Για τους Planet of Zeus το 2024 ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό. Ένα καλοκαίρι γεμάτο συναυλίες, μια σημαντική επέτειος, και η κυκλοφορία ενός νέου άλμπουμ, του “Afterlife” που ήδη έχει κατακτήσει τις καρδιές του κοινού. Αυτά ήταν μερικά από τα ορόσημα της χρονιάς για τη μπάντα, η οποία συνεχίζει να εξελίσσεται και να διευρύνει τον μουσικό της ορίζοντα. Από τη συμμετοχή σε θρυλικά φεστιβάλ όπως το Hellfest, μέχρι τη σκηνή του Ejekt δίπλα στους Korn, και την αναμονή για την παρουσίαση του νέου τους δίσκου στο Floyd, οι στιγμές αυτές δεν είναι μόνο επιτυχίες, αλλά και σημεία αναστοχασμού και δημιουργικής αναγέννησης.
Πριν περάσω στις ερωτήσεις για τον νέο δίσκο, θέλω να σταθώ στο φοβερό συναυλιακό σας καλοκαίρι. Σχεδόν μια δεκαετία μετά το μεγάλο μπαμ, μετά από αμέτρητα χιλιόμετρα στον δρόμο, μια εντυπωσιακή δισκογραφία, αμέτρητο κόπο, περιοδείες και live, ήσασταν φέτος μέρος του θρυλικού Hellfest.
Ποια ήταν τα συναισθήματά σας; Κάνατε κάτι ιδιαίτερο για να το γιορτάσετε όταν σας ήρθε το μήνυμα ότι θα παίξετε εκεί;
Planet of Zeus: Δε θα πούμε ψέματα, χαρήκαμε πολύ με το email που μας ήρθε για την πρόταση να παίξουμε στο Hellfest, όπως επίσης και για το Wacken. Η αρχική αντίδραση, όμως, δεν κρατά πολύ. Σύντομα, τη θέση της παίρνει η ανάγκη να οργανώσεις όλα όσα βρίσκονται εκτός του μουσικού πυρήνα: από την κράτηση αεροπορικών εισιτηρίων μέχρι τη μεταφορά εξοπλισμού και τη συνεννόηση για βαν που θα διευκολύνει τις μετακινήσεις της μπάντας.
Παρόλα αυτά, αυτή η φαινομενικά κουραστική διαδικασία αξίζει κάθε λεπτό της προσπάθειας. Όταν τελικά ανεβαίνεις στη σκηνή και βλέπεις τον κόσμο από κάτω, η αρχική χαρά επανέρχεται.
Λίγες μέρες αργότερα, μοιραστήκατε τη σκηνή του Ejekt με τους φοβερούς Korn. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτή την εμπειρία.
Μεγάλοι fan των Korn δεν έχουμε υπάρξει, αλλά η συμμετοχή μας σε ένα μεγάλο φεστιβάλ της πόλης μας ήταν μια μοναδική εμπειρία. Παρόλο που οι καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια του σετ μας δεν ήταν ιδανικές, το συναίσθημα του να παίζεις μπροστά στο κοινό της δικής σου πόλης είναι κάτι ανεκτίμητο.
Το να μοιράζεσαι τη σκηνή με μια τόσο σημαντική για τον σκληρό ήχο μπάντα δεν είναι κάτι που συμβαίνει καθημερινά. Είναι μια εμπειρία που παραμένει ξεχωριστή, όχι μόνο για εμάς, αλλά και για κάθε μουσικό που βλέπει το πάθος του να γίνεται μέρος ενός τόσο μεγάλου γεγονότος. Το live των Korn, από την πλευρά τους, ήταν φανταστικό, και αποδείχθηκε γιατί συνεχίζουν να είναι τόσο επιδραστικοί στον χώρο της μουσικής.
Φέτος ο δίσκος σας “Vigilante” γιορτάζει τα δέκατα γενέθλιά του. Πώς σας φάνηκε αυτή η δεκαετία ως μπάντα και ως δημιουργοί;
Οι μπάντες είναι ένας ζωντανός οργανισμός που βιώνει τον χρόνο και τις αλλαγές του σε όλο το φάσμα των διακυμάνσεων. Εξελισσόμαστε, μαθαίνουμε, ακούμε, επηρεαζόμαστε και προσπαθούμε να αποφεύγουμε τις «λακκούβες» της στασιμότητας. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μια κοινή εσωτερική ανάγκη που μας οδηγεί να εμπλουτίζουμε διαρκώς τον ήχο μας.
