Σε οποιαδήποτε άλλη συναυλία μεγάλου συγκροτήματος στην Ελλάδα οι αναμνήσεις από προηγούμενες εμφανίσεις τους πλέον είναι αρκετές. Ειδικά τα τελευταία χρόνια είχαμε την τύχη να ξαναέρθουμε σε επαφή με αρκετά από τα ονόματα που έχουν χτίσει μια τεράστια φήμη επί σκηνής. Δυστυχώς, το ανάλογο χτίσιμο προσδοκιών είναι μερικώς ανέφικτο να γίνει με τους Rammstein. Κι αυτό επειδή έχουν εμφανιστεί μόλις μια φορά στην Ελλάδα, σχεδόν μιάμιση δεκαετία πίσω.
Σε μια συναυλία που, αν και άφησε μια ιστορία για τα ελληνικά live δεδομένα, δεν έτυχε τεράστιας ανταπόκρισης. Και όσοι τους είδαν τότε, έχουν να το κοκορεύονται σχεδόν σαν παράσημο. Πώς το ξέρω; Ήμουν από τους τυχερούς που ήταν εκεί.
Τους Rammstein τους ανακάλυψα το μακρινό 2004 όταν άρχισα να ασχολούμαι εντατικότερα με το metal. Η πρώτη μου επαφή μαζί τους έγινε από μια «γκέλα» της τύχης όταν αγόρασα το soundtrack του Resident Evil Apocalypse. Είχε Slipknot, είχε Cradle of Filth, είχε Perfect Circle. Αλλά είχε και το “Mein Teil” των Γερμανών.
Ένα κομμάτι σε μια γλώσσα που ούτε τότε αλλά ούτε και σήμερα μιλάω αλλά για κάποιο λόγο απεδείχθη ακραία εθιστική. Με τον καιρό το “Rosenrot”, το “Reise, Reise” και το “Mutter” βρέθηκαν στη δισκοθήκη μου. Προφανώς, προσπαθούσα να τραγουδήσω στίχους τους οποίους δεν καταλάβαινα. Για τις δε μεταφράσεις, έμπαινα στα ειδικά site, να ξέρω τουλάχιστον το περιεχόμενό τους. Η φρίκη που έφαγα όταν κατάλαβα ότι το “Heirate Mich” μιλά για νεκροφιλία; Ακόμα και σήμερα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της σχέσης μου μαζί τους.
Η δίψα για κάποια ζωντανή εμφάνιση του συγκροτήματος θα αργούσε να κορεστεί. Μέχρι το 2010 η μόνη «μεθαδόνη» του νεαρού μου εαυτού ερχόταν στα DVD του Volkerball. Σε τυχαία live videos στο youtube και στις διηγήσεις ενός μεγαλύτερου φίλου που ισχυριζόταν ότι ήταν παρών στο Live Aus Berlin. Μια ονείρωξη και μόνο δηλαδή.
Κάποια στιγμή τα πάντα ευθυγραμμίστηκαν. Η κυκλοφορία του “Liebe Ist Fur Alle Da” στάθηκε, επιτέλους, ως αιτία να γίνει η πολυπόθητη ανακοίνωση. Oι Rammstein έρχονταν τον Ιούνιο του 2010 στο Terravibe. Όλα τα χαρτζιλίκια μαζεύτηκαν για να συμπληρωθεί το αντίτιμο του εισιτηρίου. Αντίστοιχα, ξεκίνησαν και οι συνεννοήσεις με τους λίγους από την παρέα που θα κατεβαίναμε Μαλακάσσα. Όπως και οι εντατικές ακροάσεις των δίσκων.
Και έφτασε τελικά η μέρα που θα κατεβαίναμε στη συναυλία. Οι οιωνοί, όμως, κάθε άλλο παρά καλοί ήταν. Εκείνη την ημέρα η Αττική αποφάσισε ότι της έχει λείψει μια δυνατή καταιγίδα και ήρθε η ώρα να τη ρίξει. Δεδομένου του ότι οι ανοιχτές συναυλίες στην Ελλάδα και η βροχή δεν πάνε μαζί, τα φίδια άρχισαν να μας ζώνουν.
Οι πιο γενναίοι πήγαν από νωρίτερα για να κόψουν κίνηση. Τα τηλεφωνήματα έδιναν και έπαιρναν μέχρι να βεβαιωθούμε ότι «έριξε ένα ψιλόβροχο και έχει ήλιο». Αφού καθησύχασα τη μάνα μου πως πιο πιθανό ήταν να πεθάνω από τα πυροτεχνήματα παρά από ηλεκτροπληξία, ήρθε η ώρα να βρω το φίλο μου τον Περικλή. Με τα πολλά καταφέραμε να βγούμε στην Εθνική Οδό.
