Ο Zatoichi είναι μια από τις κεντρικές φιγούρες του ιαπωνικού φολκλόρ. Ο τυφλός περιπλανώμενος σαμουράι ο οποίος δε γνωρίζει ανταγωνισμό στο ξίφος, παρά την έλλειψη όρασης του. Πάντα στο πλευρό του αδύναμου. Βρίσκεται εκεί, όποτε τον έχουν ανάγκη και λύνει τα προβλήματα με σοφία και αν χρειαστεί με λεπίδα. Προς τιμήν του έχουν σκηνοθετηθεί 26 ταινίες που υπακούν στους κανόνες του ιαπωνικού jidaigeki (ταινία εποχής με ξιφομαχίες) ενώ μια σειρά 100 επεισοδίων προβαλλόταν από την ιαπωνική τηλεόραση.
Ο Takeshi Kitano, από την άλλη, είναι η πλέον ιδιάζουσα περίπτωση σύγχρονου καλλιτέχνη. Από τη μία αναγνωρισμένος κωμικός και παρουσιαστής, έχοντας κάνει παγκόσμιο ντόρο με τη σειρά “Το Κάστρο Του Τακέσι“. Ωστόσο κινηματογραφικά παραμένει μία ιδιόρρυθμη φιγούρα που δύσκολα κατατάσσεται κάπου.
Είτε σκηνοθετικά, όπου κινηματογραφεί το περιθώριο και τον υπόκοσμο με μια μινιμαλιστική και παράξενη ποιητικότητα, είτε ως ηθοποιός τόσο σε δικές του παραγωγές όσο και σε ταινίες συντοπιτών του (Merry Christmas Mr. Lawrence του Nagisa Oshima). Ωστόσο, δυτικά blockbuster (Ghost In The Shell του 2017) τον έχουν κατατάξει στην πλέον αναγνωρίσιμη ιαπωνική φιγούρα.
Αν συνδυαστούν αυτοί οι δύο, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι αλλόκοτο, εκκεντρικό και σίγουρα ενδιαφέρον. Κι αυτό γιατί μέσα από τη μορφή του Zatoichi, ο μεγάλος Takeshi μπορεί να «βλασφημήσει» απέναντι στην παράδοση της Ιαπωνίας. Μπορεί να την ξαναγράψει με δικούς τους όρους, τιμώντας ένα λαϊκό χαρακτήρα με το δικό του, ειλικρινή τρόπο. Χωρίς όμως να παίξει το παιχνίδι της πεπατημένης και ακολουθώντας το δικό του όραμα.
Το Zatoichi είναι ένα αριστουργηματικό φιλμ που ισορροπεί άψογα μεταξύ του εντυπωσιακού και του αργά ποιητικού
Στην ταινία του Kitano ο Zatoichi καταλήγει σε ένα αποδυναμωμένο από τις βουλές της τοπικής οργάνωσης yakuza χωριό. Συναναστρέφεται με ανθρώπους εξαθλιωμένους των οποίων η τιμή έχει κηλιδωθεί και προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους σε μια κοινωνία η οποία έχει ως βασική της αρχή την προαναφερθείσα οικογενειακή τιμή.
Για να αποκαταστήσει την τάξη, θα πρέπει να συγκρουστεί με όσους λυμαίνονται το μόχθο των φτωχών οι οποίοι μοιάζουν πανίσχυροι. Όμως εκείνοι ποτέ δεν υπολόγισαν στις ικανότητες του τυφλού ξιφομάχου.
Ο Kitano επιμένει στις εμμονές του με τον υπόκοσμο, γυρίζοντας πίσω στο χρόνο. Για να καταφέρει, όμως, να εντείνει το στίγμα του και να διαλαλήσει πως δε θα μιλήσει με την κινηματογραφική «καθομιλουμένη» των jidaigeki. Bάφει τα μαλλιά του ξανθά. Ήδη οι πιο σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές της ιαπωνικότητας ωρύονται σε μια τέτοια απόφαση αλλά δεν τον ενδιαφέρει. Γιατί δε θέλει να κάνει μια ταινία Zatoichi σαν τις άλλες αλλά να τον μεταφράσει στους δικούς του κώδικες.
