Ενώ αρκετές black metal μπάντες πέφτουν στην παγίδα του ακραίου πειραματισμού ή της υπερβολής, οι Lucifer’s Child αποφεύγουν το παιχνίδι των εντυπώσεων. Στο “The Illuminant”, αντί να προσπαθήσουν να «ανανεώσουν» το είδος, επιλέγουν να εξελίξουν τη δική τους γραμμή. Εφτά χρόνια μετά το “The Order”, εμφανίζονται με μια πιο συμπαγή εκδοχή του εαυτού τους. Το δεν χτίζει κάποιο αφήγημα ηχητικής αναγέννησης, αντίθετα, δείχνει μια πορεία που συνεχίζεται χωρίς παύση—πιο σφιχτή, πιο αποφασιστική και με απόλυτο έλεγχο σε κάθε λεπτομέρεια.
Με την έναρξη, το “The Illuminant” δείχνει ξεκάθαρα τις προθέσεις του. Το “Antichrist” ξεκινά με τόση ένταση που μοιάζει να λέει πως η μπάντα δεν έχει μαλακώσει καθόλου. Αν κάποιος πίστεψε το αντίθετο, έκανε λάθος. Δεν μιλάμε απλώς για επιθετικότητα. Εδώ υπάρχει άμεση πρόσκρουση. Η παραγωγή, δια χειρώς George Emmanuel φυσικά, κάνει αυτή τη μουσική βιαιότητα ακόμη πιο εμφανή. Ο ήχος είναι πυκνός, αλλά όχι μπερδεμένος. Δεν έχουμε το γνωστό lo-fi πέπλο που συχνά θολώνει τις κυκλοφορίες του είδους. Εδώ κάθε στοιχείο έχει τον χώρο του. Οι φωνές, οι κιθάρες και τα τύμπανα ακούγονται καθαρά και ξεχωριστά.
Όταν φτάνει το “As Bestas”, το ύφος του άλμπουμ αλλάζει, χωρίς να χάνει καθόλου την έντασή του. Το κομμάτι κινείται σε πιο black ‘n’ roll ρυθμούς, με mid-tempo βάση και μια σχεδόν υπνωτική αίσθηση. Αυτό που μου μένει προσωπικά είναι ο τρόπος που γίνεται αυτή η μετάβαση. Σε καμία περίπτωση δεν τη νιώθεις ως μια επιτηδευμένη προσπάθεια να σπάσει η «μονοτονία». Αντίθετα, μέσα στο πλαίσιο του “The Illuminant”, μοιάζει απόλυτα φυσική και λειτουργεί ακριβώς όπως πρέπει.
Δεμένοι, ελεγχόμενοι και με ξεκάθαρη ταυτότητα, οι Lucifer’s Child παραδίδουν τον πιο συμπαγή δίσκο της τριλογίας τους
Αυτό που εντυπωσιάζει στο “The Illuminant” είναι το πόσο δεμένοι ακούγονται οι Lucifer’s Child. Φαίνεται καθαρά ότι κάθε τους κίνηση έχει σχεδιαστεί προσεκτικά. Δεν στηρίζονται στον αυθορμητισμό· παίζουν με πειθαρχία και ακρίβεια. Το “The Serpent and the Rod” σε κάποια σημεία «ξύνει» τα όρια του black thrash, αλλά παραμένει σταθερά μέσα στο black metal πλαίσιο της μπάντας. Στο “Ichor”, που είναι από τα πιο δυνατά κομμάτια του δίσκου, ακολουθούν μια πιο θεατρική προσέγγιση. Οι καθαρές φωνές και τα ορχηστρικά περάσματα θυμίζουν λίγο τη μεταγενέστερη φάση των Rotting Christ, χωρίς όμως να μοιάζουν μιμητικά.

