Μέχρι το 1996, το νορβηγικό black metal δεν ήταν πλέον ένας ψίθυρος στους παγωμένους ανέμους του Oslo ή του Bergen. Είχε εξελιχθεί σε μια κραυγή που είχε ήδη βάλει φωτιά σε εκκλησίες, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Παρ’ όλα αυτά, το είδος βρισκόταν σε κρίσιμο σημείο καμπής. Μπορούσε, άραγε, ένα μουσικό ρεύμα με τόσο βαθιές ρίζες στο χάος, την lo-fi παραγωγή και την αντιεμπορικότητα να εξελιχθεί χωρίς να χάσει την ψυχή του; Enter “Nemesis Divina”. Το τρίτο άλμπουμ των Satyricon δεν απάντησε απλώς σε αυτό το ερώτημα. Το επαναπροσδιόρισε πλήρως.

Κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1996, το “Nemesis Divina” προσγειώθηκε στο τέλος αυτού που πολλοί αποκαλούν δεύτερο κύμα του black metal. Οι δημιουργοί του, Satyr (Sigurd Wongraven) και Frost (Kjetil-Vidar Haraldstad), δεν ήταν νέα πρόσωπα. Με το “Dark Medieval Times” (1993) και το “The Shadowthrone” (1994), οι Satyricon είχαν ήδη κερδίσει σεβασμό για τις ατμοσφαιρικές τους τάσεις και τις folk επιρροές στις συνθέσεις τους. Ωστόσο, το “Nemesis Divina” ήταν διαφορετικό. Σηματοδοτούσε την τελική έκφραση του παλιού τους ήχου και ταυτόχρονα τη γένεση ενός πιο εκλεπτυσμένου, εξελιγμένου οράματος.

«Σύντομα άρχισε να μας διαφαίνεται ότι αυτό θα ήταν κάτι περισσότερο από το επόμενο άλμπουμ των Satyricon», θυμάται ο Frost. «Ήταν ένα μεγάλο άλμα και όχι απλά ένα βήμα προς τα εμπρός». Το άλμα ήταν αισθητό παντού: στην παραγωγή, το artwork, τη σύνθεση και τελικά, τον αντίκτυπο. Ήταν ο πρώτος black metal δίσκος που όχι μόνο αγκάλιασε την πιστότητα, αλλά τη μετέτρεψε σε όπλο. Επιπλέον, το κατάφερε χωρίς να υποκύψει στη mainstream αισθητική. Ήταν μια επίθεση υψηλής ευκρίνειας. Δεν εξημέρωσε το black metal· το ακόνισε ξανά.

Το “Nemesis Divina” γεννήθηκε σε απομόνωση, αλλά απέκτησε μορφή μέσα από μια άτυπη black metal συμμαχία

Για τον Satyr, η διαδικασία σύνθεσης του “Nemesis Divina” ήταν μια άσκηση εθελοντικής απομόνωσης. Είχε μετακομίσει σε ένα ξύλινο σπίτι, μέσα σε ένα παραδοσιακό νορβηγικό αγρόκτημα· ένα ιδανικό σκηνικό για το εννοιολογικό υπόβαθρο του άλμπουμ. «Όταν είσαι μόνος και ανεπηρέαστος από όσα συμβαίνουν στον έξω κόσμο, είναι ιδανικό για να γράψεις μουσική», δήλωσε.

Η απομόνωση αποδείχθηκε δημιουργική. Το ξύλινο σπίτι έγινε κάτι περισσότερο από καταφύγιο· μετατράπηκε σε «θερμοκοιτίδα». Οι κιθάρες ακουμπούσαν σε παλιά ξύλινα δοκάρια. Μεσαιωνικά όπλα στόλιζαν τους τοίχους. Το black metal δεν χρειαζόταν πια να είναι βαμμένο με corpse paint για να είναι σκοτεινό. Πλέον, σφυρηλατούνταν ιδιωτικά, κάτω από αμυδρό φως και με εστιασμένη επανάληψη.

