«Η κάθε προσωπικότητα είναι τόσο μοναδική.
Είναι συνδυασμός βιωμάτων, πραγμάτων,
πηγαίου ταλέντου, DNA και δουλειάς.
Τον Dio θα τον έβαζα μαζί με τον Freddie Mercury
στους δύο κορυφαίους».
Σε μια πιο δίκαιη πραγματικότητα, δεν θα χρειαζόταν αυτό εδώ το κείμενο. Ο Ronnie James Dio ακόμη θα ήταν ανάμεσά μας. Ακόμη θα στόλιζε ολόκληρα albums με την ανεπανάληπτη φωνή του. Όμως, η μοίρα αποφάσισε να τον πάρει από κοντά μας, στις 16 Μαΐου του 2010.
Με αφορμή τη θλιβερή επέτειο της απώλειας μίας από τις σπουδαιότερες -αν όχι της σπουδαιότερης- φωνές που γέννησε ποτέ η rock μουσική, το DEPART αποτίει το δικό του φόρο τιμής στον μικρό το δέμας μεν, τεράστιο μπροστά στο μικρόφωνο δε, ο οποίος σημάδεψε και εξακολουθεί να σημαδεύει ολόκληρες γενιές μουσικόφιλων.
Δεν θα μπορούσαμε να βρούμε πιο ταιριαστό άνθρωπο να μιλήσει για εκείνον, από τον Γιάννη Παπανικολάου (Rock ‘n’ Roll Children, Diviner), ο οποίος από εκείνη τη μέρα βρίσκεται ανελλειπώς κάθε χρόνο στο Κύτταρο για το πετυχημένο και αξιέπαινα ανιδιοτελές Rock in Dio.
Έχοντας τραγουδήσει το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου του παιδικού του ήρωα, μπορεί να διαβεβαιώσει πως «στα παπούτσια του Dio δεν μπαίνεις», αλλά διαθέτει την απαιτούμενη ενασχόληση και την συναισθηματική, «οπαδική», όπως την περιγράφει, σύνδεση για να μιλήσει καλύτερα από εμάς για εκείνον.
Ας πιάσουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Γιατί συζητάμε για τον Ronnie James Dio το 2020; Και γιατί, εν τέλει, το πρόσωπό του και το έργο του συναντούν τέτοια καθολική αποδοχή από οποιονδήποτε έρχεται σε επαφή με αυτήν τη μουσική;
Ο Ronald James Padavona, είδε το πρώτο φως του ήλιου στις 10 Ιουλίου του 1942 και ξεκίνησε να εκπαιδεύεται μουσικά από τα πέντε κιόλας χρόνια του, παίζοντας τρομπέτα, πριν αρχίσει να ασχολείται με το μπάσο και αναλάβει εν τέλει καθήκοντα τραγουδιστή.
Ο τσαμπουκάς που έβγαζε η φωνή του Dio, ήταν επειδή ακριβώς είχε πολύ καλή βάση πριν ξεκινήσει να τραγουδάει
Γιάννης Παπανικολάου: «Η εφηβεία του ήταν τα ‘60s και όλη η μουσική επανάσταση που έγινε εκείνη τη δεκαετία, με ό,τι σημαίνει αυτό. Αμερική, rock ‘n’ roll, Elvis, Beatles, Rolling Stones και όλα τα μουσικά ρεύματα της εποχής. Μεγάλωσε με αυτά και ο ίδιος έπαιζε τρομπέτα. Αν εγώ κι εσύ προσπαθήσουμε να παίξουμε τρομπέτα, δεν θα μπορούμε ούτε να φυσήξουμε!
Για να παίξεις τρομπέτα, χρειάζεται μία ειδική προετοιμασία και τοποθέτηση του διαφράγματος, για να υπάρχει σωστή πίεση, ώστε να παραχθεί ήχος από αυτό το όργανο. Πράγμα που σημαίνει πως ο Dio παίζοντας τρομπέτα, είχε ήδη χτίσει υπόβαθρο, αφού είχε ήδη μάθει να έχει φοβερή τοποθέτηση διαφράγματος. Και αυτό ήταν κάτι που του έδωσε τη βάση για να έχει αυτή την εκπληκτική τοποθέτηση, στήριξη και οικονομία στη φωνή του. Ο τσαμπουκάς που έβγαζε η φωνή του, ήταν επειδή ακριβώς είχε πολύ καλή βάση πριν ξεκινήσει να τραγουδάει».
