Emperor: Towards Their Pantheon
Aκολουθώντας την πορεία που διένυσε το sludge/post-metal στο ελληνικό κοινό και αφού οι περισσότεροι βασικοί εκπρόσωποι του ιδιώματος έχουν εμφανιστεί στη χώρα, μια ερώτηση έμενε αναπάντητη: Celeste πότε θα δούμε; Η απάντηση ήρθε να δοθεί νωρίτερα μέσα στη χρονιά και να οριστεί ως 27 Μαΐου του 2023, 16 χρόνια μετά το ξεκίνημά τους στη Lyon της Γαλλίας.
Αν και πολλοί σπεύδουν να τους κατατάξουν στο ιδίωμα του black metal και των πιο «πειραματικών» απολήξεών του, αυτό καταλήγει εν τέλει ως μια απλή υποσημείωση. Ως θιασώτες της «γαλλικής λογικής» του ακραίου ήχου, αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη.
Η δισκογραφία τους, εξάλλου, παραμένει ένα χωνευτήρι των αποπνικτικότερων εκφάνσεων της μουσικής. Και σε μια μπάντα η οποία πρεσβεύει τον αρνητισμό και το ανθρώπινο σκοτάδι, το μήνυμα και όχι το μέσο είναι αυτό που θα ορίσει τη φόρμα.
Οι Celeste ξεκινούν την πορεία τους το 2005 ως κουαρτέτο. Τέσσερα άτομα γνωστά μόνο με τα μικρά τους ονόματα στο ευρύ κοινό (και το ένα με το επίθετό του λόγω συνωνυμίας με ένα από τα υπόλοιπα μέλη). Ο Johan στα φωνητικά, ο Guillaume στις κιθάρες, ο Antoine στο μπάσο και ο Royer στα τύμπανα.
Μετά από δύο χρόνια πειραματισμών στην εύρεση της μουσικής τους φωνής, καταθέτουν ως πρωτόλειο ένα EP που δηλώνει τις προθέσεις τους ήδη από τον τίτλο. Το Pessimiste(s) ωστόσο, τόσο από πλευράς ήχου όσο και παραγωγής απέχει από τα μετέπειτα πονήματά τους. Σαφώς πιο πριμαριστοί (και άρα black metal) καιόχι τόσο βορβορώδεις, δίνουν μια σχεδόν δεκαοκτάλεπτη πρόγευση του τι θα ακολουθήσει στο μέλλον.
Mε τίτλους όπως το De notre aversion à notre perversion, μάλιστα, δηλώνουν πως θέλουν να αποτελέσουν ένα μίασμα στα μούτρα της φιλήσυχης κανονικότητας. Και ένα χρόνο μετά, με το πρώτο τους full length, το Nihiliste(s) θα δώσουν τα οριστικά διαπιστευτήρια πως δεν αστειεύονται. Θέλουν όντως το κακό του ακροατή.
Στο Nihiliste(s) τα πράγματα γίνονται σαφώς πιο ατμοσφαιρικά. Τα πρίμα χαμηλώνουν και δίνουν τη θέση τους σε έναν μουσικό όγκο που αφήνει τις δαιδαλώδεις κιθαριστικές «μελωδίες» (αν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τέτοιες) να προκαλέσουν ψυχικό ίλιγγο.
Στον κόσμο των Celeste, κανένα φως δεν υπάρχει στην άκρη του τούνελ. Μόνο μια αέναη περιπλάνηση σε ένα μουχλιασμένο, δυσώδες σκοτάδι. Και δεν υπάρχει καλύτερος τίτλος (και κομμάτι) για να το περιγράψει αυτό από το Abandonner tout espoir à vingt ans. Από τα 20 τους καμία ελπίδα. Και σε πείθουν.
Αν κάτι δε χαλάσει, δεν το φτιάχνεις. Μπορείς να το στολίσεις, να του αλλάξεις θέση αλλά δεν κάνεις απόπειρα να το φτιάξεις. Και με αυτήν τη λογική, το Misanthrope(s) του 2009 συνεχίζει να πατάει στην ηχητική φόρμουλα του προκατόχου του. Αφήνοντας λίγο περισσότερα doom στοιχεία να μπολιάσουν την post λογική τους, εξακολουθούν να προσφέρουν απλόχερα απαισιοδοξία σε μορφή νοτών.
Ο δε Johan γίνεται ο ντελάλης ενός κυνισμού που περιγράφει σχεδόν με απέχθεια όποια πιθανότητα χαράς στον κόσμο. Και το A défaut de te jeter sur ta progéniture ακούγεται σαν καταγγελία απέναντι στο ανθρώπινο είδος.
Τι μπορεί πραγματικά να σε κάνει δυστυχισμένο; Τι είναι αυτό που θα δεις και θα κατανοήσεις πως δεν υπάρχει καμία αιτία να χαμογελάς; Ο εαυτός σου; Μήπως τελικά η παραδοχή της ήττας είναι το γιατρικό απέναντι στην κοινωνική ασθένεια του σήμερα; Το σαφώς πιο «ξεσπασματικό» Morte(s) Nee(s) του 2010 σε κοιτά στα μάτια ήδη από το εξώφυλλο και σου απευθύνει αυτά τα ερωτήματα.
