Το ότι ο Peter Tägtgren είναι ένας εργασιομανής ακροβάτης ανάμεσα στην τρέλα και την ιδιοφυία δεν αποτελεί νέο. Από τους Hypocrisy και τις παραγωγές του σε άπειρους δίσκους μέχρι τους βραχύβιους πολεμοχαρείς War και τις αμέτρητες guest συμμετοχές, καταπιάνεται με ο,τι αφορά το metal χώρο. Όταν όμως τον πιάνουν τα συνωμοσιολογικά του και αφήνεται στα σενάρια επιστημονικής φαντασίας έχει ένα άλλο απάγγειο. Και αυτό δεν είναι άλλο από τους Pain και τις industrial metal κορυφώσεις τους.

Ο Peter Tägtgren είναι ο Ozzy του industrial metal

Αρχικά οι Pain θα αποτελούσαν ένα απλό «ξεφούσκωμα» του Tägtgren από τις υπόλοιπες ασχολίες του. Κάτι που θα έκανε για τη διασκέδασή του. Σύντομα όμως το project κατέληξε μια αυτόνομη οντότητα και όχι μια parttime ενασχόληση. Το ομότιτλο ντεμπούτο του σχήματος κυκλοφορεί το 1997 και ακούγεται σα μια φυσική προέκταση των Hypocrisy.

Με την ειδοποιό διαφορά ότι αν οι Hypocrisy είναι το ίδιο το πείραμα του παρανοϊκού εργαστηρίου, οι Pain είναι όλος ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός του. Ο οποίος τυχαίνει να έχει συνείδηση. Μέσα από τα κομμάτια του δίσκου, οι ανησυχίες του δημιουργού γύρω από θέματα όπως η απομόνωση, η απογοήτευση, τα ναρκωτικά και η πρόοδος της τεχνολογίας ξεδιπλώνονται. Οι βιομηχανικοί ρυθμοί θυμίζουν έντονα μια μίξη Ministry και Fear Factory και ως πυρήνα έχουν περισσότερο τις κιθάρες παρά τα ηλεκτρονικά στοιχεία. Ενδιάμεσα υπάρχει και ένα Celtic Frostικό ξέσπασμα στο Rope Around My Neck. Και αυτή είναι μόνο η αρχή.

Δύο χρόνια αργότερα ο Tägtgren θα επανέλθει στα υπερσύγχρονα εργαστήριά του για να χαϊδέψει τα μηχανήματα, να βάλει τη ρόμπα και να αφήσει τα μηχανήματα να παίξουν. Επειδή όμως ένιωσε πως τα παραμελλεί την προηγούμενη φορά, αποφασίζει να τα βγάλει λίγο περισσότερο στο προσκήνιο. Μην έρθει η μέρα που θα επαναστατήσουν οι μηχανές και θα έχουν παράπονα, να έχει τα νώτα του καλυμμένα. Και με αυτήν τη σκέψη, το Rebirth βασίζεται περισσότερο σε ηλεκτρονικούς ήχους. Από τις metal συναυλίες στη χαλυβουργική πλέον πάμε στα γκοθόκλαμπα. Αντί για κάρβουνο και ιδρώτας κυριαρχούν τα black lights και τα dreadlocks-καλώδια. Ταυτόχρονα ο κυνισμός του πρώτου δίσκου εμποτίζεται με άπλετη ειρωνεία. Σπάει περισσότερη πλάκα με τις σκέψεις του. Και ένα καλό δείγμα αυτής της λογικής είναι το Suicide Machine.

Με την ειδοποιό διαφορά ότι αν οι Hypocrisy είναι το ίδιο το πείραμα του παρανοϊκού εργαστηρίου, οι Pain είναι όλος ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός του

Το Rebirth ξεκαθάρισε στο μυαλό του δημιουργού του πως θέλει να ακούγεται αυτή η καλλιτεχνική του ενσάρκωση. Με περισσότερη σιγουριά πλέον και έχοντας μια σχετική διαύγεια στο πως θέλει να κινηθεί, τελειοποιεί τη φόρμουλά του στο νέο του ανδροειδές. Και το όνομα αυτού, Nothing Remains The Same. Από το εναρκτήριο Its Only Them μέχρι το αριστούργημα του Fade Away, o Tägtgren μετατρέπεται στον Ozzy του industrial metal. Ενδιάμεσα σκάει και το αιώνιο χιτ του Shut Your Mouth ενώ «βλασφημεί» στη διασκεύη του Eleanor Rigby των Beatles. Αν χρειάζεται να ακούσετε ΕΝΑ δίσκο των Pain, μην κοιτάξετε παραπέρα. Εδώ θα βρείτε όλη την ουσία τους.

Aνάλογα με το ποιους θα ρωτήσεις, είναι πιθανό να σου πουν πως το Psalms of Extinction είναι το καλύτερο album των Pain.

Αν από την άλλη θέλετε να πάτε παρακάτω ή κάτι σας τσινάει σε αυτόν το δίσκο, μπορείτε πάντα να πάτε στο αμέσως επόμενο δημιούργημα των Pain. Γιατί αν και δε «σκαλίζει» παραπάνω την ανοδική τους πορεία, το Dancing With The Dead του 2005 την κρατάει σε ευθεία γραμμή, χωρίς να τους ρίχνει καθόλου. Κι αυτό γιατί είναι ο πιο πιασαρικός δίσκος τους. Το χοροπηδηχτό oriental του Same Old Song, η μαζεμένη οργή και τα κλωτσομπουνίδια του Bye/Die, ο πανικόβλητος χορός του Not Afraid To Die. Δε χρειάζεται να πούμε πολλά. Μπαίνεις να ακούσεις ένα κομμάτι και καταλήγεις να ακούς όλο το δίσκο. Τρεις φορές. Όχι εγώ, ένας φίλος.

