Το 1993, οι Beherit κυκλοφόρησαν το “Drawing Down the Moon”, ένα άλμπουμ που με τα χρόνια έγινε cult σημείο αναφοράς, όχι μόνο για τη φινλανδική black metal σκηνή, αλλά και για ολόκληρο τον underground ήχο. Αν και η νορβηγική black metal σκηνή των αρχών της δεκαετίας του ’90 έχει μελετηθεί και αναλυθεί εκτενώς, η προσέγγιση των Beherit στο “Drawing Down the Moon” είναι τελείως διαφορετική και προσφέρει μια άλλη οπτική, που δεν έχει να κάνει με εντυπωσιασμούς, αλλά με τον καλλιτεχνικό πειραματισμό, την απομόνωση από προσωπική επιλογή και συνέπειες που δύσκολα θα περίμενε κανείς.
H τριάδα πίσω από το άλμπουμ – Marko Laiho (γνωστός και ως Nuclear Holocausto Vengeance), Santtu Siippainen (Black Jesus) και Pekka Virkanen (Necroperversor) – σύμφωνα με τα δικά τους λεγόμενα, δεν είχαν κάποιο μεγάλο σχέδιο για να αλλάξουν το black metal. Η μόνη τους σταθερή ιδέα ήταν να πειραματιστούν χωρίς να ξέρουν ακριβώς ποιο ήταν το “σωστό” και ποιο το “λάθος”. Όπως λέει και ο Laiho, «Δεν ξέραμε καν τα βασικά για το πώς να γράφουμε μουσική, το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να φτιάχνουμε τραγούδια που να ακούγονται βίαια και σατανικά. Έτσι ξεκινήσαμε και νομίζω πως αυτό δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα».
Αυτή η θέση του outsider υπήρχε για τους Beherit από πολύ νωρίς, πολύ πριν το “Drawing Down the Moon”. Εκεί που οι περισσότερες μπάντες τότε έδιναν βάση στην ταχύτητα και την επιθετικότητα, οι Beherit προτιμούσαν να κάνουν πρόβες σε έναν χώρο μαζί με punk συγκροτήματα και να κυνηγούν έναν ήχο όσο πιο ωμό μπορούσαν. Για τον Laiho, το να ξεφύγει από την απλή μίμηση των αγαπημένων του συγκροτημάτων δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά περισσότερο ήρθε εξαιτίας της επαφής του με ακραίες εμπειρίες. Όπως θυμάται ο ίδιος, οι πρώτες του επαφές με το metal είχαν κάτι το μαγικό, θυμάται να ακούει Hanoi Rocks στο σπίτι της γιαγιάς του ή να βλέπει βίντεο των Slayer και να τον εντυπωσιάζει η ένταση: «Αυτό το αίσθημα κινδύνου, αυτό το πήρα από τους Slayer».

Όταν λοιπόν οι Beherit μπήκαν στο στούντιο για να γράψουν το πρώτο τους άλμπουμ, η λογική που επικρατούσε τότε στο black metal είχε αρχίσει να μην τους συναρπάζει και τόσο. Το “Drawing Down the Moon: εμφανίστηκε με μια ατμόσφαιρα τελείως διαφορετική: αργή, βαριά και με πολλές ατέλειες που ήταν συνειδητή επιλογή. Ο ήχος της μπάντας προέκυψε από έναν συνδυασμό ευρηματικότητας και ανάγκης, αλλά και από διάφορα “λάθη” στο στούντιο, τα οποία κράτησαν όπως ήταν, παρόλο που κάποιοι διαφώνησαν. Όπως θυμάται ο Laiho: «Όταν ακούσαμε την πρώτη μίξη, ο μπασίστας και ο ντράμερ σταμάτησαν το αυτοκίνητο και είπαν: “Όχι, Marko, αυτό ακούγεται λάθος.” Κι εγώ σκέφτηκα: “Ακούγεται τέλειο!” Απλώς ακουγόταν διαφορετικό από όλα τα άλλα τότε και αυτή η διαφορά έχει τη σημασία της».