Satyricon: Nemesis Divina | Mother North, Father Satyr

Παρά την απομονωμένη φάση σύνθεσης, το “Nemesis Divina” δεν αποτέλεσε μοναχική προσπάθεια. Μετετράπη σε ένα στιγμιαίο black metal supergroup, με συνεισφορές που διαμόρφωσαν την ηχητική και συνθετική του ταυτότητα με ξεχωριστούς τρόπους. Ο Nocturno Culto, με το ψευδώνυμο Kveldulv, έπαιξε ρυθμική κιθάρα κατά την ηχογράφηση και την περιοδεία, προσφέροντας ένα μυώδες αλλά συγκρατημένο αντίβαρο στα leads του Satyr. Ο Ihsahn των Emperor, αν και δεν έμεινε για όλο το project, υποστήριξε αρχικά τη μπάντα με ιδέες στα πλήκτρα, οι οποίες επηρέασαν τις πρώτες ενορχηστρώσεις.

Ο Fenriz, γνωστός από τους Darkthrone, έγραψε τους στίχους του “Du som hater Gud”, προσθέτοντας την αινιγματική και συγκρουσιακή του φωνή στον θεματικό πυρήνα του άλμπουμ. Καθένας από αυτούς άφησε διακριτικά αλλά ηχηρά αποτυπώματα, ενισχύοντας το όραμα των Satyricon. «Ακούγεται παράξενο τώρα, αλλά τότε είχε απόλυτο νόημα», σημείωσε ο Frost. «Ζούσαμε σε ένα αρκετά μικρό περιβάλλον. Νιώθαμε όλοι ανταγωνιστές, αλλά και ταυτόχρονα συνάδελφοι και φίλοι».

Το εξώφυλλο και η εναρκτήρια κραυγή του Nemesis Divina συνοψίζουν έναν νέο, τελετουργικό επαναπροσδιορισμό του black metal

Τα black metal άλμπουμ της εποχής προτιμούσαν αυστηρές ασπρόμαυρες εικόνες: ανεστραμμένους σταυρούς, δάση, θολές live λήψεις. Το “Nemesis Divina” ανέτρεψε αυτή την οπτική γραμματική. Το εξώφυλλο των Halvor Bodin και Stein Løken ήταν μια μπαρόκ κόλαση χρωμάτων και συμβολισμών. Ένα αρπακτικό πουλί, ένας ανεστραμμένος σταυρός, λείψανα τυλιγμένα σε χρυσές φλόγες. Το αρπακτικό παραπέμπει σε κυριαρχία και επαγρύπνηση, ευθυγραμμισμένο με τα βασικά θέματα του άλμπουμ: δύναμη και πρόκληση.

Ο ανεστραμμένος σταυρός, αν και κοινός στο black metal, εδώ λειτουργεί ως έμβλημα μιας ευρύτερης απόρριψης των επιβαλλόμενων πνευματικών συστημάτων. Τα γύρω μπιχλιμπίδια –κλειδιά, κόκαλα, καμένο ξύλο– συμβολίζουν πρόσβαση, θνητότητα και τελετουργική μεταμόρφωση. Οι καλλιτέχνες έφτιαξαν ένα κανονικό σκηνικό με πραγματικά αντικείμενα, όπως ένα πουλί, έναν σταυρό, κλειδιά και κόκαλα. Αφού το τοποθέτησαν όπως το ήθελαν, του έβαλαν φωτιά και το φωτογράφισαν την ώρα που καιγόταν. Αυτή η φωτογραφία χρησιμοποιήθηκε ως εξώφυλλο του άλμπουμ. «Ήταν μια εξαιρετική λύση για αυτό το εγχείρημα», αναφέρει ο Frost. «Πραγματικά χάρισε στο άλμπουμ μια ξεχωριστή οπτική ταυτότητα».

Η ταυτότητα αυτή δεν προέκυψε τυχαία. Το εξώφυλλο δεν ήταν απλώς αισθητική επιλογή αλλά μια δήλωση πρόθεσης. Οι Satyricon απομακρύνθηκαν συνειδητά από την «ορθοδοξία» του black metal. Δεν απέρριψαν την αισθητική του είδους, αλλά επιχείρησαν να την επαναπροσδιορίσουν.