Είναι εκείνα τα χρόνια, που ξεκινά να χρησιμοποιεί το προσωνύμιο «Dio». Η αιτία για την επιλογή του συγκεκριμένου παραμένει διφορούμενη. Η μπάντα μετονομάζεται σε Ronnie Dio and the Prophets και κυκλοφορεί αρκετά singles μέχρι και το 1967, όταν αλλάζει και πάλι το όνομά της στο The Electric Elves για πέντε χρόνια. Το 1972 το όνομα οριστικοποιείται σε Elf, κάτω από το οποίο, το συγκρότημα κυκλοφορεί τρεις δίσκους (Elf – 1972, Carolina Country Ball – 1974, Trying to Burn the Sun – 1975) και γίνεται τακτικό support στις εμφανίσεις των Deep Purple.
Το ταλέντο του δεν ήταν μόνο να τραγουδάει, μπορούσε και έγραφε και μουσική
Γιάννης Παπανικολάου: «Ο Dio, εκτός από ταλαντούχος, στάθηκε και “πολύ τυχερός”, αφού γνώρισε τον Ritchie Blackmore τη δεκαετία του ’70. Ο Dio με τους Elf, είχε ήδη κάνει μία σχετική επιτυχία και κάνει tour τότε, σαν support στους Deep Purple. Ο Blackmore, που είχε ήδη αποφασίσει να αφήσει τους Purple και ήθελε να κάνει κάτι καινούργιο, τον είδε και του άρεσε. Έτσι, πήρε όλη την μπάντα του Dio, πλην του κιθαρίστα και δημιουργήθηκε ο πρώτος δίσκος των Rainbow (Ritchie Blackmore’s Rainbow – 1975). Είναι πρακτικά οι Elf, με τον Blackmore στην κιθάρα.
Ο Ritchie Blackmore, είναι ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες στον hard rock και metal ήχο. Με Purple, με Rainbow, αργότερα με Blackmore’s Night, είχε μία διαρκή επιτυχημένη πορεία, ακόμα και μετά τον Dio, σε πιο εμπορικά μονοπάτια. Έτσι, ο Dio έχοντας θέση δίπλα στον “μαέστρο” στη σύνθεση και την ενορχήστρωση Blackmore, βρέθηκε στο καλύτερο σχολείο.
Το ταλέντο του δεν ήταν μόνο να τραγουδάει. Μπορούσε και έγραφε και μουσική. Κάποιοι είναι εκτελεστές μόνο, σαν τραγουδιστές, αλλά δεν μπορούν να γράψουν νότα. Ο Dio ήταν άνθρωπος που είχε και το ταλέντο του δημιουργού. Μπορούσε να στήνει μουσικές δομές, στίχο και μελωδικές γραμμές. Μπορούσε να στήσει ένα κομμάτι μόνος του».
Η συνεργασία Dio – Blackmore γράφει ιστορία, παρά τις αρκετές προσθαφαιρέσεις στο line up των Rainbow. Παράγει δύο ακόμη εξίσου ιστορικής σημασίας studio δίσκους (Rising – 1976, Long Live Rock ‘n’ Roll – 1978), καθώς και το ηχογραφημένο ζωντανά On Stage (1977). Σε όλη την πορεία της συνεργασίας, ο Dio γράφει όλους τους στίχους, ενώ συνθέτει μαζί με τον Blackmore το υλικό.
Τον Dio δεν τον ενδιέφερε να ακολουθήσει μία πιο pop ας πούμε, πιο εμπορική κατεύθυνση
Γιάννης Παπανικολάου: «Ο Dio ωστόσο, είχε ένα όραμα. Και αυτός ήταν και ο λόγος που έφυγε από τους Rainbow. Ο Blackmore, από ένα σημείο και μετά, ήθελε να κάνει άλλα πράγματα. Ήθελε να προσεγγίσει περισσότερο το αμερικανικό ραδιόφωνο. Τα οποία είναι πολύ ωραία, καμία αντίρρηση. Αλλά το όραμα του Dio ήταν έξω από αυτό. Το καταλαβαίνεις από κομμάτια όπως το “Gates of Babylon“, το “Stargazer“, το “Temple of the King“. Τον Dio δεν τον ενδιέφερε να ακολουθήσει μία πιο pop ας πούμε, πιο εμπορική κατεύθυνση».
Η αποχώρησή του από τους Rainbow το 1979 συμπίπτει χρονικά με την απόλυση του Ozzy Osbourne από τους Black Sabbath, Αυτή η συγκυρία και ανοίγει ένα ακόμη τεράστιο κεφάλαιο τόσο στην καριέρα του Ronnie James Dio. Βασικά, ανοίγει ένα κεφάλαι στην εξέλιξη και πορεία ολόκληρης της rock μουσικής. Η συνάντησή του με τον Tony Iommi στο Λος ‘Aντζελες αποδεικνύεται κομβική.