Αυτός ο εμπλουτισμός έχει τις ρίζες του τόσο στη μουσική του τώρα όσο και στις επιρροές του παρελθόντος. Μεγαλώνοντας, ο τρόπος που ακούς μουσική αλλάζει. Οι επιρροές αποκτούν μεγαλύτερο εύρος, διευρύνοντας τη δημιουργικότητά μας με τρόπους που δεν φανταζόμασταν όταν ήμασταν νεότεροι.
Η διαρκής αυτή εξέλιξη είναι για εμάς ένα ταξίδι με οδηγό την αγάπη μας για τη μουσική, που παραμένει σταθερή, παρά τις αλλαγές και τα νέα μονοπάτια που επιλέγουμε να ακολουθήσουμε.
Το “Afterlife” έχει κυκλοφορήσει και το απολαμβάνουμε εδώ και κάποιες εβδομάδες. Εσάς, τι ανταπόκριση σας φαίνεται να έχει από το κοινό; Σας έχουν μιλήσει οι οπαδοί σας για τη νέα σας προσθήκη στη δισκογραφία σας;
Μέχρι στιγμής, η ανταπόκριση από τον κόσμο στο νέο μας άλμπουμ είναι απολύτως θετική. Καθημερινά λαμβάνουμε μηνύματα και σχόλια που μας γεμίζουν χαρά και ενθουσιασμό. Είναι πάντα ενθαρρυντικό να βλέπεις ότι η δουλειά και η αγάπη που επενδύεις στη μουσική σου βρίσκουν απήχηση.
Αυτό που ανυπομονούμε τώρα περισσότερο από ποτέ, είναι να «βγούμε στον δρόμο». Οι ζωντανές εμφανίσεις είναι η στιγμή όπου το feedback αποκτά αμεσότητα. Το να μοιράζεσαι την ενέργεια και την εμπειρία της μουσικής με τον κόσμο από κοντά, είναι κάτι που δεν μπορεί να αντικατασταθεί.
Με το πέρασμα των χρόνων, είναι λογικό να βλέπουμε μικροαλλαγές στο στυλ και τον ήχο σας. Από τον extra heavy rock ήχο των πρώτων τριών δίσκων σας (“Eleven the Hard Way,” “Macho Libre,” και “Vigilante”) σε ένα εξίσου σκληρό αλλά πιο μελωδικό ύφος, όπως βλέπουμε στο “Loyal to the Pack” και στο “Afterlife.” Τι πιστεύετε ότι σας οδήγησε να εστιάσετε περισσότερο στη σύνθεση μελωδιών που αγγίζουν τον ακροατή; Ποιες μουσικές επιρροές είχατε ανά δίσκο;
Planet of Zeus: Είναι δύσκολο να κατηγοριοποιήσουμε τις μουσικές επιρροές που είχαμε ανά δίσκο. Με τα χρόνια, ένας τεράστιος όγκος μουσικής έχει «γράψει» μέσα μας, διαμορφώνοντας υποσυνείδητα τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και δημιουργούμε. Κάθε νέα σύνθεση είναι αποτέλεσμα ενστικτώδους και αυθόρμητης διαδικασίας, χωρίς προκαθορισμένο πλάνο.