Από την εναρκτήρια κραυγή «This is Armageddon!» στο “The Dawn of a New Age“, το άλμπουμ καθορίζει αμέσως την ηχητική του φιλοσοφία και τη θεματική του πορεία. Με μια φράση ο Satyr θέτει τον αποκαλυπτικό τόνο που διαπερνά ολόκληρο το έργο. Εκφράζει την απόρριψη του πνευματικού δόγματος, προβλέπει την κατάρρευση και καλεί σε ανάκτηση της ταυτότητας μέσω του χάους.

Mother North- how can they sleep while their beds are burning? Mother North- your fields are bleeding

Το κομμάτι συνδυάζει βιβλικές εικόνες με παγανιστικές αναφορές, περιγράφοντας έναν κόσμο που δεν τελειώνει με σωτηρία αλλά με εξαγνισμό μέσα από τη φωτιά. Ο ακροατής δεν είναι παθητικός παρατηρητής αλλά μάρτυρας — ή ακόμη και συμμετέχων — στη βίαιη γέννηση μιας νέας τάξης. Θεματολογικά, δεν επικεντρώνεται στην καταστροφή ως αυτοσκοπό αλλά στη διεκδίκηση μιας αρχέγονης και ασυμβίβαστης αυτονομίας. Η ταχύτητα και η βία παραμένουν, αλλά εξισορροπούνται από τη δομή, το groove και την ατμόσφαιρα. Το χαοτικό ξύσιμο των αρχών του ’90 εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά πλέον υπηρετεί τη σύνθεση.

Το drumming του Frost μετατράπηκε σε αφηγηματικό εργαλείο. Στο “Forhekset” ξεχωρίζει η περίπλοκη δουλειά του με τα κύμβαλα και οι ελεγχόμενες εκρήξεις, που εναλλάσσονται με στιγμές αυτοσυγκράτησης. Έτσι, το riff έχει χώρο να αναπνεύσει και να ξεδιπλωθεί χωρίς να κατακλύζεται. Σε αντίθεση με την αδιάκοπη θολούρα των προηγούμενων άλμπουμ, ο Frost χρησιμοποιεί εναλλαγές ρυθμού και παύσεις, για να ενισχύσει την ένταση και να δημιουργήσει δυναμική αντίθεση. Αφηγείται μία ιστορία μέσω του ρυθμού. Στο παρελθόν, η ταχύτητά του ακουγόταν σαν θολούρα. Στο “Nemesis Divina”, γίνεται ύφος. Η παραγωγή δίνει χώρο σε κάθε έκρηξη, κάθε κρότο και κάθε διπέταλο. Το rhythm section έπαψε να είναι φόντο και μετατράπηκε σε σπονδυλική στήλη του ήχου.

Τα πλήκτρα, άλλοτε κυρίαρχα, λειτουργούν πλέον ως ατμοσφαιρικοί υποστηρικτές. Συνοδεύουν τα riff αντί να τα επισκιάζουν. Οι νορβηγικές folk επιρροές παραμένουν παρούσες, ιδίως στις τελευταίες στιγμές του “Du som hater Gud” και στις πολυεπίπεδες εναλλαγές του “Forhekset”. Στη συνέχεια ήρθε το “Mother North”, ένα κομμάτι διάρκειας έξιμισι λεπτών που ξεπέρασε τις προσδοκίες των δημιουργών του. Με το αργό χτίσιμο, τα καθαρά φωνητικά και τη σχεδόν ψαλτική δομή του, καθιερώθηκε ως το κομμάτι-υπογραφή των Satyricon.

