Υπάρχουν δίσκοι που έχουν εξαιρετική σημασία για λόγους που δεν αφορούν ακριβώς τους ίδιους. Το “Skydancer”, το debut των Dark Tranquillity ανήκει σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία. Φυσικά, δεν είναι κακό album, ωστόσο, σε μία εποχή που ήδη έχουμε ακούσει ένα “The Red in the Sky Is Ours” και ένα “Left Hand Path”, το ντεμπούτο των DT. Βέβαια αποτελεί σημείο στην καριέρα μία μπάντας που τα επόμενα χρόνια δε θα αποτελεί απλά ένα κομμάτι της σκηνής του Γκέτεμποργκ, αλλά θα ηγείται αυτής.
Επίσης είναι και ο δίσκος που οδήγησε στην επιδραστικότερη «τράμπα» στην ιστορία της μουσική. Σκεφτείτε λίγο και αναρρωτηθείτε αν έχει υπάρξει άλλη ανταλλαγή μελών μεταξύ δύο μπαντών που να οφελήσει το ίδιο επιφραστικά και τις δύο μπάντες. Για τη φωνή του Anders Fridén δεν υπάρχει πολλά να πει κάποιος, ίσως και να είναι ο μεγαλύτερος frontman της σκηνής. Από την άλλη ο πιο ποιητικός Mikael Stanne, με τα εξίσου καλά καθαρά και brutal φωνητικά.
Το περίεργο ότι εκ πρώτης ακρόασης, δεν υπάρχει σαφής λόγος που αυτή η ανταλλαγή δούλεψε τόσο ευεργετικά και για τους δύο. Είτε πιάσουμε το τιμώμενο σήμερα Skydancer ή το Lunar Strain που θα έρθει σε έναν χρόνο, δεν υπάρχει που να σε κάνει να πεις: «Ρε ‘συ, ο Anders Fridén/Mikael Stanne δε θα ταίριαζε καλύτερα στους In Flames/Dark Tranquillity;».
H απάντηση δεν μπορεί να δοθεί συγκρίνοντας τα δύο debut albums, αλλά βλέποντας την εξέλιξη των σχημάτων. Οι Σουηδοί είναι και οι δύο τεράστιοι frontmen και ως τέτοιοι, η επίδραση τους στον ήχο των μπαντών τους είναι καταλυτική. Βέβαια, κανένα σχήμα δε μεγαλώνει έχοντας απλά καλούς – ή και εξαιρετικούς – τραγουδιστές. Έτσι, από τη μία πλευρά έχουμε/είχαμε την ιδιοφυία του Jesper Strömblad και από την άλλη το απόλυτο match των Niklas Sundin, Martin Henriksson και Anders Jivarp.
Το μουσικό όραμα της τριάδας ήταν αρκετά πιο ζοφερό από αυτό του Jesper, οπότε, θα μπορώ να καταλάβω – ακούγοντας τα καθαρά του Stanne – γιατί επέλεξαν αυτόν ως τραγουδιστή. Έχει μία δόση ειρωνίας ότι η πορεία των δύο μεγαλύτερων μπαντών του μελωδικού death κρίθηκε λόγω των καθαρών φωνητικών. Ένας ακόμα λόγος, εξίσου ειρωνικός, ήταν η σχετική «κουλαμάρα» του Stanne στην κιθάρα. Ο εκ των ιδρυτών της μπάντας, και ο μόνος που πλέον παραμένει, δεν ήταν ιδιαίτερα ταλαντούχος κιθαρίστας. Όπως ο ίδιος παραδέχεται, στο Skydancer το 90% των κιθαριστικών μερών το έχει ηχογραφήσει ο Martin Henriksson.
Τώρα, αν αναλογιστούμε ποιους δίσκους κυκλφορούν μετά την τράμπα, θα καταλάβουμε πόσο γρήγορα κατάλαβαν όλοι ότι αυτή η αλλαγή δούλεψε. Για τους Dark Tranquillity το 1995 έρχεται ο δίσκος ορόσημος “The Gallery”. Οι έτεροι πρωταγωνιστές μας, οι In Flames, μετά το ντεμπούτο τους “Lunar Strain” επιστρέφουν το 1996 με το “The Jester Race”. Μιλάμε πως όχι απλά κυκλοφορούν δύο δίσκους καλύτερους από τους προηγούμενους αλλά για δύο albums που σε πολλές λίστες εντάσσονται στα δέκα καλύτερα του ιδιώματος.