Σαν μουσική δομή, το heavy metal είναι από το Heaven and Hell και μετά
Γιάννης Παπανικολάου: «Βρέθηκε στους Black Sabbath, μετά και τη συγκυρία με τη φυγή του Ozzy. Αυτό που συνέβη ήταν πως ουσιαστικά τους έβγαλε από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν. Αυτό διότι μετά από μερικά πολύ μέτρια albums, είχε πέσει το όνομά τους εκείνη την εποχή.
Το Heaven and Hell, ήταν ο δίσκος που καθόρισε ακριβώς τι είναι το heavy metal για πολύ κόσμο, παρότι οι Sabbath και στα ’70s προφανώς έδωσαν αυτόν τον σκοτείνο ήχο στο rock ‘n’ roll, με ό,τι έγινε στην εποχή του Ozzy. Αλλά σα μουσική δομή, το heavy metal είναι από το Heaven and Hell και μετά. Ουσιαστικά το heavy metal των ’80s που είναι ακόμη πιο κοντά στον όρο με την έννοια που έχει σήμερα. Με πιο straight songwriting, λιγότερο κοντά στο rock ‘n’ roll και τον vintage ήχο και χωρίς τον πειραματισμό των ’70s.
Ο Dio είχε ήδη φτιάξει ένα τεράστιο όνομα με τους Rainbow και μία σπουδαία δισκογραφία. Είχε στο ενεργητικό του μία σειρά από albums που έμειναν κλασικά και διαχρονικά μέχρι σήμερα. Η συνεργασία του με τους Sabbath και τον Iommi ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Σε συνδυασμό και με την προσωπική του δισκογραφία, είχε πια ένα μεγάλο ρεπερτόριο στα live για να παίζει και ό,τι μεγαλειώδες είχε κάνει στο παρελθόν».
Στο μικρόφωνο των Sabbath, ο Dio ηχογραφεί εκτός από το Heaven and Hell (1980), το Mob Rules (1981), αλλά και το Dehumanizer (1992) στην επιστροφή του στο σχήμα μερικά χρόνια αργότερα. Μέσα σε όλα αυτά, καταφέρνει να καθιερώσει ο ίδιος και την χαρακτηριστικότερη ίσως χειρονομία που έχει εμφανιστεί σε rock και metal συναυλίες.
Ο μύθος του Dio όχι απλώς μεγαλώνει, αλλά και εδραιώνεται στη συνείδηση όλων ως ένας εκ των κορυφαίων frontmen στην ιστορία
Γιάννης Παπανικολάου: «Τα περιβόητα Devil’s Horns, ήταν μία φοβερή συγκυρία, που καθιερώθηκε πηγαίνοντας στους Black Sabbath. Με ρίζες από από την Ιταλία και την Σικελία συγκεκριμένα -εξ ου και το πραγματικό του επώνυμο, Padavona- και τους ανθρώπους παλαιότερα να πιστεύουν στις δεισιδαιμονίες, η γιαγιά του έκανε αυτή τη χειρονομία -το maloik, όπως ονομαζόταν- όταν ήθελε να διώξει το κακό μάτι από κοντά της.
Έγινε θεσμός με τους Sabbath και για κάποιο λόγο έγινε viral στον κόσμο του heavy metal. Παρότι δεν το χρησιμοποίησε πρώτος. Ωστόσο, επειδή το έκανε διάσημο, ένας λόγος παραπάνω να γίνει ακόμη περισσότερο μία εμβληματική φυσιογνωμία, συν φυσικά όλα τα υπόλοιπα που προσέφερε στο χώρο. Ήταν ένα άθροισμα τόσων πραγμάτων ο Dio, που κατάφερε να εστιάσει τόσα πράγματα γύρω από το πρόσωπό του, που αφορούσαν το heavy metal και του έδωσαν τελικά αυτό το μέγεθος αναγνώρισης».
Μεσολαβεί και συνεχίζεται η προσωπική του μπάντα, ονόματι Dio, που σχηματίζεται το 1982 και δισκογραφεί και περιοδεύει αδιακόπως έως και τα μέσα των ‘00s. Παράγοντας σταθερά ποιοτικές δουλειές, ο μύθος του Dio όχι απλώς μεγαλώνει, αλλά και εδραιώνεται στη συνείδηση όλων ως ένας εκ των κορυφαίων frontmen στην ιστορία της rock μουσικής και όχι μόνο.
Τον Dio θα τον έβαζα μαζί με τον Freddie Mercury στους δύο κορυφαίους
Γιάννης Παπανικολάου: «Ο Dio αφορά πολύ κόσμο γιατί μουσικά “πάτησε” και στα ’70s και στα ’80s. Αφορά και κόσμο του rock, αλλά αφορά και κόσμο του heavy metal. Αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο ατού και ίσως είναι και ένας λόγος για την επιτυχία των Rock ‘n’ Roll Children.