Ας το εξηγήσω λίγο αυτό. Σε καμία περίπτωση οι Lucifer’s Child δεν προσπαθούν να αντιγράψουν τους Rotting Christ. Παρ’ όλα αυτά, επιρροές από Rotting Christ βρίσκουμε σε μπάντες από κάθε γωνιά του κόσμου. Δεν θα βρίσκαμε και σε ένα συγκρότημα από την ίδια χώρα; Ή, για να το πω πιο ξεκάθαρα, δεν θα βρίσκαμε επιρροές σε μια μπάντα της οποίας ο κιθαρίστας, παραγωγός και βασικός συνθέτης υπήρξε μέλος των Rotting Christ για σχεδόν μια δεκαετία;
Αξίζει να πούμε ότι το “The Illuminant” λειτουργεί σαν τρίτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας. Όλα ξεκίνησαν με το “The Wiccan” το 2015. Εκείνο ήταν σαν μια πρώτη εξερεύνηση, όπου η μπάντα δοκίμασε διάφορες αισθητικές. Στη συνέχεια ήρθε το “The Order”, πιο συγκεντρωμένο, με πιο ξεκάθαρη μουσική ταυτότητα. Το “The Illuminant” πάει την ιδέα πιο πέρα. Δεν ψάχνει, ούτε προσπαθεί να εντυπωσιάσει με ποικιλία. Αντίθετα, πατά γερά πάνω στη δική του δομή. Είναι πιο βαρύς δίσκος. Πιο «μηχανικός» στον τρόπο που κινείται. Η ατμόσφαιρα δεν έχει χαθεί, αλλά έχει αλλάξει. Δεν είναι αιθέρια όπως πριν. Είναι πιο ασφυκτική και πιεστική. Ο δίσκος σχεδόν ποτέ δεν χαλαρώνει. Και όταν το κάνει, δεν είναι για ξεκούραση. Είναι για να ετοιμάσει το επόμενο χτύπημα.
Χωρίς να κυνηγούν τάσεις, οι Lucifer’s Child μένουν πιστοί στο ύφος τους μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το “Righteous Flama”. Συνήθως, τα μεσαία κομμάτια ενός άλμπουμ χάνονται στη σκιά της αρχής και του τέλους. Εδώ όμως γίνεται το αντίθετο. Το κομμάτι βασίζεται σε ένα βαρύ, σταθερό groove και χτίζει ρυθμό ασταμάτηο, χωρίς να κυνηγά την ταχύτητα. Όταν ακολουθεί το “The Heavens Die”, η ένταση ανεβαίνει ξανά. Είναι μια από τις πιο δυνατές στιγμές του δίσκου. Αντί να πέφτει, λειτουργεί σαν δεύτερη κορύφωση. Κρατά τη δυναμική ζωντανή και δείχνει ξεκάθαρα πως το άλμπουμ δεν ξεμένει από ιδέες. Ούτε στη μέση, ούτε πουθενά αλλού.
Αυτό που κάνει το “The Illuminant” πραγματικά ενδιαφέρον δεν είναι μόνο η μουσική του ποιότητα, αλλά η άρνησή του να κυνηγήσει τάσεις. Τον τελευταίο καιρό, έχουμε συνηθίσει να ακούμε black metal δίσκους γεμάτους κάτι-wave ιντερλούδια και post-black ξεσπάσματα. Οι Lucifer’s Child, όμως, κάνουν το ακριβώς αντίθετο. Δεν προσπαθούν να μπλέξουν είδη για να εντυπωσιάσουν. Στηρίζονται σε όσα ξέρουν να κάνουν καλά. Γράφουν κομμάτια με riff. Κρατάνε σφιχτό ρυθμό και ακολουθούν μια σταθερή, ξεκάθαρη θεματολογία. Το άλμπουμ μένει πιστό στον κόσμο του: βλασφημία, αποκρυφισμός, τελετουργία. Όχι για να προκαλέσει, αλλά γιατί αυτό είναι το στίγμα τους. Διάβολε, Lucifer’s Child τους λένε.
Αυτό δεν σημαίνει πως λείπει η εξέλιξη. Το “And All Is Prelude” κλείνει τον δίσκο με έναν ρυθμό παράξενο και τελετουργικό. Είναι ένα κομμάτι που μοιάζει με ρίσκο, κυρίως λόγω της δομής του. Οι ψαλμωδίες και οι υποτονικές μελωδίες σε τραβούν σε ένα αργό, παρατεταμένο φινάλε. Η ατμόσφαιρα είναι απειλητική αλλά και θεατρική ταυτόχρονα. Δεν αποτελεί το πιο αναμενόμενο τέλος μετά το “Antichrist”, όμως λειτουργεί. Και αφήνει έντονο αποτύπωμα, ειδικά όταν το ακούσεις περισσότερες από μία φορές.
