Όταν το “Wall Street” κυκλοφόρησε το 1987, κανείς δεν φανταζόταν το ότι θα άφηνε εποχή. Και αυτό γιατί στην ταινία ο Michael Douglas ξέφυγε από την νόρμα του “κακού” και ενσάρκωσε τον Gordon Gekko. Ο Gekko αποτελεί για πολλούς την προσωποποίηση ενός συστήματος που είχε ήδη ξεπεράσει κάθε ηθικό φραγμό. Το σλόγκαν του, «Greed is good», έμεινε στην ιστορία όχι επειδή ήταν έξυπνο, αλλά επειδή συμπύκνωσε το πνεύμα μιας δεκαετίας. Μιας δεκαετίας, τις οποίας οι συνέπειες και οι ιδέες, φαίνονται ακόμη και σήμερα.
Η παρουσία του Gekko στην ταινία αποτελεί τον καταλύτη μέσα από τον οποίο ο νεαρός Bud Fox (Charlie Sheen) μπαίνει σε έναν κόσμο γεμάτο πειρασμούς. Ο CHARLIE SHEEN of all people, έτσι; Η σχέση τους δείχνει πώς η φιλοδοξία μπορεί να μετατραπεί σε εξάρτηση και πώς η γοητεία της εξουσίας οδηγεί σε επιλογές με καταστροφικές συνέπειες. Ο Oliver Stone παρουσιάζει έναν Gekko που είναι επικίνδυνα αδίστακτος και ταυτόχρονα γοητευτικός. Θέλεις να γίνεις εκείνος, ενώ παράλληλα σε τρομάζει. Αυτός ο διπλός χαρακτήρας είναι που καθιστά την ερμηνεία του Douglas τόσο διαχρονική.
Η δεκαετία του ’80 χαρακτηρίστηκε από οικονομική έκρηξη, απορρύθμιση και την άνθηση των μεγάλων επιχειρήσεων. Ο Gekko λειτουργεί ως αντανάκλαση αυτής της συνθήκης. Το βλέμμα του δεν σταματά σε ανθρώπους ή κοινωνικές συνέπειες. Βλέπει μόνο αριθμούς, κέρδη και συμφωνίες. Το πώς θα φτάσει σε αυτά, δεν έχει σημασία. Η απληστία μετατρέπεται σε κανονικότητα, και ο ίδιος παρουσιάζεται ως κήρυκας αυτού του νέου δόγματος.
Η σκηνή με την περίφημη ομιλία του στο συνέδριο των μετόχων παραμένει εμβληματική. Ο λόγος του δεν εκφέρεται ως πρόκληση, αλλά ως πεποίθηση. Μιλάει σαν κάποιος που πιστεύει ότι εκφράζει μια παγκόσμια αλήθεια. Εκεί έγκειται και η ιδιοφυία της ερμηνείας του Douglas. Καταφέρνει να πείσει τον θεατή πως ακόμη κι αν διαφωνεί, δεν μπορεί να αγνοήσει τη λογική πίσω από τα λεγόμενα του. “Greed is Good”. Τρεις φαινομενικά απλές λέξεις που για όσους έχουν δει την ταινία, τους προσφέρει ακόμα ανατριχίλα.
Η ερμηνεία του Douglas τιμήθηκε με Όσκαρ, και δικαίως. Ο Gekko κατέστησε την απληστία ανθρώπινη, με σάρκα και οστά. Είναι ένας άνδρας με ύφος, αυτοπεποίθηση και στρατηγική σκέψη. Αυτή η πολυπλοκότητα τον κατέστησε διαχρονικό. Πολλοί νεαροί φοιτητές οικονομικών, τον αντιμετώπισαν σαν πρότυπο. Το γεγονός αυτό φανερώνει πόσο γοητευτική μπορεί να είναι η εικόνα του ισχυρού που δεν λογοδοτεί σε κανέναν. Το Wall Street λειτούργησε ταυτόχρονα ως κριτική και ως έμπνευση. Η αμφισημία αυτή εξηγεί γιατί η ταινία έχει παραμείνει τόσο ζωντανή στο δημόσιο διάλογο.
Η πολιτισμική απήχηση του Gekko δεν σταμάτησε στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Κάθε φορά που ξέσπαγε ένα οικονομικό σκάνδαλο, το όνομά του επανερχόταν. Από την κρίση των dot-com μέχρι την κατάρρευση του 2008, ο Gekko συμβόλιζε το αχόρταγο σύστημα που καταπίνει τα πάντα. Αυτό τον καθιστά όχι απλώς έναν χαρακτήρα ταινίας, αλλά έναν διαχρονικό καθρέφτη της αγοράς. Μιας αγοράς, τις οποίας τα πλούτη πολλές φορές βασίζονται στις βασικές αρχές που πρεσβύει και ο χαρακτήρας του στο “Wall Street”.
Ο Oliver Stone χρησιμοποίησε τον Gekko για να δείξει τις αντιφάσεις του αμερικανικού ονείρου. Από τη μία, η δυνατότητα να ανέλθει κανείς κοινωνικά μέσω της φιλοδοξίας. Από την άλλη, η διαρκής διαφθορά που παραμονεύει. Ο Bud Fox μαθαίνει με τον σκληρό τρόπο πως τίποτα δεν είναι δωρεάν. Ο Gekko όμως δεν δείχνει να μετανιώνει ποτέ. Για εκείνον, η απληστία είναι αρετή. Και σε αυτό το σημείο βρίσκεται η ουσία της ιστορίας.
To “Wall Street” είναι μια ταινία στην οποία μαθαίνουμε ότι η απληστία δεν είναι μόνο ένα αμάρτημα. Για τον Gordon Gekko είναι δύναμη. Μια δύναμη που γεννά επιχειρήσεις, οι οποίες καθορίζουν την πορεία ολόκληρων κοινωνιών και χωρών μέσα στον χρόνο. Όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές, η φιγούρα του συνεχίζει να λειτουργεί ως προειδοποίηση για τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης επιδίωξης του κέρδους.