Όταν καλύπτεις ένα ρεπερτόριο που είναι από την επική, neoclassical, hard rock εποχή των Rainbow, περνάς στην εποχή των Sabbath, που είναι πιο heavy, doom, κλασικό metal, συν την εποχή των Dio, καλύπτεις ένα τεράστιο εύρος μουσικής. Μην ξεχνάμε ότι ο Dio επηρεαζόμενος και από την εξέλιξη της μουσικής έκανε και πειράματα με πιο industrial ήχο. Έχει λοιπόν, ένα ρεπερτόριο με πολλά “χρώματα”, θα έλεγα, που αφορούν πολλές γενιές. Και είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο έχει μείνει διαχρονικός.
Υπάρχουν τρεις μεγάλες εποχές. Και είναι τρεις περίοδοι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Αυτό που τις ενώνει είναι ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που τραγουδάει και γράφει τους στίχους και τις μελωδικές γραμμές και όλα αυτά μαζί κάνουν αυτό που είναι ο Dio. Οι Rainbow είχαν περισσότερο λυρισμό και μελωδία, με έντονη την παρουσία των πλήκτρων. Οι Sabbath ήταν πιο heavy. Και νομίζω ότι στην προσωπική του καριέρα πήρε τα καλύτερα στοιχεία και από τις δύο αυτές εποχές και έφτιαξε έναν heavy rock ήχο. Τον ήχο που αποτελεί το trademark του Dio που ξέρουμε όλοι.
Πίστευε ότι η μουσική δεν παράγεται από έναν και πως είναι συλλογική προσπάθεια
Εκτός από αυτήν καθεαυτήν την καριέρα του, ο Dio κέρδισε τον σεβασμό και για τη στάση του, τη συμπεριφορά του και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας…
Γιάννης Παπανικολάου: «Σαν άνθρωπος ο Dio, σε σύγκριση με άλλες προσωπικότητες του χώρου, ήταν μακριά από τα media. Παρότι ζούσε στην Αμερική και δραστηριοποιούταν εκεί, δεν υπήρξε μέρος της celebrity κατάστασης. Ήταν low profile και νομίζω ότι ο κόσμος καταλάβαινε ότι βάζει πρώτα απ’ όλα τη μουσική μετά όλα τα άλλα. Γι’ αυτό και κέρδισε ακόμη μεγαλύτερο σεβασμό. Θα μπορούσε να είχε ακολουθήσει μία πιο εμπορική κατεύθυνση για να βγάλει ακόμη περισσότερα χρήματα ενδεχομένως.
Γνωρίζοντας ανθρώπους που ήταν πολύ κοντά του, στην προσωπική του συνεργασία με τους μουσικούς του, ασχέτως με το ότι αυτός είχε το όνομα, το όραμα και το περισσότερο songwriting ήταν πάνω του, όταν ανέβαιναν οι πέντε στην σκηνή, το μεροκάματο ήταν διά του πέντε. Πάντα. Αυτό ήταν και κάτι που μαθεύτηκε στην μουσική βιομηχανία και υπήρχε μεγάλος σεβασμός από όλους. Πίστευε ότι η μουσική δεν παράγεται από έναν και πως είναι συλλογική προσπάθεια. Φυσικά και τα νούμερα εκείνες τις εποχές δεν έχουν σύγκριση με τα σημερινά, αλλά αυτό δεν αλλάζει την ουσία.
Τυχαία πράγματα δεν υπάρχουν. Νομίζω οι άνθρωποι που τα καταφέρνουν, εκτός από ταλέντο, κάνουν σωστές επιλογές γιατί έχουν και αντίληψη. Η επιτυχία σε αυτά τα πράγματα, είναι να αντιλαμβάνεσαι σωστά την εποχή και να έχεις ένα όραμα σαν μουσικός και δημιουργός. Ο Dio έμεινε πιστός στο όραμά του, το ακολούθησε, αφοσιώθηκε σε αυτό 100% και πιστεύω ότι αυτό στο τέλος του πιστώθηκε».
Πίστευε ότι η μουσική δεν παράγεται από έναν και πως είναι συλλογική προσπάθεια
Δεν θα μπορούσαμε να μην τον ρωτήσουμε και για την δική του προσωπική επαφή με τον Ronnie James Dio. Τι ήταν αυτό που έφτασε στα αυτιά του για πρώτη φορά και πότε;
Γιάννης Παπανικολάου: «Ήμουν αρκετά μικρός. Ήμουν 10-11 χρονών. Θυμάμαι, το πρώτο τραγούδι που άκουσα ήταν το “Temple of the King“. Πρέπει να ήταν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μάλλον στο ραδιόφωνο. Έμαθα ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος και την επόμενη χρονιά βγήκε το Holy Diver, οπότε άρχισα να μπαίνω και στο τι είναι ο Dio μόνος του. Σιγά-σιγά έκανα βουτιά σε όλο το ρεπερτόριό του, όπως και με τους Sabbath. Η αφετηρία όμως ήταν το “Temple of the King” και το “Holy Diver”. Ήταν τα πρώτα που ήρθαν στα αυτιά μου».