Στάθηκα πολύ στην τράμπα και ίσως από την εισαγωγή μου να μοιάζει ότι δεν έχω σε εκτίμηση το Skydancer. Όντως είναι λιγότερο «Dark Tranquillity» δίσκος συγκριτικά με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως signature ήχο τους. Από την άλλη έχουμε αυτή τη μεθυστική συνύπαρξη ακουστικών και ηλεκτρικών κιθάρων, να παίζουν τον ρόλο του φόντου σε brutal φωνητικά. Το συνθετικό trademark δηλαδή του Henriksson, που στη συνέχεια έγινε και των Dark Tranquillity. Σήμερα, μπορεί αυτό να ακούγεται στα όρια του τετριμμένου, όμως, πίσω στα early ‘90s ήταν πρωτοποριακό. Επίσης, στο Skydancer ακούμε το “A Bolt of Blazing Gold”, το κομμάτι που ουσιαστικά αποτέλεσε το blueprint της μετέπειτα μουσικής τους.
Ένα ακόμα μεγάλο πρόσον του δίσκου είναι ότι τριάντα χρόνια μετά συνεχίζει να στέκεται. Δεν έχει ξεπερασμένο ήχο, δεν είναι παρωχυμένο και sorry κιόλας, αλλά «βάζει κάτω» πολλά albums του είδους που μπορεί να κυκλοφόρησαν δεκαετίες αργότερα. Κάποιος θα έλεγε και των ίδιων των Dark Tranquillity, και όσο και αν θα ήθελα να διαφωνήσω, δυσκολεύομαι να το κάνω.
Συμφωνούμε όλοι ότι χωρίς τους At The Gates, Dark Tranquillity και In Flames, melodeath δε θα υπήρχε. Παρένθεση, εγώ στην κουβέντα θα έβαζα και τους Entombed αλλά αυτό είναι για άλλη ώρα. Έλεγα λοιπόν ότι αφού οι παραπάνω τριάδα είναι αδιαμφισβήτητοι πιονέροι του είδους, τα ντεμπούτα είναι οι θεμέλιοι λίθοι. Το Skydancer, ως τέτοιο, «υποφέρει» από την ελλείψη οδηγών, οπότε σε αρκετά σημεία του μοιάζει σαν να πλέει σε αχαρτογράφητα νερά.
Βέβαια, το ταλέντο των συντελεστών του είναι τέτοιο που οι «ζαριές» τούς οδηγούν σε κομμάτια όπως το “Shadow Duet“. Ακούγοντας αξνά το κομμάτι, θα ήθελα πάρα πολύ να μεταφερθώ στον χρόνο και να δω τι θα σκεφτόμουν. Μιλάμε για ένα κομμάτι με εντελώς φρέσκια μουσική οπτική αλλά παράλληλα κομματάρα. Θα ήθελα πολύ να έβλεπα πώς θα το αντιμετώπιζα, γιατί εγώ τους DT τους γνώρισα ώντας ήδη θρύλοι.
Να επιστρέψουμε στην «τράμπα». Στο “Shadow Duet” έχουμε ένα ντουέτο που σήμερα θα φάνταζε ονειρικό, Friden και Stanne. Προκαλώ τον οποιοδήποτε να ακούσει το κομμάτι χαλαρός και να δει αν τους ξεχωρίζει. Μοιάζουν πολύ οι φωνές τους και ίσως αυτός ήταν και ένας ακόμα λόγος που δοήγησε στη μετέπειτα ανταλλαγή.
Το “Skydancer” έχει ιστορική σημασία και σήμερα, όποιος το ακούσει θα το απολαύσει και ως αυτούσιο πρωτογενές υλικό αλλά και ως έναν νεογνό θρύλο. Ίσως σήμερα να μην ακούγεται πρωτότυπο, καθώς έχει στην πρωτόλεια μορφή τους όλα αυτά τα στοιχεία που στη συνέχεια γιγάντωσαν τους Dark Tranquillity. Απλά σκεφτείτε ότι το 90 θεώρουσαμε τους Venom ακραία μπάντα και μάλιστα, for some unknown reason, καλή. Θα κλείσω με την εξής φράση για την μπάντα που αγαπώ όσο λίγες. Το melodeath ακούγεται όπως το υποδεχόμαστε στο Skydancer και όχι όπως στα Atoma και Moment.