Δεν υπήρξε ποτέ άλλη ταινία που να κατάφερε να ξυπνήσει τόσο πρωτόγονα αντανακλαστικά με τόσο αποφασιστικό τρόπο. Το Jaws δεν είναι απλώς μια ιστορία με έναν καρχαρία που τρομοκρατεί ένα παραθαλάσσιο χωριό· είναι η πρώτη φορά που ο φόβος έγινε μπλοκμπάστερ. Πριν καν αποκτήσει στόμα, το κήτος είχε ήδη καταπιεί το σινεμά.
Ο John Williams δίνει μόνο δύο νότες, μα τις κάνει φάρο τρόμου.
Ο Steven Spielberg ήταν τότε μόλις 27 χρονών. Ήταν πολύ μικρός για να αντέξει το βάρος μιας ταινίας τέτοιας κλίμακας, αλλά και αρκετά άπειρος ώστε να μην καταλάβει ότι αυτό που πάει να κάνει είναι επικίνδυνο. Το μηχανικό τέρας του, ο “Bruce”, χαλούσε συνεχώς, οι ηθοποιοί δυσφορούσαν στα γυρίσματα και το στούντιο απειλούσε να τον απολύσει. Αυτό που προέκυψε από το χάος, ήταν η γέννηση ενός μύθου. Ένα φιλμ που βρήκε την ισορροπία ανάμεσα στο ψυχολογικό τρόμο και την κλασική περιπέτεια. Κι αυτό συνέβη, επειδή δεν έδειξε τον καρχαρία. Ή τουλάχιστον, όχι για μεγάλο μέρος της ταινίας.
Η απουσία έγινε εργαλείο. Η κάμερα αιωρείται στην επιφάνεια, σαν κάτι να μας παρακολουθεί. Το νερό γίνεται το βλέμμα του θηρευτή. Ο θεατής παραλύει πριν καν υπάρξει επίθεση. Ο John Williams δίνει μόνο δύο νότες, μα τις κάνει φάρο τρόμου. Η μουσική του δεν ντύνει τη δράση· την προκαλεί. Η στιγμή που το βιολί μπαίνει σε κύκλο είναι η στιγμή που κάτι έρχεται, και δεν θα σταματήσει. Είναι το ηχητικό ισοδύναμο του πανικού.

Το Jaws ήταν το πρώτο μεγάλο καλοκαιρινό blockbuster movie. Πρώτο σε όλα: πρώτο σε εισπράξεις, πρώτο σε αναμονή, πρώτο σε ανατριχίλα. Εγκαινίασε τον θεσμό του wide release, την έννοια της ουράς στο ταμείο για την πρώτη μέρα, την εποχή που τα blockbusters δεν ήταν για τα Χριστούγεννα, αλλά για τις παραλίες. Η ειρωνεία είναι ότι την ίδια στιγμή κατέστρεψε και την αθωότητα αυτών των παραλιών. Το Jaws έπεισε ανθρώπους ότι είναι επικίνδυνο να κολυμπήσουν. Όχι επειδή έδειξε πολύ αίμα· αλλά επειδή έδειξε πολύ λίγο. Κι αυτό το λίγο, έμεινε για πάντα.
To JAWS είναι λίγο από όλα: περιπέτεια, πολιτικό σχόλιο, survival story και, πάνω απ’ όλα, σινεμά. Καθαρό, αληθινό σινεμά.
Η ταινία είναι γεμάτη αντιθέσεις. Το Amity είναι ένα φαινομενικά ασφαλές μέρος, ένας μικρόκοσμος της αμερικανικής επαρχίας. Όμως ο δήμαρχος ενδιαφέρεται περισσότερο για την τουριστική σεζόν απ’ ό,τι για την ασφάλεια των πολιτών. Ο Brody, ένας outsider, δεν ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά είναι ο μόνος που ακούει τον κίνδυνο. Ο Hooper, ο επιστήμονας, κουβαλά την ψυχρή λογική, ενώ ο Quint είναι ένας άνθρωπος που έχει ήδη δει τον θάνατο και δεν έχει τίποτα άλλο να χάσει. Τρεις αντρικές φιγούρες, τρεις αντιλήψεις του ηρωισμού, που μπλέκονται σε ένα καΐκι καταδικασμένο να γίνει φέρετρο.
Πενήντα χρόνια μετά, η ταινία εξακολουθεί να μιλά. Και όχι μόνο με τρόμο. Το Jaws έγινε εργαλείο κοινωνικής ανάλυσης. Έχει διαβαστεί ως αλληγορία για τον Ψυχρό Πόλεμο, ως παραβολή για τον καπιταλισμό που αρνείται να προστατεύσει τους πολίτες του, ως οικολογική προειδοποίηση για την ανισορροπία του ανθρώπου με τη φύση. Αλλά ίσως αυτό που την κάνει αληθινά διαχρονική είναι ότι δεν επιλέγει ποτέ τι ακριβώς είναι. Είναι λίγο από όλα: περιπέτεια, πολιτικό σχόλιο, survival story και, πάνω απ’ όλα, σινεμά. Καθαρό, αληθινό σινεμά. Αυτό που σε κάνει να ξεχνάς πού είσαι, αλλά να θυμάσαι τι ένιωσες.
Ο Spielberg δεν ακολούθησε ποτέ ξανά την ίδια φόρμα. Ήξερε ότι το είχε πιάσει στην πρώτη προσπάθεια. Το Jaws ήταν ένα θαύμα που δεν μπορεί να επαναληφθεί. Οι συνέχειες που ακολούθησαν δεν κατάφεραν ποτέ να πλησιάσουν την πρώτη σπίθα. Ούτε χρειαζόταν. Ο καρχαρίας είχε ήδη δαγκώσει την κινηματογραφική ιστορία.
Το Jaws δεν είναι απλώς μια ιστορία με έναν καρχαρία. Είναι η πρώτη φορά που ο φόβος έγινε μπλοκμπάστερ.
Φέτος, με την επετειακή επανακυκλοφορία στις αίθουσες, μια νέα γενιά θεατών θα τον δει ξανά να κόβει το νερό στα δύο. Μπορεί να έχουν δει πιο φρικιαστικές ταινίες. Μπορεί να έχουν παίξει πιο τρομακτικά παιχνίδια. Αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με την πρώτη φορά που ακούς το “da-dum… da-dum…” και νιώθεις την καρδιά σου να σφίγγεται. Όχι επειδή βλέπεις κάτι τρομακτικό. Αλλά επειδή ξέρεις ότι έρχεται.