Το ελληνικό κοινό είχε πέντε ευκαιρίες να παρακολουθήσει τον Dio live. 1993, 2003 και 2005 με το προσωπικό του σχήμα, 2007 και 2009 με τους Heaven & Hell.
Δεν μπρούσες να πιστέψεις ότι από έναν τόσο μικρό άνθρωπο έβγαινε μία τόσο τεράστια φωνή
Γιάννης Παπανικολάου: «Ήμουν παρών στην πρώτη του συναυλία το ’93 στο Ρόδον και στην τελευταία του με Heaven & Hell στην Μαλακάσα, στο Rockwave το 2009. Δύο πολύ διαφορετικές ηλικίες.
Στην πρώτη μου live επαφή μαζί του ήμουν πιτσιρικάς, 22 χρονών. Τον είχα είδωλο από τα ’80s. Στο Ρόδον ήταν συγκλονιστική εμπειρία. Η δημοτικότητα του κλασικού heavy metal είχε πέσει πολύ τότε βέβαια και δεν είχε πάρα πολύ κόσμο. Ήρθε ο Dio δύο βραδιές στην Ελλάδα, έπαιξε δύο βραδιές σερί και αντί το Ρόδον να έχει 1000 άτομα, είχε 400 περίπου άτομα τη βραδιά. Παρά τη στροφή που είχε κάνει και ο ίδιος στον ήχο του, με πιο industrial στοιχεία, που ξένιζε τότε λίγο αφού τον είχαμε συνηθίσει σε άλλα πράγματα, μόλις ακούσαμε τα κλασικά του τραγούδια, είπαμε “ΟΚ, εδώ είμαστε”. Ήταν πραγματικά συγκλονιστικός.
Επειδή ήμουν πολύ μεγάλος fan του, περίμενα στο τέλος της συναυλίας δύο ώρες έξω από το Ρόδον για να μου υπογράψει το εισιτήριο. Ήμουν με αρκετούς φίλους μαζί και είχαμε μία μικρή συνομιλία. Βγήκε πολύ κεφάτος και ευδιάθετος, αλλά όταν είσαι πιτσιρικάς, χάνεις και τα λόγια σου αν δεις ένα μουσικό σου είδωλο. Δεν ξέρεις τι να πρωτοπείς. Είσαι και λίγο ντροπαλός και όταν ο άλλος έχει τραγουδήσει δύο ώρες, δεν θέλεις να καταχραστείς το χρόνο του. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι ο άνθρωπος ήταν πραγματικά πάρα πολύ κοντός. Δεν το περιμέναμε τότε, να είναι τόσο κοντός. Το είχε πει και ο Iommi κάποτε, “Δεν πίστευες ποτέ ότι από έναν τόσο μικρόσωμο άνθρωπο, θα έβγαινε μία τόσο τεράστια φωνή“.
Το 2009, ήταν ακόμη καλύτερη συναυλία γιατί πλέον ήταν ο μύθος καθολικής αποδοχής, ήταν και οι Black Sabbath μαζί του. Είχαμε πάθει πλάκα. Δεν το πιστεύαμε ότι στην ηλικία του τραγουδούσε έτσι. Μόνο δέος στην Μαλακάσα».
Αν ακούσεις το Holy Diver και δεν ξεκινήσεις να ακούς heavy metal την επόμενη στιγμή, τότε, μάλλον αυτή η μουσική δεν είναι για 'σένα
Ποιό είναι όμως το ιδανικό «μπάσιμο» στη μουσική του Dio, για κάποιον που δε γνωρίζει ποιος είναι; Ποιό είναι το κομμάτι που στέκει ως αντιπροσωπευτικό για το σύνολο της δουλειάς του;
Γιάννης Παπανικολάου: «Χωρίς να αδικώ πολύ καλύτερα κομμάτια που έχει τραγουδήσει ο Dio, βάζοντας σε κάποιον το Holy Diver, θα έχει ένα πολύ αντιπροσωπευτικό δείγμα του τι είναι ο Dio. Έχει την εισαγωγή με τα πλήκτρα, έχει ατμόσφαιρα, είναι σκοτεινό, μυστηριώδες. Με πασίγνωστη μελωδική γραμμή και μελωδία. Με το χαρακτηριστικό αργόσυρτο, επικό ύφος που έφτιαξε ο Dio.
