Τοποθετημένη κάπου ανάμεσα στη λάμψη του “The Godfather” και τη σκληρότητα του “Casino”,το “Goodfellas” του 1990 δεν είναι απλώς άλλη μία ιστορία μαφίας. Αν σταθούμε σε αυτήν ως ταινία, απογυμνωμένη από την αύρα του cult status και της ποπ κληρονομιάς της, αυτό που προκύπτει είναι ένα έργο που ξαναέγραψε τους κανόνες της αφήγησης, της σκηνοθεσίας και της κινηματογραφικής ροής. Ο Martin Scorsese ήθελε να δείξει από μέσα τον κόσμο της μαφίας, με τρόπο που να αισθάνεται ο θεατής έντονη την συμμετοχή του στα δρώμενα της.
Ο Henry Hill, με τη φωνή του Ray Liotta, μιλά σαν άνθρωπος που θυμάται, που σχολιάζει, που μας βάζει στην άβολη θέση του συνεπιβάτη. Το “Goodfellas” δεν ακολουθεί την τυπική δραματουργική φόρμα. Αντίθετα, μοιάζει με μια σειρά από θραύσματα ζωής, με αναδρομές, με διακοπές, με freeze frames που παγώνουν τον χρόνο για να φωτίσουν στιγμές καθοριστικές. Είναι σαν να ακούμε κάποιον που δεν μπορεί να κρατήσει τη σκέψη του σε ευθεία γραμμή, γιατί η ίδια η ζωή που αφηγείται ήταν χαοτική. Αυτή η επιλογή, που θα μπορούσε να φανεί αδέξια σε άλλο σκηνοθέτη, στον Scorsese γίνεται το κλειδί της αυθεντικότητας.
Ο θεατής δεν παρακολουθεί απλά μια ταινία, αλλά ζει μέσα σε μια αφήγηση που πάλλεται σαν μνήμη. Από εκεί ξεκινά και η σκηνοθετική ματιά. Ο Scorsese χρησιμοποιεί την κάμερα ως προέκταση του βλέμματος του ίδιου του θεατή. Η περίφημη σκηνή του Copacabana, με το τρίλεπτο μονόπλανο που ακολουθεί τον Henry και την Karen μέσα από την πίσω πόρτα του κλαμπ, αποτελεί το απόλυτο παράδειγμα του πώς ο Scorsese μας βάζει μέσα στο γοητευτικό σύμπαν της μαφίας, εκεί όπου οι πόρτες ανοίγουν μαγικά, τα τραπέζια εμφανίζονται από το πουθενά, και η αίσθηση ισχύος αποτυπώνεται σε μια συνεχόμενη κίνηση χωρίς κοψίματα.
Αν όμως υπάρχει κάτι που κάνει το “Goodfellas” να ξεχωρίζει από κάθε άλλο φιλμ του είδους, αυτό είναι ο ρυθμός του. Το μοντάζ της Thelma Schoonmaker, σταθερής συνεργάτιδας του Scorsese, μετατρέπει την αφήγηση σε εμπειρία. Οι σκηνές αλλάζουν με καταιγιστικό ρυθμό, οι μουσικές εισβάλλουν σαν σχόλιο, οι εικόνες πλέκονται σαν κολάζ μιας ζωής που τρέχει πάντα πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούν να αντέξουν οι πρωταγωνιστές της.
Το φιλμ αρχίζει με τη σιγουριά της ανέλιξης, με την αίσθηση ότι όλα είναι υπό έλεγχο, και καταλήγει σε ένα χαοτικό παραλήρημα, όπου η παράνοια και η βιασύνη κυριαρχούν. Στην τελευταία πράξη, η αίσθηση της επιτάχυνσης είναι σχεδόν σωματική. Ο θεατής νιώθει την καρδιά του Henry να χτυπάει γρήγορα, καθώς το βλέμμα του πηδάει από το ελικόπτερο στον ουρανό μέχρι την κατσαρόλα με τα μακαρόνια. Εκεί το σινεμά συναντά την εμπειρία της αδρεναλίνης με τρόπο που σπάνια έχει ξαναγίνει.
Κι όμως, όλα αυτά δεν θα είχαν την ίδια βαρύτητα αν δεν υπήρχαν οι ερμηνείες. Ο Ray Liotta είναι η ψυχή ενός χαρακτήρα που ισορροπεί ανάμεσα στη γοητεία και την απελπισία. Ο Robert De Niro, με τη γνωστή του ένταση, δίνει στο πρόσωπο του Jimmy Conway μια μόνιμη αίσθηση ελέγχου που κρύβει τη βία κάτω από το χαμόγελο. Ο Joe Pesci, στον ρόλο που του χάρισε το Όσκαρ, απογειώνει την ταινία με το απρόβλεπτο, εκρηκτικό του στυλ. Η σκηνή του “funny how?” είναι ίσως η πιο εμβληματική στιγμή της καριέρας του και ένα από τα καλύτερα παραδείγματα του πώς ο τρόμος και το χιούμορ μπορούν να συνυπάρχουν στο ίδιο καρέ.
Το “Goodfellas” ως ταινία είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών του. Είναι η σπάνια περίπτωση όπου αφήγηση, σκηνοθεσία, μοντάζ και ερμηνείες συντονίζονται με τέτοιον τρόπο που το αποτέλεσμα μοιάζει αυτονόητο, σαν να μην θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Κι όμως, η δύναμη του φιλμ έγκειται ακριβώς στο ότι δεν ήταν αυτονόητο: ήταν μια σειρά από τολμηρές επιλογές, που σε λάθος χέρια θα μπορούσαν να έχουν αποτύχει. Ο Scorsese δεν έκανε μια ταινία-ύμνο στη μαφία· έκανε μια ταινία-καθρέφτη, που δείχνει την έλξη και τον τρόμο, το μεγαλείο και την κατάρρευση, το χάος και την ηδονή.
Κοιτάζοντας το σήμερα, παραμένει φρέσκο όχι επειδή έγινε σημείο αναφοράς, αλλά επειδή λειτουργεί ακόμα ως εμπειρία. Κάθε φορά που το βλέπει κανείς, ο ρυθμός του παρασύρει, οι εικόνες του αιχμαλωτίζουν και οι χαρακτήρες του ζουν ξανά μπροστά μας. Αν η κινηματογραφική τέχνη είναι η ικανότητα να μετατρέπεις μια ιστορία σε αίσθηση, τότε εδώ έχουμε μια από τις πιο καθαρές εκφράσεις της. Το “Goodfellas” είναι ταινία που βλέπεται, αλλά κυρίως βιώνεται. Και αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη κινηματογραφική του νίκη.