Το “Shout at the Devil”, το δεύτερο άλμπουμ των Mötley Crüe, αποτυπώνει στο ακέραιο την ωμή ενέργεια που σημάδεψε την πρώιμη καριέρα του συγκροτήματος. Το άλμπουμ που κυκλοφόρησε σε μια εποχή όπου το glam metal βρισκόταν σε άνοδο, όχι μόνο εδραίωσε τους Mötley Crüe, αλλά αποτύπωσε και τη χαοτική γοητεία της μουσικής σκηνής του Λος Άντζελες της δεκαετίας του 1980. Με έναν ήχο που συνδύαζε την glam αισθητική του Sunset Strip με βαριά riffs που θυμίζουν το κλασικό metal, το “Shout at the Devil” εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο επιδραστικά άλμπουμ της εποχής του.
Για να βάλουμε τα πράγματα σε μία χρονολογική σειρά: οι Mötley Crüe ήταν τέσσερις απίθανοι τύποι που, ενώ διέφεραν δραματικά, μοιράζονταν μια κοινή δίψα για ροκσταριλίκι. Τα riffs του Nick Mars, ο σκοτεινός, εννοιολογικός λυρισμός του Nikki Sixx, το drumming του Tommy Lee και τα φωνητικά του Vince Neil, ενωμένα όλα υπό τη σκεπή μίας κοινής επιθυμίας για δόξα, οδήγησαν το συγκρότημα γρήγορα στη διασημότητα με τη μουσική τους αλλά και την εξωφρενική συμπεριφορά τους.
Το “Shout at the Devil” ήταν ένα βήμα προς τα εμπρός σε σχέση με το ντεμπούτο τους, “Too Fast for Love”. Οι Mötley Crüe είχαν εξασφαλίσει συμβόλαιο με την Elektra Records και συνεργάστηκαν με τον παραγωγό Tom Werman, γνωστό για τη δουλειά του με τους Cheap Trick και τον Ted Nugent. Ο ρόλος του Werman δεν ήταν αυτός του αυστηρού «επιτηρητή», αλλά ενός συνεργάτη που βοήθησε το συγκρότημα να διαμορφώσει το όραμά τους σε έναν δίσκο που θα συγκλόνιζε. Η καθοδήγησή του στο στούντιο έδωσε μια επαγγελματική γυαλάδα στον κατά τα άλλα ακατέργαστο ήχο των Mötley Crüe, ενισχύοντας τη μουσικότητά τους χωρίς να αμβλύνει την τραχιά, επιθετική τους ενέργεια.
Το “Shout at the Devil” παγίωσε τη θέση των Mötley Crüe ως τα «κακά παιδιά» του metal
Μουσικά, το “Shout at the Devil” συνδύαζε πιασάρικα hooks με ένα απειλητικό attitude. Κομμάτια όπως το “Looks That Kill” και το ομώνυμο τραγούδι “Shout at the Devil” αποτελούν παράδειγμα της ικανότητας του συγκροτήματος να συνδυάζει ποπ δομές με έναν πιο βαρύ ήχο. Η κιθαριστική δουλειά του Mars έδωσε στο άλμπουμ τον ξεχωριστό του ήχο – βαρύ, ωμό και πρωτόγονο. Σε συνδυασμό με τη σκοτεινή και θεατρική σύνθεση τραγουδιών του Sixx, το δυναμικό drumming του Lee και τα διαπεραστικά φωνητικά του Neil, το άλμπουμ δημιούργησε ένα ηχοτοπίο που ήταν εξίσου glam και metal, sleaze και εκλεπτυσμένο.
