίζει τον κόπο να ιδωθεί. Λογικό είναι, επομένως, κάποιοι σκηνοθέτες, θέλοντας να δείξουν πως αξίζουν κάτι παραπάνω να προσπαθούν να κάνουν το παραανίσιο βήμα. Άλλοι το πετυχαίνουν κι άλλοι όχι. Και ο Brian Duffield, σκηνοθέτης του No One Will Save You, δείχνει να έχει αυτήν την ανησυχία.
Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, Brynn, ζει αποκομμένη από την κοινότητα της πόλης στην οποία μένει. Αυτό δε δείχνει να την πτοεί, καθώς διάγει ένα βίο εκκεντρικό στα όρια του αθώου. Όλα όμως αλλάζουν όταν εξωγήινοι εισβολείς την επισκέπτονται με απειλητικές βλέψεις. Στην προσπάθεια επιβίωσής της, όμως, η μεγαλύτερη απειλή θα αποδειχθεί το ίδιο το παρελθόν της.
Ο Duffield έχει κατά νου μεγαλύτερα νοήματα και προκειμένου να τα αποτυπώσει, χρησιμοποιεί τη φόρμουλα της κατ’ οίκον εισβολής. Ένας από τους μεγαλύτερους ανθρώπινους φόβους, το σπάσιμο του οικιακού ασύλου, λειτουγεί ως πετυχημένη βάση όταν ένας σκηνοθέτης ξέρει πως να το χρησιμοποιήσει. Από το Straw Dogs του Sam Peckinpah μέχρι το Home Alone και το υποτιμημένο γαλλικό διαμάντι Ils, αρκετοί έχουν ιδρώσει στην ιδέα της εισβολής. Για να μεγενθύνει την εισβολή, ωστόσο, ο σκηνοθέτης εν προκειμένω χρησιμοποιεί τόσο τη μακροκοσμική (εξωγήινοι στη Γη) όσο και τη μικροκοσμική (η αποκάλυψη των τραυματικών αναμνήσεων) κλίμακα.
Με ένα μεγαλεπίβολο σχέδιο, όμως, έρχονται και ορισμένες απαιτήσεις. Απαιτήσεις που αφορούν στην εξισορρόπηση αυτών των στοιχείων και όχι σε άτσαλη μετακίνηση του «βάρους» που θα κάνει τη ζυγαριά να κοπανάει μονίμως στο τραπέζι. Και σε αυτό το ατόπημα καταλήγει η ταινία. Εξαντλεί πάρα πολύ γρήγορα την απειλή της εισβολής και καταλήγει να κάνει κύκλους γύρω από αυτήν. Ακόμα και το σκηνοθετικό εύρημα της έλλειψης διαλόγων κουράζει γρήγορα και καταλήγει περισσότερο ένας επιδειξιομανής φορμαλισμός παρά ένα εύστοχο πείραμα. Αυτός ο «λόξυγγας» του ρυθμού σε συνδυασμό με τα μέτρια εφέ και τη σχεδόν προβλέψιμη πλοκή καταλήγουν να απογοητεύουν.
Όταν, μάλιστα, θέλει να τολμήσει και να μιλήσει για το τραύμα, εκεί είναι που πέφτει στο πάτωμα. Γιατί καμία σεναριακή στροφή δεν είναι απρόσμενη ή τουλάχιστον δικαιολογημένη και φαίνεται σα να προσπαθεί να εκβιάσει ένα άτοπο, παραφορτωμένο κλισέ συμπέρασμα. Ακόμα κι όταν προσπαθεί να το εμπλουτίσει με αναφορές στο Invasion of The Bodysnatchers, δεν το καταφέρνει. Όχι πλήρως τουλάχιστον.
Σημαίνει αυτό ότι το No One Will Save You είναι μια απαίσια ταινία; Όχι, έχει τις στιγμές της. Έχει μια ενδιαφέρουσα ιδέα που τυγχάνει αδιάφορης υλοποίησης. Έχει μια πρωταγωνίστρια όπως την Kaitlyn Dever η οποία κουβαλά στην πλάτη της άλεκτα το βάρος της ταινίας. Έχει ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα στις εσωτερικές σκηνές του σπιτιού και ωραίους φωτισμούς. Αλλά στην προσπάθειά του να ξεχωρίσει, καταλήγει να προσπαθεί να κουβαλήσει περισσότερα από αυτά που μπορεί να σηκώσει.
Έτσι τα «δέματα» πέφτουν συνεχώς στο έδαφος και φτάνουν ταλαιπωρημένα, με την όποια έκπληξη του «ανοίγματός» τους να απουσιάζει ή να μετριάζεται. Και είναι κρίμα γιατί αν αφοσιωνόταν περισσότερο σε μια από τις πτυχές της και την ακολουθούσε πιο συγκεντρωμένα, τότε θα ξεχώριζε όντως. Ωστόσο στο τέλος καταλήγει μια τηλεταινία πολυτελείας που έχει ενδιαφέρον αλλά ακόμα και στη μιάμιση ώρα μοιάζει τραβηγμένη.
Δε νομίζω στο μέλλον να μνημονεύεται ως ένα διαμαντάκι που παρεξηγήθηκε στην εποχή του αλλά ούτε και ως απαίσια ταινία. Ίσως τη θυμόμαστε ως ένα αποπροσανατολισμένο φιλμ που προσπάθησε να μιλήσει μια άλλη γλώσσα από αυτή που όντως γνώριζε και ενώ καταλάβαμε τι εννοούσε τα γραμματικά και συντακτικά λάθη της έβγαζαν μάτι. Ωστόσο ως επιλογή για κάτι που θα βλέπετε χωρίς πλήρη προσήλωση απλά για να «αδειάσετε» μια χαρά λειτουργεί. Και μέχρι εκεί.