Υπάρχει κόσμος που δεν ασχολείται εις βάθος με το hard rock ή το heavy metal. ‘Aνθρωποι που ακούν τυχαία μουσική στο ραδιόφωνο από μία playlist, τον Dio θα τον ξέρει από το “Temple of the King” και το “Catch the Rainbow”.
Γιατί κανένα άλλο τραγούδι του δεν ήταν ραδιοφωνικό. Πιστεύω όμως για έναν άνθρωπο που έχει τη διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με αυτή τη μουσική, με το Holy Diver θα μπει σε αυτή. Αν δεν μπει με το Holy Diver, μάλλον δεν θα μπει με κανένα!».
Είναι πολύ δύσκολος ο Dio, γιατί ο τρόπος που τραγουδάει δεν σου επιτρέπει να "κλέψεις" με τίποτα
Από το 2011, οι Rock ‘n’ Roll Children, εμφανίζονται στο σανίδι του Κυττάρου, τιμώντας την κληρονομιά που άφησε σε όλους ο Αμερικανός τραγουδιστής. Ο Γιάννης Παπανικολάου, αναλαμβάνει το μερίδιό του, τραγουδώντας μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου του. Όταν τον ρωτήσαμε πόσο δύσκολο είναι να μπαίνεις στα παπούτσια του Ronnie, η απάντηση ήταν σαφέστατη.
Γιάννης Παπανικολάου: «Αρχικά, δεν μπαίνεις στα παπούτσια του Dio! Φοράς τα δικά σου δίπλα από τα δικά του. Δεν μπαίνεις στα παπούτσια του Dio. Με τίποτα! Όταν καλείσαι να αποδώσεις όσο πιο τίμια και με αξιοπρέπεια μπορείς το υλικό του, πρέπει σίγουρα να διαθέτεις ένα κάποιο ταλέντο, φωνητικό.
Είναι πολύ δύσκολος ο Dio, γιατί ο τρόπος που τραγουδάει δεν σου επιτρέπει να “κλέψεις” με τίποτα, δεν μπορείς να “λουφάρεις”. Χρειάζεται μία φωνή με μία ολοκληρωτική τοποθέτηση. Ο ίδιος είχε δύο-τρεις τοποθετήσεις κάθε φορά που τραγουδούσε γι’ αυτό είναι και πολύ δύσκολο. Όταν έχεις μία φωνή μονοδιάστατη, σίγουρα δεν μπορείς να τον προσεγγίσεις.
Οπότε πρέπει να καταβάλλεις πολύ μεγάλο κόπο και σπουδή επάνω σε αυτά που κάνει, για να μπορέσεις να πλησιάσεις. Σε οποιοδήποτε τόνο και να τραγουδήσεις τραγούδι του, είχε πάντα έναν τρόπο, όσο και αν επεκτείνεται η φωνή του, να μη χάνει ούτε τη χροιά του και να μη “λεπταίνει” η φωνή του, να διατηρεί τον όγκο της, τη ζεστασιά της και αυτόν τον τσαμπουκά που είχε πάντα η φωνή του Dio.
Είναι η φωνή του heavy metal, πρώτα ο Dio και μετά όλοι οι υπόλοιποι
Είτε τραγουδούσε χαμηλά, πιο smooth, είτε στα κέντρα της φωνής του, είτε στα ψηλά του, είχε μία φωνή που δεν μπορείς να την προσεγγίσεις απλώς διεκπεραιωτικά. Πρέπει να κουραστείς πάρα πάρα πολύ. Είναι πολύ δύσκολο. Το έλεγε και ο ίδιος σε συνεντεύξεις του, ότι “είναι πολύ δύσκολος ο τρόπος που τραγουδάω και τα κομμάτια μου. Μιάμιση ώρα δικού μου set, είναι σαν να τραγουδάς δυόμιση-τρεις ώρες από άλλη μπάντα με ανάλογο ήχο”.
Είναι κάτι που έχω παρατηρήσει, όχι μόνο από την δυσκολία που παρουσιάστηκε σε εμένα, αλλά και από πάρα πολλούς φίλους που έρχονται, καλλιτέχνες και τραγουδιστές. Είναι πολύ δύσκολο. Ακόμη και ένα τραγούδι να έχεις να καλύψεις του Dio, δεν είναι εύκολο. Πόσο μάλλον να έχεις ένα ολόκληρο set.
