Graver Digger: Γερμανικό μέταλλο, Σκοτσέζικη ψυχή

Οι Grave Digger θεωρούνται, σύμφωνα με πολλούς, μέρος του Big 4 της Γερμανίας (μαζί με Helloween, Rage και Running Wild). Είναι μια κουβέντα που πάντα εξαρτάται από τη σκοπιά με την οποία βλέπει κανείς τη συγκεκριμένη σκηνή. Γέννημα-θρέμμα Γερμανοί, αλλά σίγουρα υπάρχει λίγη Σκωτία στην ψυχή τους. Την έχουν τραγουδήσει με τρόπο που ελάχιστοι τόλμησαν.

Πρόκειται για μια μπάντα με ένθερμους υποστηρικτές και εξίσου δυναμικούς επικριτές — όχι από πόλωση, αλλά επειδή η σχέση του καθενός με τους δίσκους τους είναι τελείως διαφορετική. Για κάποιους, η πορεία τους συνοψίζεται σε λίγους επιλεγμένους δίσκους. Για άλλους, πρόκειται για μία από τις πιο πλούσιες και ιστορικά φορτισμένες δισκογραφίες στο ευρωπαϊκό heavy metal. Όπως κι αν το δει κανείς, οι περισσότεροι συμφωνούν πως οι Grave Digger έχουν χτίσει έναν αναγνωρίσιμο και ξεχωριστό ήχο, που παραμένει σταθερός μες στα χρόνια. Φέτος, κλείνουν 45 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας και θα τους υποδεχθούμε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Δύσκολο να μη σκεφτεί κανείς το “The Clans Are Marching“, το “Excalibur” και άλλα κομμάτια όταν μιλά για τους Grave Digger — κομμάτια που έχουν αφήσει γερό αποτύπωμα στη συλλογική μνήμη. Με τόσους δίσκους πίσω τους, το ερώτημα παραμένει: ποια τραγούδια θα επιστρέψουν στη σκηνή από το παρελθόν και πόσα από τον καινούργιο θα βρουν θέση στο setlist; Η σκέψη αυτή οδηγεί μοιραία σε μια συνολική αποτίμηση. Όταν μια μπάντα συμπληρώνει 45 χρόνια παρουσίας, η αναδρομή δεν είναι απλώς αναπόφευκτη· είναι και αναγκαία. Το αφιέρωμα αυτό αξίζει να είναι διθυραμβικό — αρκεί να μένει ειλικρινές ως προς τις προθέσεις του.

Μια μπάντα, μια φωνή, μια πορεία

Οι Grave Digger μετρούν 45 χρόνια ζωής, πολλές αλλαγές και 22 άλμπουμ, με αρκετά κομμάτια σε κάθε δίσκο. Από το αρχικό σχήμα, μόνο ένα μέλος παραμένει μέχρι σήμερα — με ό,τι αυτό σημαίνει για τη συνοχή και την πορεία του πρότζεκτ. Πρόκειται, φυσικά, για το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της μπάντας: τη φωνή του Chris Boltendahl. Είναι ταυτόχρονα ευλογία και βάρος. Χάρη σε εκείνον η μπάντα παραμένει ενεργή, όμως ο τρόπος που γράφει έχει σταθεροποιηθεί σε συγκεκριμένη φόρμα. Κι αυτό δεν είναι αμελητέο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς τη σχετική επανάληψη στο ύφος των δίσκων.

Η πρώτη περίοδος: Heavy Metal σε καιρούς δύσκολους

H πορεία των Grave Digger χωρίζεται άτυπα σε τρεις περιόδους. Η πρώτη ξεκινά με το “Heavy Metal Breakdown” του 1980· έναν παραδοσιακό heavy metal δίσκο, τίμιο και εμβληματικό ως πρώτη επαφή με τη μπάντα. Αυτή η φάση, με μικρές εξαιρέσεις, εκτείνεται μέχρι το 1996 και το “Tunes of War”. Μέσα σε μια εποχή όπου η σκηνή καταλαμβανόταν από grunge, stoner και alternative ονόματα, λίγες μπάντες κράτησαν τον heavy ήχο ζωντανό. Η σωτηρία, τότε, φαινόταν να έρχεται από το heavy, το επικό, το power και το underground υλικό, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Σε αυτό το τοπίο, οι Grave Digger μπορεί να μην ήταν ποτέ “underground” με τη στενή έννοια, αλλά η θέση τους έμοιαζε να ακουμπά σε κάτι τέτοιο — από επιλογή, συνέπεια και χαρακτήρα.

Η δεύτερη περίοδος: Η εποχή της τριλογίας

Το 1996 είναι χρονιά-ορόσημο. Μέσα σε έξι χρόνια, η γερμανική σκηνή έχει δώσει δίσκους-σταθμούς — από τους Helloween μέχρι τους Blind Guardian. Παράλληλα, το ευρωπαϊκό κοινό δείχνει σαφές ενδιαφέρον για θεματικές όπως η “Ελεύθερη Σκωτία”, που συνδυάζουν ιστορία και επικότητα με δυναμική μουσική αφήγηση. Παράλληλα, οι Grave Digger στρέφονται συνειδητά σε έναν ήχο που τους απομακρύνει από το παραδοσιακό heavy metal, το οποίο εκείνη την περίοδο περνά κρίση.