Μεγάλο ρόλο σε αυτό παίζει το τι συμβαίνει γύρω μας κάθε φορά που γράφουμε μουσική. Εξωτερικές επιρροές, στιγμές, και γεγονότα διαμορφώνουν τις ιδέες μας και επηρεάζουν άμεσα τον ήχο μας. Ωστόσο, υπάρχει μια κοινή συνισταμένη: το κριτήριο που συνοψίζεται στη φράση «Είναι αυτό Planet;» Συνήθως, η απάντηση είναι απλή: «Ναι, γιατί να μην είναι;»
Ας μιλήσουμε για τη νέα σας κυκλοφορία με κάποιες παραπάνω λεπτομέρειες. Αν και το artwork του δίσκου φαίνεται κάπως παράταιρο με το είδος σας—δεν προϊδεάζει τον ακροατή για το τι θα ακούσει—αποτελεί μια ενδιαφέρουσα δήλωση. Θέλετε να μας πείτε πώς καταλήξατε σε αυτή την απόφαση;
Δεν πιστεύαμε ποτέ ότι ένα εξώφυλλο πρέπει υποχρεωτικά να σε προϊδεάζει για το τι θα ακούσεις. Το εξώφυλλο είναι μια ξεχωριστή τέχνη, ανεξάρτητη αλλά ταυτόχρονα συνδεδεμένη με τη μουσική. Δεν παίζουμε σαν τους Cannibal Corpse, όπου το αίμα και οι σκηνές βίας στα εξώφυλλα αποτελούν άμεση παραπομπή στον ήχο τους.
Για εμάς, η αφετηρία ήταν ένας στίχος από το κομμάτι “Baptized in His Death”, που λέει: «Preview of an afterlife, do you dare to step right in and taste the agony». Αυτός ο στίχος μας έδειξε την κατεύθυνση για το πώς να αποτυπώσουμε οπτικά το θέμα του άλμπουμ.
Η λέξη Afterlife έγινε το επίκεντρο της έμπνευσής μας. Θέλαμε κάτι που να απεικονίζει την έναρξη της μετά-ζωής, μια ιδέα που πήρε σάρκα και οστά μέσα από το σχέδιο του Morgan Sorensen, γνωστού ως see_machine. Το νεκροκρέβατο με το σώμα που αιωρείται πάνω από αυτό ήταν η ιδανική απεικόνιση του κοινού νοηματικού παρονομαστή του άλμπουμ.
Οι rock ‘n’ roll επιρροές είναι εμφανείς για άλλη μια φορά, ενώ διακρίνονται νέες πινελιές από dark rock, synth rock και progressive στοιχεία στον συγκεκριμένο δίσκο. Ποιες θα λέγατε ότι είναι οι πιο σημαντικές επιρροές για τη δημιουργία της συνολικής εικόνας του “Afterlife”;
Δεν θα αναφέρουμε κάποιο συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα ή μπάντες που ακούγαμε τον τελευταίο καιρό. Δεν θα είχε νόημα. Αυτό που πραγματικά αξίζει να αναφερθεί είναι ότι κάναμε ένα βήμα πίσω και αποκτήσαμε μια πιο καθαρή εικόνα για το τι μας έκανε να αγαπήσουμε συγκεκριμένους δίσκους και μπάντες.
Μέσα από μια διαδικασία αποδόμησης, αναλύσαμε τα συστατικά που χαρακτηρίζουν τα άλμπουμ που έχουμε τόσο ψηλά στο μυαλό μας. Εστιάσαμε στο πού επικεντρώνονται, πώς λειτουργούν αφαιρετικά και ποιες είναι αυτές οι μικρές λεπτομέρειες που καταλήγουν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα κομμάτι.
Αυτή η ανάλυση δεν ήταν απλώς μια διανοητική άσκηση, αλλά μια διαδικασία που μας βοήθησε να επαναπροσδιορίσουμε τη δημιουργική μας κατεύθυνση, επιτρέποντάς μας να ενσωματώσουμε αυτές τις ιδιότητες στη δική μας μουσική με πιο συνειδητό τρόπο.
Είστε μια δραστήρια και πολύ εργατική μπάντα, και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Ωστόσο, πέντε χρόνια αποχής από νέα κυκλοφορία δεν είναι λίγα. Θεωρείτε πως αυτό το δημιουργικό διάλειμμα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του 6ου άλμπουμ σας; Σε τι σας βοήθησε αυτή η ανάπαυλα;
Η ανάπαυλα αυτή περιλάμβανε και τα δύο χρόνια της πανδημίας, μια περίοδο που μας επηρέασε σε κάθε πιθανό επίπεδο – συλλογικά ως μπάντα αλλά και στις προσωπικές μας ζωές. Ήταν μια στιγμή όπου συνειδητοποιήσαμε πως το πρώτο και σημαντικότερο βήμα ήταν να μην βιαστούμε.