Οι Satyricon με το “Nemesis Divina” εγκαινίασαν μια νέα εποχή στο black metal

Ο Satyr έπρεπε να το παλέψει πολύ για τη δομή του κομματιού. Ο Frost, ενθουσιασμένος να το εκτελέσει με πλήρη ταχύτητα, αρχικά το παράπαιξε. Τότε ο Satyr παρενέβη. «Δεν ήξερα τι στο διάολο έκανε», αστειεύτηκε αργότερα. Ο Frost υποχώρησε και αυτή η απόφαση αποδείχθηκε καθοριστική. «Αργότερα, όταν άκουσα το τραγούδι στο στούντιο με όλες τις ενορχηστρώσεις στη θέση τους, συνειδητοποίησα: “Γαμώτο, είχε δίκιο!”». Η επιρροή του κομματιού δεν ήταν μόνο ηχητική. Το βίντεο του έγινε ένα από τα πρώτα black metal clips που απέκτησαν ευρύτερη προβολή. Μέσα από ένα σουρεαλιστικό μπαράζ με δάση, αίμα, φωτιά και τελετουργίες, αποτύπωσε την αισθητική του είδους χωρίς να καταλήγει σε παρωδία.

Αν το “Nemesis Divina” είχε σκοπό να αποτελέσει σημείο στίξης, απέτυχε. Αντίθετα, λειτούργησε ως πιστόλι εκκίνησης. Έδειξε ότι το black metal μπορεί να έχει καθαρή παραγωγή και να παραμένει άγριο. Απέδειξε επίσης πως η μελωδία και η δομή δεν είναι σημάδια αδυναμίας. Και επιβεβαίωσε ότι το νορβηγικό black metal δεν απολιθώνεται, αλλά συνεχίζει να μεταλλάσσεται.

Τα επακόλουθα φάνηκαν άμεσα. Συγκροτήματα σε όλο το φάσμα άρχισαν να επανεξετάζουν την πιστότητα και τη σύνθεση. Κάποιοι μιμήθηκαν. Άλλοι αντέδρασαν. Οι Satyricon, αδιαφορώντας για την επανάληψη, στράφηκαν στο industrial σκοτάδι με το “Rebel Extravaganza” (1999) και αργότερα στο black ‘n’ roll πεδίο με το “Volcano” (2002). Όμως το “Nemesis Divina” δεν έφυγε ποτέ από την τροχιά τους. Το 2016 περιόδευσαν παίζοντας ολόκληρο το άλμπουμ. Νοσταλγία ή όχι, είχε πλέον γίνει αναπόφευκτο. Ο Satyr το περιέγραψε με ακρίβεια: «Το “Nemesis Divina” καθοδηγήθηκε από ένα κατακτητικό πνεύμα».

Το “Nemesis Divina” ήταν η στιγμή που οι Satyricon επανακαλωδίωσαν το black metal με φωτιά, τάξη και όραμα

Αλλά αυτό το άλμπουμ – με τη φιλοδοξία, την πρόκληση και τον σχεδιασμό του – επαναπροσδιόρισε τις παραμέτρους του black metal τόσο μουσικά όσο και θεματικά. Αμφισβήτησε την εξάρτηση του είδους από τη lo-fi αισθητική, αποδεικνύοντας ότι η καθαρή παραγωγή μπορεί να ενισχύσει την ένταση. Εισήγαγε συνθετικό βάθος που δημιούργησε χώρο για mid-tempo ρυθμούς, δυναμικές μεταβάσεις και προσεκτικά δομημένη ατμόσφαιρα, χωρίς να χάνει την επιθετική του αιχμή. Θεματικά, ξεπέρασε τον μηδενισμό και τον σατανισμό, αγγίζοντας την υπαρξιακή πρόκληση, την παγανιστική αναβίωση και την πολιτισμική κριτική. Έτσι, έθεσε νέο σημείο αναφοράς για την πολυπλοκότητα του είδους.

Mother North – united we stand (together we walk)

Phantom North – I’ll be there when you hunt them down

Artist: Sober On Tuxedos

Album: Good Intentions

Label: Heaven Music

Release Date: 11/12/2020

Genre: Nu Metal, Metalcore

Artist: Satyricon

Album: Nemesis Divina

Label: Moonfog Productions

Release Date: 22/04/1996

Genre: Black Metal

1. The Dawn of a New Age

2. Forhekset

3. Mother North

4. Du som hater gud

5. Immortality Passion

6. Nemesis Divina

7. Transcendental Requiem of Slaves

Producer: Satyr

Satyricon: Satyr (Φωνή, κιθάρα, μπάσο), Frost (Τύμπανα), Kveldulv (Κιθάρα)

Share.
Exit mobile version