Και από ‘δω και πέρα λογικά θα ξεκίναγε η κατηφόρα και θα άρχιζε η αγρανάπαυση και η μετριότητα. Όχι για τον Captain Peter όμως. Γιατί ανάλογα με ποιούς θα ρωτήσεις, είναι πιθανό να σου πουν πως το Psalms of Extinction είναι το καλύτερο album των Pain. Κι αυτό επειδή μαζί με το πιασάρικο ηλεκτρονικό στοιχείο εντείνει και τον metal όγκο. Πιο «γκαζωμένο», πιο βίαια σωματικό όταν αφοσιώνεται σε αυτήν την πλευρά, πιο «μαύρο» και όχι τόσο γκρίζο.

Το Rebirth ξεκαθάρισε στο μυαλό του δημιουργού του πως θέλει να ακούγεται αυτή η καλλιτεχνική του ενσάρκωση

Φλεγματικό και στυλάτο σαν τη μίξη μαύρου κουστουμιού με κόκκινο πουκάμισο. Όχι ότι του λείπει και η μελωδία, για κάθε Zombie Dance υπάρχει και το ομώνυμο. Μαζί με τη μελαγχολία του ομώνυμου, το σχεδόν Korn μπάσιμο του Walking on Glass και ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχει γράψει ποτέ ο ιθύνων νους, το Does It Really Matter Anyway χτίζεται ένας υπέροχος δίσκος. Και πως να μην είναι τέτοιος όταν έχει τα κότσια να διασκευάσει το Play Dead της Bjork;

Αναμενόμενα όμως το σερί θα έσπαγε και το επόμενο πόνημά του, Cynic Paradise, θα «ξεφούσκωνε» τον ενθουσιασμό. Δεν είναι ότι είναι πραγματικά κακός δίσκος, ίσα ίσα, έχει ένα επίπεδο ποιότητας. Ωστόσο στο τέλος της ημέρας υστερεί από τα προηγούμενα full lengths. Και αυτό κυρίως επειδή δεν έχει αξιομνημόνευτες συνθέσεις. Όσο το ακούς σου έρχεται η επιθυμία να ακούσεις κάτι από τα προηγούμενα και όταν τελειώσει δε σου έχει μείνει κάτι. Και, να ‘μαστε ειλικρινείς, οι Pain εν είναι να ακούγονται για μουσική ανελκυστήρα.

Ωστόσο ο πάτος θα έφτανε με την επόμενη κυκλοφορία. Γιατί το You Only Live Twice ακούγεται τόσο ανέμπνευστο όσο και ο τίτλος του. Σαν έναν χωρατατζή θείο που ακούει τί σημαίνει αυτό το YOLO που μασουλάει η νεολαία το 2011 και αποφασίζει να πει τις αστειάρες του. Τίποτα άξιο λόγου, τίποτα που να αξίζει να γραφτεί παραπάνω, τίποτα που να μου έρχεται κατά νου προσπαθώντας να ανεβάσω τις λέξεις για να φανεί ότι δεν το αδίκησα. Τίποτα να φάμε έχει παρεμπιπτόντως;

Οι Pain του Peter Tägtgren θα δώσουν ένα καταιγιστικό industrial live επί σκηνής.

Από την άλλη το Coming Home του 2016 είναι πιο συγκροτημένο. Όχι το πιο ώριμο album του σχήματος (τι ώριμο ρε; Για τους Pain μιλάμε) αλλά σίγουρα όχι το ναδίρ του προκατόχου του. Μένει κάτι από αυτό; Με μια γρήγορη σκέψη, η Madmaxική αλητεία του αρχικού riff του Absinthe Phoenix Rising και το ανθεμικό ρεφραίν του. Και το αίσθημα ότι ίσως την επόμενη φορά μας τα πουν καλύτερα.

Ακόμα και με αυτά στις αποσκευές τους και το πιο πρόσφατο δείγμα γραφής να αποτελεί το single Revolution, οι Pain έχουν σημειώσει τη δική τους ιστορία. Και ακόμα και αν είναι μπάντα των 3-4 δίσκων, αυτοί είναι αρκετοί για την εγγύηση ενός διασκεδαστικού live. Καθίστε στο διαστημόπλοιο, φορέστε το ζουρλομανδύα ασφαλείας και απολαύστε την πτήση.

Artist: Morrissey

Album: I Am Not a Dog on a Chain

Label: BMG

Release Date: 20/03/2020

Genre: Indie Rock

Artist: My Dying Bride

Album: Turn Loose the Swans

Label: Peaceville Records

Release Date: 11/10/1993

Genre: Death Metal, Doom Metal

Producer: Robert ‘Mags’ Magoolagan, My Dying Bride

My Dying Bride: Aaron Stainthorpe (Φωνή), Andrew Craighan (Κιθάρα), Calvin Robertshaw (Κιθάρα), Adrian Jackson (Μπάσο), Martin Powell (Βιολί, πλήκτρα), Rick Miah (Τύμπανα)

Share.
Exit mobile version