Γενικά δεν είναι εύκολος ο Dio. Βέβαια, κάθε φωνή έχει τα δικά της χαρίσματα. Δεν είναι για όλων των τύπων τις φωνές. Αυτό που είναι ο Dio, δυστυχώς ή ευτυχώς είναι αντιπροσωπευτικό αυτής της μουσικής. Είναι η φωνή του heavy metal. Θεωρείται στο χώρο, αλλά και εκτός αυτού, η φωνή του heavy metal. Πρώτα ο Dio και μετά όλοι οι υπόλοιποι.
Τα παπούτσια του Dio δεν είναι εύκολα, χρειάζομαι ειδική προετοιμασία πριν από κάθε live
Είναι δάσκαλος, εκτός από τον τρόπο που τραγουδούσε και στο songwriting και σε όλη τη μαγεία του στίχου. Έχει βάλει ένα στοιχείο πολύ πιο φανταστικό στο στίχο, οπότε έδωσε και αυτή τη διάσταση στο heavy metal. Την πιο φιλοσοφική, την πιο ποιητική, την πιο υπερβατική. Και αυτό είναι ένα pattern που εμφανίζεται σε όλους όσους έγραψαν heavy metal μουσική.
Τα παπούτσια του Dio δεν είναι εύκολα. Χρειάζομαι ειδική προετοιμασία πριν από κάθε live και γενικά πρέπει να βρίσκομαι σε καλή φόρμα. Υπάρχουν φορές που όταν δεν είμαι σε καλή φόρμα και το ξέρω, το live υποφέρει! Όταν κάποιος έρχεται να ακούσει γνωστά και αγαπημένα του τραγούδια, αναγκαστικά θα σε συγκρίνει με το πρωτότυπο. Πρέπει να είσαι όσο πιο κοντά γίνεται τουλάχιστον στο feeling».
Ποιό είναι όμως το κομμάτι, απ’ όλα αυτά που έχει τραγουδήσει μέσα στα χρόνια, που τον έχει δυσκολέψει περισσότερο να φέρει εις πέρας;
Γιάννης Παπανικολάου: «Αν έπρεπε να διαλέξω ένα, το Stargazer. Νομίζω είναι από τα πολύ δύσκολα τραγούδια του. Αυτού του επιπέδου δυσκολίας είναι και το Heaven and Hell. Αυτά τα τραγούδια, μουσικά, είναι συγκλονιστικά. Όμως επειδή οι μελωδικές γραμμές είναι γραμμένες επάνω στη φωνή του, είσαι τόσο εκτεθειμένος, που πρέπει να δώσεις πολύ από τον εαυτό σου και πολύ μεγάλη προσπάθεια. Είναι πάνω στον τραγουδιστή κάποια τραγούδια.
Προφανώς και δεν είναι εύκολα αυτά που παίζονται, αλλά είναι μία πολύ ωραία μουσική επένδυση πάνω σε αυτό που κάνει και αποδίδει ο τραγουδιστής. Όλη η μουσική που αφορά τον Dio, σε όλες τις μπάντες που ενεπλάκη, έχει να κάνει με το να επενδύσει μουσικά, αυτό που εκείνος είχε στο μυαλό του στιχουργικά και αυτό που έκανε φωνητικά. Όλο το πράγμα πλαισιώνει τον τραγουδιστή και αναγκαστικά σε κάποια τραγούδια έχεις ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη να είσαι 100% εκεί».
Εκτελεστικά, μπορείς να γίνεις μηχανή, αλλά το feeling και το συναίσθημα, είναι κάτι που δεν διδάσκεται
Η ανταπόκριση του κόσμου στην ετήσια πρόσκληση των Rock ‘n’ Roll Children, είναι παραπάνω από ζεστή, οδηγώντας ακόμη και σε sold out βραδιές στο ιστορικό club της οδού Ηπείρου. Ο λόγος της επιτυχίας αυτού του event, φαίνεται πως δεν είναι άλλος από την αγάπη με την οποία έχει γίνει η προσέγγιση σε αυτό.
Γιάννης Παπανικολάου: «Έχουμε καταφέρει ο καθένας να βάλει το στίγμα του, να το κάνουμε με τον τρόπο μας. Να μη φαίνεται σαν πιστή διασκευή. Το πήραμε ο καθένας προσωπικά και όπως βγει. Επειδή είμαστε οπαδοί του όλου πράγματος και έχουμε μεγαλώσει με τα τραγούδια του, με έναν τρόπο, όσο και αν δεν έχουμε τις ικανότητες του Dio ή τις ικανότητες των μουσικών που είχε κοντά του πάντοτε, μας βγαίνει ένα οπαδικό συναίσθημα, ερμηνεύοντας ή παίζοντας τα κομμάτια του.