Και που καταλήγει, εν τέλει, αυτή του η απόπειρα; Σε ένα αριστουργηματικό φιλμ το οποίο ισορροπεί άψογα μεταξύ του εντυπωσιακού και του αργά ποιητικού. Ο Kitano συχνά θα απομακρύνει την κάμερα από το προσκήνιο προκειμένου να αναδείξει το τοπίο και το ρυθμό της καθημερινότητας. Υπομονετικά θα ακολουθήσει τους εκκεντρικότερους χαρακτήρες της ταινίας για να θυμίσει τις κωμικές του ρίζες. Και θα ντύσει μερικές από τις πιο όμορφες σεκάνς με τη μουσική του Keiichi Suzuki, έχοντας λάβει «καλλιτεχνικό διαζύγιο» από την πολυετή συνεργασία του με τον Joe Hisaishi.
Ο Kitano πρωτίστως είναι ένας μελετητής του κινηματογράφου και όχι ένας απλός παράξενος δημιουργός
Όταν, όμως, έρθει η ώρα να προχωρήσει στη δράση, να βγουν τα ξίφη από τα θηκάρια τους και οι πίδακες αίματος να εκτοξευθούν, τότε θα μιλήσει ανένοχα τη γλώσσα της βίας. Μπορεί μέχρι πρότινος το εργαλείο της αιματοχυσίας στις ταινίες του Kitano να ήταν το πιστόλι, όταν όμως θα μετατραπεί σε σπαθί ξέρει τι θα κάνει με αυτό και πως θα το δείξει.
Γιατί ο Kitano πρωτίστως είναι ένας μελετητής του κινηματογράφου και όχι ένας απλός παράξενος δημιουργός. Οι σκηνές μάχης θα χαρακτηριστούν από τις εξαιρετικές χορογραφίες ιαπωνικής ξιφομαχίας. Από το εκτενές χύσιμο πολλαπλών ρέζους και από την υπερβολή που αγαπάμε να βλέπουμε σε αυτές τις ταινίες.
Ο Kitano στον κεντρικό ρόλο δείχνει να αφομοιώνει τον Zatoichi και όχι απλά να μεταμορφώνεται σε αυτόν. Τόσο από την ομιλία του όσο και από τις εκφράσεις του καταλαβαίνουμε πως βλέπουμε όχι τον Zatoichi αλλά τον Kitano να μπολιάζει τη δική του προσωπικότητα με τις ιδιαιτερότητες του θρυλικού ξιφομάχου.
Εκεί, όμως, που αυτό στα χέρια κάποιου άλλου δημιουργού θα μετατρεπόταν σε έκθεση εκτενούς αυταρέσκειας, εδώ καταλήγει να δένει απόλυτα με την υπόλοιπη κινηματογραφική ύλη. Και εκτός του Kitano ρεσιτάλ ερμηνείας δίνεται και από τον «γαλονά» του σύγχρονου ιαπωνικού κινηματογράφου. Τον Tadanobu Asano που για μια ακόμα φορά εντυπωσιάζει με την ερμηνεία του.
Το Zatoichi καταλήγει να θεωρείται ως μια από τις δημιουργικές του κορυφές του Kitano
Όσοι γνώρισαν τον Kitano με ταινίες όπως το Sonatine και τα Πυροτεχνήματα, λογικά ήξεραν τι να περιμένουν. Όσοι όμως μπήκαν αψύλλιαστοι (εμού συμπεριλαμβανομένου), ήρθαν ενώπιον ενός θεάματος που σε ξενίζει αλλά ασκεί μια μυστήρια γοητεία. Και πλέον καταλήγει να θεωρείται ως μια από τις δημιουργικές του κορυφές, όπως και η πιο ευρέως αναγνωρίσιμη ταινία με τον Zatoichi. Γιατί, πως να το κάνουμε, αν μπορείς να δέσεις και ένα χορευτικό με κλακέτες σε μια τέτοια ταινία, γίνεται να μη μείνει στον αιώνα τον άπαντα;