Το άλμπουμ ήταν μία δήλωση του ποιοι ήταν οι Mötley Crüe. Από το δυσοίωνο εξώφυλλό του, στολισμένο με μια πεντάλφα, μέχρι τους στίχους του, το «Shout at the Devil» καλλιέργησε την εικόνα της μπάντας. Κομμάτια όπως το “Bastard” προσέθεσαν «μαγκιά» στην αμφιλεγόμενη φήμη του συγκροτήματος. Αυτή τους η εικόνα δεν τράβηξε απλώς την προσοχή- παγίωσε τη θέση των Mötley Crüe ως τα κακά παιδιά του metal, με τους γονείς και το PMRC (Parents Music Resource Center) να στοχοποιούν συχνά τη μουσική τους ως μέσο προώθησης βίας και σατανισμού.
Ωστόσο, κάτω από το σκοτάδι του, το “Shout at the Devil” περιείχε επίσης τα στοιχεία υπερβολής που καθόριζαν το ήθος των Crüe. Ο επιθετικός ήχος του δίσκου μετριάζονταν από μια αίσθηση «σκανταλιάς», εμφανή σε κομμάτια όπως τα “Too Young to Fall in Love” και “Ten Seconds to Love”. Αυτά τα τραγούδια, γεμάτα υπονοούμενα, αποτύπωναν τον ακραίο τρόπο ζωής που ενσάρκωνε το συγκρότημα τόσο εντός όσο και εκτός σκηνής.
Σε αντίθεση με πολλούς δίσκους της εποχής του, στο “Shout at the Devil” κάθε τραγούδι έχει το δικό του βάρος
Η παραγωγή του άλμπουμ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απήχησή του. Η προσέγγιση του Werman τόνισε τα δυνατά σημεία του κάθε μέλους, από τον διπλασιασμό των φωνητικών του Neil για να προσδώσει βάθος και δύναμη, μέχρι την ανάδειξη των τραχιών ήχων της κιθάρας του Mars. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ήχος που ήταν ταυτόχρονα γυαλισμένος και άγριος. Ένας ήχος σχεδιασμένος να παίζεται δυνατά και να αιχμαλωτίζει την προσοχή από την πρώτη νότα.
Κομμάτια όπως το “Knock ‘Em Dead, Kid” και το “Red Hot” ανέδειξαν και το βασικό ζητούμενο. Τη μουσική ικανότητα της μπάντας. Εν αντιθέσει με άλλους glam συναδέλφους τους, οι Mötley Crüe ξεχώριζαν για τα πολύπλοκα riffs και εκρηκτικό τους drumming. Αυτό που κάνει το “Shout at the Devil” ακόμα πιο αξιοσημείωτο είναι η συνεπής ενέργειά του σε όλο το άλμπουμ. Σε αντίθεση με πολλούς δίσκους της εποχής του, δεν υπάρχουν fillers – κάθε τραγούδι έχει το δικό του βάρος.
Το “Shout at the Devil” όχι μόνο εδραίωσε τη θέση των Mötley Crüe στο πάνθεον του ροκ της δεκαετίας του 1980, αλλά έθεσε και τις βάσεις για τη μετέπειτα επιτυχία τους. Ο συνδυασμός επιθετικότητας, attitude και πιασάρικου songwriting, το κατέστησε εμπορική επιτυχία, φτάνοντας στο Νο. 17 του Billboard και πλατινένιο. Η επιτυχία του ήταν μια απόδειξη της ικανότητας του συγκροτήματος να συνδεθεί με ένα κοινό που ανυπομονούσε για κάτι τολμηρό και λίγο επικίνδυνο.
Τα επόμενα άλμπουμ των Mötley Crüe θα τους έφερναν ακόμα μεγαλύτερη φήμη. Κανένα, όμως, δεν θα μπορούσε να συλλάβει την ωμή ενέργεια του “Shout at the Devil”. Παραμένει ένα από τα βασικά άλμπουμ της glam εποχής, ένας δίσκος που, παρά τις αντιπαραθέσεις και τις υπερβολές, εξακολουθεί να αποτελεί καθοριστική στιγμή στην ιστορία της ροκ.
Artist: Sober On Tuxedos
Album: Good Intentions
Label: Heaven Music
Release Date: 11/12/2020
Genre: Nu Metal, Metalcore
Artist: Mötley Crüe