Το περιεχόμενο κινείται στα αναμενόμενα μονοπάτια του αυτομαστιγώματος και του πόνου αλλά σαν Τρίτη δόση ενός φαρμάκου έρχεται να μονιμοποιήσει τη δράση της αγωγής. Και στο ενδιάμεσο να σου δώσει έναν καθρέφτη για να δεις την κατάστασή σου με το Un miroir pur qui te rend misérable.
Η τριετής αγρανάπαυση των Celeste για άλλους θα ήταν φονική για τη δημιουργία τους. Θα υποδήλωνε την παραδοχή ενός τέλματος και έλλειψης έμπνευσης. Φευ. Για τους Celeste μιλάμε. Η πηγή του αρνητισμού δε στερεύει, αντίθετα θεριεύει. Και το 2013 κυκλοφορούν το διπλό μνημείο Animale(s) το οποίο από την πρώτη του δυσαρμονία δηλώνει πως ο δαίμονας που νομίζαμε ότι είχαμε δαμάσει στο κεφάλι μας απλά περίμενε να αισθανθούμε πιο ασφαλείς για να πονέσουμε περισσότερο στην αιφνίδια επιστροφή του.
Το Bergmanικό εξώφυλλο προϊδεάζει για το περιεχόμενο το οποίο επιτείνει, σχεδόν προτεσταντικά την τιμωρία. Και για την επόμενη μια ώρα, η τιμωρία αυτή θα δράσει σχεδόν σωφρονιστικά. Θα επιστρέψουμε στο κουκούλι αυτής της μιζέριας σαν κρατούμενοι που βγήκαν στην αυλή για λίγο, να πάρουν αέρα και να νομίσουν πως είναι ελεύθεροι. Και να καταλήξουν, όπως δηλώνει ο τίτλος του κομματιού, Cette silhouette paumée et délabrée qui sanglote et meurt. Μια μορφή χαμένη και ρημαγμένη που κλαίει και πεθαίνει.
Ο Antoine αποχωρεί από το συγκρότημα και το μπάσο αναλαμβάνει ο Johan με την προσθήκη του Sebastien στις κιθάρες. Η συγκεκριμένη ανακατάταξη, χωρίς να σημαίνει ότι αλλάζει καθόλου το περιεχόμενο, δείχνει να φέρνει μαζί της και μια ελάχιστη αλλαγή στα του ήχου. Οι Celeste ξεκινούν να φέρνουν περισσότερο στο προσκήνιο τις black metal επιρροές τους, περασμένες πάντα από ένα post-hardcore πρίσμα.
Συγκριτικά μιλώντας, ακούγονται πιο ευθείς, πιο διαυγείς στο πως θέλουν να εξαπολύσουν μίσος και απογοήτευση. Και μαζί με τον τίτλο του δίσκου, Infidele(s), να δηλώσουν πως, εν έτει 2017, δεν πιστεύουν πια σε τίποτα και κανέναν. Μένουν ολικά άπιστοι σε όποιον ευαγγελίζεται μια καλύτερη πορεία της ανθρωπότητας. Σε όποιον έρωτα δήλωσε πως θα απαλύνει τον πόνο αλλά τον επέτεινε. Και τελικά άφησε τον εύπιστο χωρίς καρδιά και χωρίς σώμα. Sans coeur et sans corps.
Απορίας άξιο παραμένει το πώς μια εταιρεία σαν τη Nuclear Blast άκουσε κάτι τέτοιο και είπε πως «ενδιαφερόμαστε». Προφανώς και υπάρχουν και άλλες μπάντες στο δυναμικό της οι οποίες εγείρουν το ίδιο ερώτημα, αλλά στην περίπτωση των Celeste ισχύει κατιτίς παραπάνω.
Αλλά όπως και να ‘χει, η διανομή τους μέσω της Nuclear Blast αποτελεί ένα πάτημα στο οποίο θα βασιστεί η εξάπλωση της νόσου σε ευρύτερο πλήθος. Και ποιος καλύτερος τρόπος να «μολυνθεί» ο πληθυσμός από τον τελευταίο τους δίσκο, Assassine(s).
Ο πιο εμφανώς black metal δίσκος τους που διατηρεί τα όποια dissonant στοιχεία των post ριζών αλλά εξακολουθεί να ακούγεται δηλητηριώδης. Και με το κλείσιμο του Le cœur noir charbon είναι σίγουρο πως θα υπάρξουν άτομα που θα αναζητήσουν το παρελθόν τους. Και θα καταστραφούν δίχως πιθανότητα επανάκαμψης.
Στο συγκεκριμένο αφιέρωμα ηθελημένα δεν έγινε εξονυχιστική αναφορά στη μουσική. Και αυτό επειδή, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το μήνυμα είναι που πρέπει να δοθεί βαρύτητα και όχι η φόρμα. Το live στο Temple μέλλει να σφραγίσει μια και καλή ένα απωθημένο χρόνων. Η στιγμή που τα τέσσερα κόκκινα φώτα θα είναι το μόνο πράγμα που θα φαίνεται στο σκοτάδι θα ορίσει μια και καλή το τι σημαίνει «πνιγηρός» στη μουσική εν έτει 2023. Εδώ θα είμαστε (;) και θα το θυμηθούμε με το πέρας της συναυλίας.