Πήραμε τον χρόνο μας. Εστιάσαμε τόσο στη σύνθεση όσο και στην παραγωγή, δουλεύοντας με προσοχή και δίνοντας έμφαση στη λεπτομέρεια. Ο στόχος ήταν να φτάσουμε στο επιθυμητό επίπεδο, χωρίς βιασύνη, επιτρέποντας στη δημιουργική διαδικασία να εξελιχθεί φυσικά και οργανικά.
Πόσο καιρό σας πήρε περίπου να γράψετε και να ηχογραφήσετε το “Afterlife”; Ποιο κομμάτι ήταν το πιο «ζόρικο» στο στούντιο;
Planet of Zeus: Ξεκινήσαμε να αποτυπώνουμε ο καθένας μόνος του τις ιδέες του κατά την περίοδο της πανδημίας και του εγκλεισμού, καθώς δεν υπήρχε η δυνατότητα να βρεθούμε από κοντά. Αυτή η συνθήκη διαμόρφωσε σημαντικά τον τρόπο που δουλέψαμε στη συνέχεια, «επιβάλλοντας» μια εντελώς διαφορετική δημιουργική διαδικασία.
Ολόκληρη η διαδικασία διήρκεσε περίπου δύο χρόνια. Η απόσταση και η μακροσκελής φύση της δουλειάς μας δυσκόλεψαν στην αρχή, ειδικά όσον αφορά τη δομή και τη μορφοποίηση πολλών κομματιών. Παρόλα αυτά, τελικά το αποτέλεσμα μας δικαίωσε απόλυτα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το “Let’s Call It Even”. Δυσκολευτήκαμε πολύ να καταλήξουμε στη δομή του, καθώς ο καθένας μας το είχε διαφορετικά στο μυαλό του. Οι ατομικές μας προσεγγίσεις και η έλλειψη άμεσης επικοινωνίας έκαναν την ολοκλήρωσή του ιδιαίτερα απαιτητική.
Ήθελα να ρωτήσω για το “State of Non-Existence,” που είναι το αγαπημένο μου κομμάτι του δίσκου και ίσως ένα από τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια σας γενικά. Αποτελεί κατά κάποιο τρόπο «μοιρολόι»; Είναι ένα κάλεσμα αμφισβήτησης της ανθρώπινης ύπαρξης;
Στο δικό μου μυαλό, αυτό μοιάζει περισσότερο με έναν διάλογο μεταξύ ενός αγαπημένου προσώπου που έχει φύγει από τη ζωή και κάποιου που είναι ακόμη εδώ. Είναι μια τρυφερή διαβεβαίωση ότι, ακόμη κι αν η φυσική παρουσία έχει χαθεί, η σύνδεση παραμένει άθικτη.
Αυτή η αίσθηση της συνεχούς παρουσίας γίνεται μια πηγή δύναμης και κουράγιου. Είναι σαν να σου λέει το αγαπημένο πρόσωπο: «Δεν είμαι πια μαζί σου, αλλά θα είμαι πάντα δίπλα σου, να σε συντροφεύω σε κάθε σου βήμα». Αυτή η υπόσχεση δεν είναι απλώς λόγια, αλλά μια βαθιά συναισθηματική παρηγοριά που σου δίνει τη δύναμη να συνεχίσεις.
Στις 7 Δεκεμβρίου, λίγο πριν ξεκινήσετε πάλι την περιοδεία σας στην Ευρώπη, θα παρουσιάσετε τον δίσκο στο Floyd. Τα early bird εισιτήρια έχουν ήδη εξαντληθεί. Πώς νιώθετε που ο κόσμος θα γεμίσει ένα από τα αγαπημένα χειμερινά venues της Αθήνας για να απολαύσει τη μουσική σας; Θα ακούσουμε και παλιά αγαπημένα κομμάτια ή μόνο το “Afterlife” στην ολότητά του;
Αν παίζαμε μόνο το “Afterlife”, δηλαδή 38 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα, θα μας έπαιρναν με τις πέτρες και μάλλον δεν θα ξαναβγαίναμε από τα σπίτια μας! Η αλήθεια, όμως, είναι ότι περιμένουμε με ενθουσιασμό να ανέβουμε στη σκηνή και να παίξουμε μπροστά στο κοινό της πόλης μας.