Graver Digger: Γερμανικό μέταλλο, Σκοτσέζικη ψυχή

Το “Tunes of War” τους απογειώνει. Το “Rebellion” τραγουδιέται σε κλίμα σχεδόν παραληρηματικό και σηματοδοτεί την αρχή μιας τριλογίας-φωτιά, μαζί με τα “Knights of the Cross” (1998) και “Excalibur” (1999). Αυτά τα τρία άλμπουμ στέκουν πλάι πλάι, χωρίς να επισκιάζει το ένα το άλλο. Εδραιώνουν τη μπάντα στα μεγάλα φεστιβάλ, μέσα από έναν πιο μοντέρνο heavy/power ήχο, με προσωπικό στίγμα και ξεχωριστή δυναμική.

Μετρώντας ήδη εννέα δίσκους σε δεκαπέντε χρόνια, οι Grave Digger έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν κότσια, επιμονή και διάρκεια. Σε αντίξοες συνθήκες και με αντίθετο ρεύμα, δεν έμειναν ποτέ στάσιμοι. Κάπου εδώ, όμως, ολοκληρώνεται η δεύτερη και —κατά πολλούς— σημαντικότερη περίοδος της πορείας τους. Το κεφάλαιο αυτό δεν πρόκειται να επανέλθει, παρά μόνο με μεμονωμένες εκλάμψεις, όπως το “Rheingold” του 2003.

Η τρίτη περίοδος: Ποσότητα, συνέπεια και κόπωση

Από εκεί και πέρα, αρχίζει μια νέα φάση: συνεχής παραγωγή, με το nu metal και τους ακραίους ήχους να κυριαρχούν. Η συνύπαρξη ποιότητας και ποσότητας γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Η ποσότητα τους κρατά ενεργούς συνθετικά, αλλά με μέτριο αποτέλεσμα και μια μανιέρα που δεν αλλάζει από δίσκο σε δίσκο. Έτσι φτάνουμε στους δώδεκα δίσκους σε 25 χρόνια· εντυπωσιακό επίτευγμα, έστω κι αν ο ήχος, πλέον, —ας μου επιτραπεί— χαρακτηρίζεται κοινός. Η μπάντα δείχνει να έχει αγγίξει ένα ταβάνι.

Το ερώτημα της κρίσης και της μνήμης

Οι φράσεις «ποιοι είμαστε εμείς για να κρίνουμε» ή «αν θα κάναμε τα ίδια» ηχούν εύλογες, αλλά συχνά λειτουργούν ως εύκολα ψευδοδιλήμματα. Δεν ακυρώνουν την ανάγκη να εξετάσουμε τι αφήνουν πίσω τους οι επιλογές μιας μπάντας. Το παράδειγμα της Nuclear Blast είναι χαρακτηριστικό: ένα μοντέλο παραγωγής που βασίζεται στη συνεχή ροή δίσκων και στη λογική της ποσότητας. Αυτό επηρεάζει άμεσα και έμμεσα τη φυσιογνωμία πολλών συγκροτημάτων.

Υπάρχουν, βέβαια, και μπάντες που επιλέγουν διαφορετικό δρόμο, με λιγότερες κυκλοφορίες και πιο συμπυκνωμένο αντίκτυπο. Εκεί είναι που η σύγκριση γίνεται αναπόφευκτη — ειδικά όταν μιλάμε για τους Grave Digger. Η γεύση, λοιπόν, παραμένει γλυκόπικρη. Γιατί μιλάμε για μια μπάντα που έχει δώσει δείγματα γραφής ικανά να γεννήσουν πραγματικές προσδοκίες. Και αυτές οι προσδοκίες έχουν μνήμη.

Το ραντεβού στο Κύτταρο πλησιάζει, και μαζί του η ευκαιρία να δούμε τους Grave Digger εκεί που ανήκουν: στη σκηνή. Ο Chris Boltendahl και οι συνοδοιπόροι του έρχονται με τις γκάιντες, τα λάβαρα και τις ιστορίες τους — έτοιμοι να μας σύρουν ξανά στα πεδία της φαντασίας και της μνήμης. Σκηνές που δεν ανήκουν πια στο παρελθόν, αλλά ανανεώνονται ζωντανά, κάθε φορά που ανεβαίνουν στο σανίδι. Σε δύο βραδιές που υπόσχονται ένταση, φλόγα και εκείνη την παράξενη δύναμη που μας ενώνει γύρω από riffs, θρύλους και ματωμένες μελωδίες. Αν ο χρόνος είναι αντίπαλος, αυτοί παίζουν με όρους αιωνιότητας.

Artist: Sober On Tuxedos

Album: Good Intentions

Label: Heaven Music

Release Date: 11/12/2020

Genre: Nu Metal, Metalcore

Share.
Exit mobile version