Το “The Illuminant” δεν κοιτάζει πίσω, αλλά μπροστά, με τεχνική ακρίβεια και καθαρή δημιουργική ταυτότητα
Αν υπάρχει κάτι να τους ψέξεις, αυτό έχει να κάνει με την ισορροπία του άλμπουμ. Το πρώτο μισό κυλάει πιο ομαλά, τόσο στη δομή όσο και στον τόνο. Το δεύτερο μισό, παρότι δυνατό, δίνει μερικές φορές την αίσθηση ότι ψάχνει ακόμα τις ιδέες του. Δεν παρουσιάζει πάντα πλήρως ανεπτυγμένα κομμάτια. Όμως ακόμα κι αυτό λειτουργεί θετικά. Δείχνει πως η μπάντα συνεχίζει να δουλεύει και δεν κλείνει τον κύκλο της. Για όσους είχαν εκτιμήσει το “The Order”, η στροφή προς έναν πιο βαρύ και λιγότερο μελωδικό ήχο ίσως χρειαστεί λίγο χρόνο. Όμως όσοι δώσουν προσοχή σε ολόκληρο τον δίσκο, αντί να σταθούν σε μεμονωμένα κομμάτια, θα δουν ξεκάθαρα τη συνοχή και τον σκοπό του.
Από τεχνική άποψη, οι επιλογές στην παραγωγή είναι ξεκάθαρα συνειδητές. Σε αντίθεση με τη συνηθισμένη προτίμηση του είδους είτε στον «βρόμικο» ήχο είτε στο παγωμένο μιξάρισμα, το “The Illuminant” ακούγεται πιο ζεστό. Όχι σε επίπεδο ήχου, αλλά στη συνολική δομή. Κάθε στοιχείο είναι καλά τοποθετημένο και σταθερό. Τα τύμπανα ακούγονται καθαρά, χωρίς να είναι θαμμένα ή υπερβολικά στυλιζαρισμένα. Οι φωνές στέκονται σωστά πάνω από τις κιθάρες. Δεν τις καλύπτουν, αλλά ούτε χάνονται.
Εν κατακλείδι, το “The Illuminant” δεν προσπαθεί να ξεπεράσει το “The Order”. Προσπαθεί να το προσπεράσει. Αυτή η διαφορά είναι μικρή στη διατύπωση, αλλά μεγάλη στην ουσία. Οι Lucifer’s Child ξέρουν πολύ καλά ποια είναι η θέση τους στο ελληνικό black metal. Δεν έχουν ανάγκη από επιβεβαίωση. Ούτε προσπαθούν να αποδείξουν τη σημασία τους. Το άλμπουμ αυτό είναι καρπός τεσσάρων μουσικών που γνωρίζουν ακριβώς τι θέλουν να πουν. Και το λένε με αποφασιστικότητα, έλεγχο και —κυρίως— χωρίς κανέναν συμβιβασμό.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Lucifer’s Child
Album: The Illuminant
Release Date: 28/03/2025
Label: Agonia Records
Genre: Black Metal
1. Antichrist
2. As Bestas
3. The Serpent and the Rod
4. Ichor
5. Righteous Flama
6. Curse
7. The Heavens Die
8. And All Is Prelude
Producer: George Emmanuel
Lucifer’s Child: George Emmanuel (Κιθάρα), Marios Dupont (Φωνή), Nick Vell (Τύμπανα), Kostas Gerochristos (Μπάσο)
Lucifer’s Child: The Illuminant
Το “The Illuminant” δείχνει μια μπάντα που ξέρει ακριβώς πού θέλει να πάει και πώς να φτάσει εκεί. Χωρίς περιττές κινήσεις και χωρίς να ακολουθεί μόδες, οι Lucifer’s Child παραδίδουν έναν δίσκο με ουσία, τεχνική αρτιότητα και ξεκάθαρη δημιουργική πρόθεση.