Το grindhouse δεν ήταν ποτέ ακριβώς «είδος». Ήταν μια μυρωδιά. Ένας ήχος. Μια εμπειρία που μοιραζόταν πιο πολύ με καπνό και ιδρώτα παρά με σενάριο και δομή. Ήταν οι μεταμεσονύκτιες προβολές στα χειρότερα σινεμά των πόλεων· οι διπλές αφίσες με παραπλανητικούς τίτλους· οι ταινίες που διαρκούσαν 74 λεπτά και οι ήρωές τους πεθαίνανε στα 12 πρώτα. Ήταν όλα όσα έβγαζε έξω από την πόρτα το επίσημο Χόλιγουντ — και για αυτό ακριβώς το λόγο, κάποτε, έγινε το πιο αυθεντικό κομμάτι του.

Οι ταινίες ήταν φτηνές, αλλά έβραζαν από δημιουργικότητα.

Ο όρος “grindhouse” χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για να περιγράψει αίθουσες προβολής που έπαιζαν ταινίες σχεδόν ασταμάτητα, «τρίβοντας» (grinding) τις μπομπίνες μέχρι να λιώσουν. Στα ’60s και ’70s, αυτές οι αίθουσες φιλοξενούσαν το πιο απροσδόκητο σινεμά: sexploitation, splatter, martial arts, revenge flicks, ταινίες για συμμορίες, φορτηγατζήδες, καουμπόισσες, βρικόλακες, εξωγήινους, κανίβαλους. Ό,τι μπορούσε να σοκάρει, να εξιτάρει, να προκαλέσει.

Οι ταινίες ήταν φτηνές, αλλά έβραζαν από δημιουργικότητα. Τα εφέ γελοία, αλλά λειτουργικά. Τα σενάρια γραμμένα στο χέρι πίσω από τσίχλες. Και όμως, κάτω από το αίμα και τη σάρκα, κρυβόταν μια κοινωνική ένταση. Μιλούσε για τη βία, τη φυλή, την εξουσία, την καταπίεση, με τρόπο που τα μεγάλα στούντιο δεν τολμούσαν ούτε να σκεφτούν. Ήταν αντικουλτούρα σε μορφή φιλμ.

Το grindhouse έδωσε χώρο στους μη προνομιούχους πολύ πριν το κάνει το mainstream. Η Pam Grier, η βασίλισσα του blaxploitation, δεν ζητούσε σεβασμό — τον διεκδικούσε με το όπλο στο χέρι. Οι γυναίκες στα grindhouse φιλμ δεν ήταν θύματα· ήταν θύτες με λόγο. Στο Ms. 45, στο Foxy Brown, στο Thriller: A Cruel Picture, η εκδίκηση δεν ήταν στοιχείο πλοκής. Ήταν κάθαρση. Όχι για το κοινό — για την ίδια την ηρωίδα.

Grindhouse

Οι πρωταγωνιστές ήταν συχνά φτωχοδιάβολοι, σπασμένοι άνδρες, μικροαπατεώνες, μαύροι επαναστάτες, εκδικητές χωρίς δικαστήριο. Και αυτό έκανε τις ταινίες πιο επικίνδυνες. Γιατί δεν αναπαριστούσαν το “κανονικό” — το υπονόμευαν. Αν κοιτάξεις στο σήμερα, θα δεις το grindhouse να κρυφογελά. Το βλέπεις στα slow motion πλάνα βίας που μιμούνται τις splatter αισθητικές. Στα ασυνήθιστα καστ. Στο σινεμά τρόμου που ξέρει πως πρέπει πρώτα να σοκάρει και μετά να εξηγηθεί. 

Στο grindhouse δεν υπάρχει έλεγχος. Ο σκηνοθέτης κάνει ό,τι θέλει. Δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν.

Oι κόκκινες γραμματοσειρές, τα αναλογικά φίλτρα, τα εκρηκτικά ηχητικά εφέ, έγιναν πρότυπα για το στυλ εκατοντάδων indie σκηνοθετών. Το grindhouse κατάφερε να δημιουργήσει ένα meta-λεξιλόγιο, χωρίς να το θέλει. Οι υπερσεξουαλικοί χαρακτήρες, οι σκηνές εκδίκησης, τα αυτοκίνητα, το low budget gore — όλα αυτά δεν ήταν στυλ, ήταν ανάγκη. Και το γεγονός ότι σήμερα αντιμετωπίζονται σαν «φόρμες» και όχι σαν απόπειρες επιβίωσης, δείχνει πόσο αλλοιώθηκε η ουσία τους.

Ο Tarantino και ο Rodriguez το αγάπησαν. Ο Refn το θαυμάζει. Ο Edgar Wright παίζει μαζί του. Γιατί; Επειδή στο grindhouse δεν υπάρχει έλεγχος. Ο σκηνοθέτης κάνει ό,τι θέλει. Δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Και για όσους μεγάλωσαν βλέποντας μόνο σινεμά, αυτό είναι ελευθερία. Αλλά όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο στείρα γίνεται η μίμηση. Σημερα ζει μεσα απο φίλτρα, εφέ, αισθητικές επιλογές. Όχι από ανάγκη. Και γι’ αυτό το αυθεντικό πράγμα, το αυθόρμητο, ίσως να έχει ήδη πεθάνει

Το grindhouse ήταν η χαμηλότερη μορφή κινηματογράφου — και αυτό το κάνει σπουδαίο.

Δεν ζητά την έγκρισή σου. Δεν είναι για να το αγαπήσεις. Είναι για να το αναγνωρίσεις: σαν κάτι που υπήρξε όταν όλα ήταν σπασμένα, σκιώδη, ιδρωμένα και αληθινά. Το είδος αυτό δεν άντεξε γιατί ήταν καλό· άντεξε επειδή ήταν αδιάφορο για το «καλό».

Μπορεί να μην ήσουν ποτέ εκεί, να μην είδες ποτέ διπλή προβολή με αφίσες που γράφανε “She killed him — then she came back for more!” Αλλά το grindhouse συνεχίζει να ζει. Σε κάθε ταινία που δεν έχει λογική αλλά έχει ορμή. Σε κάθε γυναίκα που σκοτώνει με το βλέμμα. Σε κάθε σκηνοθέτη που δεν χρειάζεται σενάριο, γιατί έχει κάτι να ουρλιάξει.

Το grindhouse ήταν η χαμηλότερη μορφή κινηματογράφου — και αυτό το κάνει σπουδαίο. Γιατί το χαμηλό έχει μεγαλύτερη απόσταση από την κορυφή. Και όταν ανεβαίνει, κανείς δεν ξέρει από πού του ήρθε.

Share.
Exit mobile version