Αν υπήρχε κάποια συνειδητή επιλογή, αυτή ήταν να κρατήσουν αυτές τις ατέλειες. Ενώ στις πιο σύγχρονες παραγωγές του metal και άλλων ειδών μουσικής όλα ακούγονται πολύ επεξεργασμένα, οι Beherit ήταν ευχαριστημένοι με ό,τι οι περισσότεροι θα έλεγαν πως είναι λάθος, τύμπανα που δεν ακούγονται πάντα σωστά, μείξεις που δεν είναι τέλειες και φωνητικά που συχνά θυμίζουν περισσότερο χιόνια τηλεόρασης παρά ανθρώπινη φωνή. Για τον Laiho, αυτό δεν ήταν αποτυχία στην τεχνική, αλλά τρόπος σκέψης: «Πάντα θέλω να προσπαθώ να αποτυπώσω το πνεύμα. Αν κάποια στιγμή κάτι δεν ταιριάζει, μπορώ να το αφήσω απ’ έξω ή να το ξαναηχογραφήσω αργότερα. Νομίζω όμως πως αυτό ήταν πάντα κάτι που χαρακτήριζε τους Beherit, ότι δεν θέλαμε να ακούγονται όλα τέλεια».
Φυσικά, μία τέτοια λογική, έκρυβε και ρίσκο. Εκείνη την περίοδο, η ακραία μουσική σκηνή στη Φινλανδία ήταν ακόμα σχετικά κλειστή και η δισκογραφική εταιρεία των Beherit δεν έδειχνε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στη περίεργη κατεύθυνση που είχαν. Το αποτέλεσμα ήταν ένα άλμπουμ που δεν χωρούσε εύκολα σε υπάρχουσες κατηγορίες. Τα βασικά στοιχεία παρέμεναν γνώριμα, όμως ο τρόπος που δέθηκαν μεταξύ τους και η συνολική παρουσίαση έδιναν μια ατμόσφαιρα που δεν ήταν ούτε έντονα επιθετική, ούτε υπερβολικά μελωδική. Αντί για αυτό, το άλμπουμ βγάζει μια αίσθηση τελετουργικής μελαγχολίας, που τονίζεται από τις ιδιαιτερότητες της ηχογράφησης και τις λεπτομέρειες του συνθεσάιζερ.
Μετά το “Drawing Down the Moon”, η πορεία των Beherit έγινε ακόμα πιο παράξενη. Αντί να εκμεταλλευτεί τη αναγνωρισιμότητα που του προσέφερε το ντεμπούτο, ο Laiho μετακόμισε και άρχισε να δουλεύει σε ένα δισκοπωλείο, απομακρύνοντας τον εαυτό του από τις προσδοκίες που υπάρχουν συνήθως για μια μπάντα. Οι επόμενες κυκλοφορίες κινήθηκαν απότομα προς τον ηλεκτρονικό και σκοτεινό ήχο, κάτι που έγινε τόσο για πρακτικούς λόγους, αφού πλέον ήταν ουσιατικά μόνος του, όσο και επειδή ο Laiho ήθελε να πειραματιστεί με νέους ήχους. Όπως λέει ο ίδιος: «Ήταν τόσο απελευθερωτικό να έχεις το δικό σου sampler keyboard, το δικό σου home studio και να φτιάχνεις ήχους μόνος σου, χωρίς να χρειάζεσαι κανέναν άλλον».
Αν και το “Drawing Down the Moon” έχει πλέον αναγνωριστεί από άπαντες, η δημιουργία και η πορεία του θυμίζουν περισσότερο τον κόσμο της outsider art παρά αυτόν της μουσικής που ακολουθεί αυστηρούς κανόνες. Η μεταγενέστερη ιστορία του άλμπουμ περιλαμβάνει τόσο εκτίμηση όσο και αμηχανία, κάποιοι το θεωρούν επιδραστικό, ενώ άλλοι το βλέπουν ως κάτι αινιγματικό. Για τους ίδιους τους Beherit, όμως, αυτό που μετράει δεν είναι τόσο η αναγνώριση, αλλά το ότι διατήρησαν την ελευθερία να πειραματίζονται. Όπως λέει ο Laiho: «Είμαι χαρούμενος που δεν ήξερα τι είναι σωστό και τι λάθος, γιατί τότε το μόνο που είχαμε ήταν η ελευθερία να φτιάχνουμε μουσική και τέχνη, χωρίς να μας απασχολεί τι σκέφτονται οι άλλοι για αυτό που δημιουργούσαμε».