Και αυτό νομίζω ότι είναι ένα συν, που σώνει την κατάσταση. Αυτό είναι νομίζω το κυριότερο. Γιατί εκτελεστικά, μπορείς να γίνεις μηχανή, αλλά το feeling και το συναίσθημα, είναι κάτι που δεν διδάσκεται. Όσο και να δουλέψεις, όσο και να μελετήσεις, το πράγμα δεν ξεπερνιέται. Είναι κάτι που το έχεις ή δεν το έχεις, νομίζω».
Υπάρχει ένα rotation στο set, αναγκαστικό, γιατί και εμείς δεν θέλουμε να βαριόμαστε σαν συγκρότημα
Ένας ακόμη λόγος για να επισκεφθείς το Κύτταρο κάθε χρόνο τον Μάιο, είναι και ότι δεν θα άκουσες ποτέ ακριβώς το ίδιο setlist.
Γιάννης Παπανικολάου: «Λόγω ενασχόλησης με τη μουσική του, μέσω των Rock ‘n’ Roll Children, όσο εντρυφείς και εμβαθύνεις, ανακαλύπτεις συνεχώς πράγματα. Πέρα από τις πληροφορίες για την καριέρα του, για τους δίσκους και διάφορα trivia, εμβαθύνεις περισσότερο στη μουσική του και ανακαλύπτεις πράγματα, που έχει κάνει μουσικά, που με τα χρόνια έχω εκτιμήσει πολύ παραπάνω. Αυτό που αγαπούσα από μικρό παιδί, το εκτίμησα ακόμη περισσότερο γιατί το καλλιτεχνικό εύρος του είναι τεράστιο.
Μιλάμε για 21 albums σε 37 χρόνια. Είναι πολύ μεγάλο το νούμερο! Πάντα ανακαλύπτεις πράγματα. Αλλά και τα ίδια να παίζουμε συνέχεια δεν τα βαριόμαστε, γιατί πάντα έχουν να πουν κάτι. Δεν αισθανόμαστε κορεσμό. Όταν νιώθεις κάτι από τη μουσική του και το μοιράζεσαι και το νιώθει και ο απέναντι με τον ίδιο τρόπο, είναι πολύ ωραίο συναίσθημα.
Υπάρχει ένα rotation στο set. “Αναγκαστικό” κιόλας, γιατί και εμείς δεν θέλουμε να βαριόμαστε σαν συγκρότημα. Προσπαθούμε κάθε φορά να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Όμως το μισό σετ μένει σταθερό, γιατί υπάρχουν κλασικά τραγούδια, που δεν μπορούν να μην παιχτούν. Είτε με Rainbow, είτε με Sabbath είτε από τα προσωπικά του, υπάρχουν τραγούδια που πρέπει να τα παίξεις. Και θα τα παίξεις γιατί αρέσουν και σε εσένα, αλλά και γιατί είναι τραγούδια σημεία αναφοράς για το τι είναι ο Dio.
Τα live μας, εκτός από το επετειακό, φιλανθρωπικού χαρακτήρα που γίνεται στο Κύτταρο κάθε χρόνο, δεν είναι ποτέ κάτω από τρεις ώρες
Τραγούδια που θα θέλαμε να παίξουμε, δεν υπάρχουν. Ακόμα και τα πιο underrated κομμάτια του, επειδή παίζουμε τόσα χρόνια, έχουμε ίσως καλύψει 90-100 τραγούδια του. Πέρα από τα super classics, ακόμα και κομμάτια λιγότερο προβεβλημένα, τα έχουμε κάνει και αυτά. Μπορώ να ότι είμαστε ικανοποιημένοι από ό,τι έχουμε καλύψει. Αν θέλαμε να καλύψουμε περισσότερα, υπάρχει ρεπερτόριο κυρίως από τους τελευταίους προσωπικούς του δίσκους. Επίσης υπάρχουν και ένα-δύο κομμάτια, που ίσως να θέλαμε να κάνουμε από τον τελευταίο δίσκο που έκανε με τους Heaven & Hell.
Γενικά, έχουμε καλύψει ολοκληρωτικά το ρεπερτόριο του Dio. Τα live μας, εκτός από το επετειακό, φιλανθρωπικού χαρακτήρα που γίνεται στο Κύτταρο κάθε χρόνο, δεν είναι ποτέ κάτω από τρεις ώρες. Είναι εξοντωτικό μεν, αλλά είναι τόσο μεγάλη η γκάμα και το εύρος, που μπορείς να παίζεις τρεις ώρες και να είναι τα τραγούδια ένα κι ένα. Και πέντε ώρες να παίξεις, δεν θα βαρεθεί κανένας από κάτω! Είναι όλα γνωστά και αγαπημένα».
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Diviner (OW) | Facebook | Instagram | SoundCloud | Spotify | Twitter | YouTube