Η άφιξη στη Μαλακάσα περίμενα ότι θα μου επιφύλασσε για πρώτη εικόνα μια ενθουσιώδη λαοθάλασσα. Κάτι το ότι οι Rammstein δεν ήταν όσο γνωστοί είναι σήμερα εν Ελλάδι; Κάτι το ότι ήταν Δευτέρα; Κάτι η οικονομική κρίση; Εν τέλει, η προσέλευση για τα δεδομένα του Terra Vibe ήταν μάλλον χλιαρή.
Αργότερα αυτό θα οδηγούσε σε κάπως πιο ανθρώπινες συνθήκες. Καμία σχέση με τα τσαλαπατήματα των προηγούμενων ετών στους Maiden, τους Sabbath, τους Slipknot και τους Metallica. Σε συνδυασμό με τη δροσιά από τη βροχή, μάλλον ήμασταν τυχεροί.
Η μπάντα που «ξεπροβόδισε» τους Rammstein στη σκηνή ήταν οι Combichrist. Αδιάφοροι μου φαίνονται τώρα, αδιάφοροι μου φαίνονταν και τότε. Το μόνο κομμάτι τους το οποίο μου άρεσε, το “All Pain Is Gone” ήταν αυτό που άνοιξε την εμφάνισή τους με μια μετριότατη εκτέλεση. Από ‘κει και πέρα, κατέληξαν να μοιάζουν με το σχήμα που παίζει σε ένα ρεμπετάδικο. Δηλαδή από κάτω να λαμβάνουν χώρα συζητήσεις ενώ καταναλώνονται κοψίδια και κρασάκια.
Και αφού τέλειωσαν και άρχισε να πέφτει η νύχτα, τα σκηνικά άρχισαν να στήνονται. Μέχρις ότου μια γιγάντια μαύρη κουρτίνα καλύψει τη σκηνή και μας αφήσει να κάνουμε σενάρια με το μυαλό μας. Και μετά από κάποια ώρα έρχεται η εισαγωγή του “Rammlied”. Η πτώση της κουρτίνας φανέρωσε μια γιγάντια γερμανική σημαία και βρήκε το Terravibe να ουρλιάζει ρυθμικά «RAMM-STEIN». Και όλα ήταν όπως τα φανταζόμασταν, έστω και σε μικρότερη κλίμακα.
Ο Till με την αμφίεση του videoclip του “Ich Tu Dir Weh” (με το φως στο στόμα). Οι υπόλοιποι με τις κλασικές ρομποτικές κινήσεις τους. Εξαιρουμένου του σταθερά θεού Christian Lorenz ο οποίος έπαιζε πλήκτρα ενώ έκανε διάδρομο. Και οι φωτιές, τα βεγγαλικά, όλα να συμβάλλουν στην πραγματοποίηση ενός ονείρου.
Όλοι εκείνο το βράδυ τσουρουφλιστήκαμε έστω και λίγο από τους πίδακες φλόγας στο “Feuer Frei”. «Ματώσαμε» στην κόκκινη ομίχλη του “Fruhling In Paris”. Ζήσαμε τη φρίκη του “Wiener Blut” και γίναμε θύτες στο “Du Riechst So Gut”. Και όταν δεν τραγουδάγαμε σχεδόν μονολεκτικά ρεφραίν όπως του “Sonne” λουζόμασταν αφρό από ένα υπερμεγέθες ομοίωμα πέους στο Pussy.
Και φυσικά γίναμε το κύμα που θα έσπρωχνε τη βάρκα του Lorenz στο Haifisch. Το φευγιό μας από το συναυλιακό χώρο έγινε υπό τους ήχους ενός remix του Sonne με μπουζούκι και σκόρπιες εικόνες που προσπαθούσαμε να βάλουμε σε σειρά.
Χρόνια αργότερα και βλέποντας τους Rammstein να έχουν γίνει υπερδύναμη με την τεχνολογία να καλπάζει, μπορώ να δω τις διαφορές. Εκείνη την εποχή είδαμε μια «μικρογραφία» αυτού που συμβαίνει σήμερα σε ένα live δρώμενο των Rammstein. Όχι τόσο φαντασμαγορικά δυστοπικό και περισσότερο πύρινο παρά βιομηχανικό. Οι καιροί άλλαξαν και το κοινό πλήθυνε.
Πλέον όλοι έχουν να περιμένουν μια ζωντανή τους εμφάνιση υπό άλλους όρους. Κι εγώ μαζί τους. Κι ας έχουν αλλάξει τα πάντα, είμαι σίγουρος πως στα τέλη του Μαΐου του 2024, όποιος είναι εκεί, θα καταλάβει γιατί αυτοί οι Γερμανοί έγιναν τεράστιοι. Και ευελπιστώ αυτή τη φορά να ακουστούν απωθημένα όπως το “Reise, Reise”, το “Mutter” και το “Seemann”.